Ἠρὼ Νικοπούλου
Ἀληθινὸ ἢ ψεύτικο;
ΗΛΑΦΙΣΕ
ΜΕ ΠΡΟΣΕΚΤΙΚΕΣ κινήσεις τὸ λεπτὸ κλωναράκι τοῦ κισσοῦ μὲ
μισόκλειστα μάτια προσπαθῶντας νὰ ξεκαθαρίσει κάπως τὸ θολὸ
περίγραμμα τοῦ ἀντικειμένου ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια της. Ἡ
ἐνεργοποιημένη της ἁφὴ ἔψαχνε ἐπίμονα γιὰ περισσότερες
πληροφορίες. Εἶχε γείρει τόσο πολὺ πάνω στὸν παλιὸ μπουφέ,
ποὺ κινδύνευσε ν’ ἀκουμπήσει ἡ μύτη της στὸ καφετί του
μάρμαρο. Ὁ Ζαχαρίας στεκόταν πίσω ἀπὸ τὴν μάνα του καὶ τὴν
παρατηροῦσε μέσα ἀπὸ τὸν μακρόστενο καθρέφτη, ποὺ δέσποζε
πάνω του. Τὰ τελευταῖα χρόνια τὸ μικρό της ἀνάστημα εἶχε
συρρικνωθεῖ θλιβερά. «Μπερδεύτηκα, τελικὰ αὐτὸ ἀληθινὸ
εἶναι ἢ ψεύτικο; Δὲν τὸ θυμᾶμαι.». «Προχθὲς τὸ πήραμε μὲ τὴν
Εὐγενία, ἔτσι γιὰ τὸ καλό, μέρες πού ‘ναι! Εἶδες τα λαμπάκια;».
«Ὄχι», ψέλλισε, ἐκείνη, ἔνοχα κι ἄρχισε πάλι νὰ τὸ πασπατεύει
μὲ ἀγωνία γιὰ νὰ τὰ ἐντοπίσει.
«Λοιπόν, θὰ τ’ ἀνάψω τώρα ποὺ θὰ
τρῶμε, ἔλα ὅμως γιατί θὰ κρυώσει ἡ γαλοπούλα.»
Στάθηκε γιὰ ὥρα ἔτσι σκυμμένη πάνω ἀπὸ τὴν ἀσημένια
ζαρντινιέρα μὲ τὸ καλοκαμωμένο ψεύτικο κλωνάρι τοῦ κισσοῦ
ἀναβοσβήνοντας τὰ μισοκρυμμένα στὰ φύλλα φωτάκια του, σὰν
μικρὸ παιδί. «Πολὺ μοῦ ἀρέσει», κατέληξε καὶ κάθισε ἐπί τέλους
στὸ τραπέζι. Φαινόταν ἱκανοποιημένη ἂν καὶ τελεσίδικα
γερασμένη. Μετὰ τὸ φαγητὸ μέχρι νὰ τὴν πᾶνε στὸ σπίτι της γιὰ
νὰ ξεκουραστεῖ τριγύρισε ἀρκετὰ στὸ σαλόνι ψαχουλεύοντας
στὰ τυφλὰ πότε το ‘νὰ πότε τ’ ἄλλο, ἀναγνώρισε παλιὰ παιχνίδια
τοῦ χριστουγεννιάτικου δέντρου, μύρισε ἀρωματικὰ κεριά,
χάϊδεψε προσεκτικὰ τὴν καινούργια στόφα τοῦ καναπέ,
περισσότερο ὅμως γοητεύτηκε ἀπὸ τὸ πρωτότυπο διακοσμητικὸ
τῆς ἀσημένιας ζαρντινιέρας. Λίγες μέρες ἀργότερα ἕνα
φωτεινὸ πρωὶ τοῦ Γενάρη τὴν κοπάνισε, ἔκανε τὰ τσιγαράκια της
καὶ φροὺπ γλίστρησε σὰν ἀέρας μέσα ἀπὸ τὶς χαραμάδες τῆς
μπαλκονόπορτας τοῦ σπιτιοῦ της.
«Τό ‘βλεπα τὸ τέλος, νὰ πεῖς ὅτι δὲν τό ‘βλεπα ποὺ πλησίαζε
καὶ ὑποτίθεται ὅτι προετοιμαζόμουν... γι’ αὐτό σοῦ λέω,
Ἀντρέα, ποτέ, κανεὶς δὲν εἶναι ἕτοιμος». Ὁ Ζαχαρίας ἔλιωσε τὸ
τσιγάρο του στὸ τασάκι. Μιὰ διαπίστωση χωρὶς σοφία, κούφιες
λέξεις μηχανικές, αὐτὸς ἀπουσίαζε ἀπὸ τὸ σῶμα του. «Εἶναι
πολὺ νωρὶς ἀκόμα, ἄσε τὸ χρόνο....» ψέλλισε ἀμήχανα ὁ παιδικός
του φίλος μὴ βρίσκοντας νὰ πεῖ κάτι πιὸ παρηγορητικό. «Γιὰ
πές, τί θὰ κάνεις μεθαύριο;». «Γιατί, τί εἶναι μεθαύριο;»
«Τίποτα, ἁπλῶς σκέφτηκα νὰ φᾶμε παρέα». Ὁ Ζαχαρίας σηκώθηκε
δίχως ν’ ἀπαντήσει, ἦταν πιὸ βαρύθυμος ἀπὸ πρίν, πλήρωσε,
μουρμούρισε κάτι ἀόριστο καὶ χάθηκε μὲς στὶς σκιὲς καὶ τὰ
καυσαέρια τῆς Πατησίων. Ὅλον αὐτὸ τὸν καιρὸ βούλιαζε σ’ ἕνα
παχύρευστο κενό, τὸν εἶχε ρουφήξει μιὰ χοάνη ἄπατη κι ἐκεῖνος
δὲν ἔκανε τίποτα γιὰ νὰ βγεῖ. Τὸ μόνο ποὺ ἀνεχόταν γύρω του ἦταν
τὸ σκοτάδι, νὰ χάνεται μέσα του σὰν σὲ ἀγκαλιά. Ἐκεῖ,
ξανάβρισκε κάπως τον χτύπο τῆς καρδιᾶς του. Εἶχαν περάσει ἤδη
τρεῖς βδομάδες ἀπὸ τὸ φευγιὸ τῆς μάνας του κι ἀκόμα δὲν εἶχε
συνειδητοποιήσει τί εἶχε συμβεῖ. Δὲν ἤξερε πὼς νὰ
ἀντιδράσει, δὲν εἶχε πουθενὰ νὰ πατήσει.
Αὐτὸς δὲν τὰ πίστευε αὐτὰ κι ἡ μάνα του τὸ ἤξερε. Σιγὰ τὰ
ὠά, ἔλεγε καὶ ξανάλεγε, ‘νιάμερα, σαράντα καὶ τρίμηνα,
ἑξάμηνα καὶ μποῦρδες, μπίζνες, μάνα, μπίζνες νὰ γεμίζουν τὶς
τσέπες τους, ἕνα ἐπάγγελμα εἶναι κι αὐτὸ καὶ μάλιστα μὲ ὡράριο
τοιχοκολλημένο. Ποῦ ξανακούστηκε ὁ θεὸς νὰ εἶναι
διαθέσιμος μόνο σὲ συγκεκριμένο ὡράριο. Ἐκείνη λούφαζε
κοιτῶντας τον ἀμίλητη μὲ τὰ μεγάλα τυφλά της μάτια. Παρ’ ὅλα
αὐτὰ ὅταν ἦρθε ἡ ὥρα, τῆς τά ‘κανε τά σαράντα μὲ συγγενεῖς καὶ
φίλους. Ἐκείνη τοὺς κοιτοῦσε ὅλους ὄμορφη κι ἀτάραχη πλάϊ στὶς
πιατέλες μὲ τὰ κόλλυβα. Ὅλοι κάτι καλὸ εἶχαν νὰ τῆς θυμηθοῦν
καὶ χαμογελοῦσαν ἀνομολόγητα ἀνακουφισμένοι, ποὺ ἦταν ἐκεῖ
ἀσφαλεῖς στὸ κυλικεῖο τῆς ἐκκλησίας καὶ σχολίαζαν καλόβουλα
τὶς ἀρετὲς καὶ τῆς χάρες τῆς κεκοιμημένης γνωρίζοντας πὼς ἔξω
τοὺς περίμενε ἕνας ἐκτυφλωτικὸς χειμωνιάτικος ἥλιος.
Εἰπώθηκαν ὅσα ἔπρεπε νὰ εἰπωθοῦν κι ἔφυγαν ὅλοι γιὰ τὰ σπίτια
τους. Πάει κι αὐτό, ἀναστέναξε ὁ Ζαχαρίας, κι ἔσφιξε μὲ
εὐγνωμοσύνη τὸ χέρι τῆς Εὐγενίας ξεκλειδώνοντας τὴν
ἐξώπορτα. Δὲν εἶναι λίγο νὰ κρατᾶς ἕνα ζεστὸ χέρι. Ἔβγαλε ὅπως
πάντα τὰ παπούτσια του καὶ πῆγε νὰ βάλει ἕνα ποτό, μπῆκε στὸ
σαλόνι κρατῶντας τὰ δύο ποτήρια καὶ κοντοστάθηκε
μπερδεμένος. Τὰ φωτάκια τῆς ἀσημένιας ζαρντινιέρας τοῦ μπουφὲ
ἦταν ἀναμμένα. Ἔμεινε γιὰ λίγο σκεπτικός, ρώτησε τὴν Εὐγενία,
ποὺ μόλις ἔβγαινε ἀπὸ τὸ μπάνιο. Ὄχι, δὲν τὰ εἶχε πειράξει. Ἔ,
καλά, θὰ μπλοκάρισε τὸ κουμπάκι, συλλογίστηκε κι ἔκανε νὰ τὸ
κλείσει. Ὁ διακόπτης ὅμως ἦταν ἤδη κλειστός. Τὸν ἀνοιγόκλεισε δυὸ
τρεῖς φορὲς καὶ βεβαιώθηκε ὅτι δὲν εἶχε σκαλώσει. Κάποια
στιγμὴ τὰ φωτάκια ἀναβόσβησαν ὑπάκουα. Κάθισαν κατάκοποι ἀπὸ
τὴν ὑπερένταση τῆς ἡμέρας. Ἡ Εὐγενία τοῦ χάϊδευε τρυφερὰ τὸ
συλλογισμένο κεφάλι καὶ χωρὶς νὰ τὸ καταλάβουν
ἀποκοιμήθηκαν. Ὅταν ξύπνησαν ἀργὰ τὸ ἀπόγευμα τὰ φωτάκια ἦταν
πάλι ἀναμμένα. Ὁ Ζαχαρίας σηκώθηκε μουρμουρίζοντας καὶ
πίεσε χωρὶς ἀποτέλεσμα τὸν διακόπτη ποὺ παρέμενε κλειστός.
Στεκόταν ὑπνωτισμένος πάνω ἀπὸ τὴν φωτισμένη ζαρντινιέρα μὲ
τὸν ψεύτικο κισσὸ ποὺ ἀνενδοίαστα ἀντιστεκόταν στὴν λογική.
«Ἔλα, πὼς κάνεις ἔτσι» τοῦ εἶπε ἡ κοπέλα, «δὲν ἔχεις ξαναδεῖ
λαμπάκια νὰ μπλοκάρουν;» Ἐκεῖνος τῆς θύμισε συγκινημένος τὰ
περασμένα Χριστούγεννα καὶ πόσο ἄρεσε στὴ μάνα του τὸ
συγκεκριμένο διακοσμητικό. «Ναί, τῆς ἄρεσε» ἀκούστηκε ἡ
ἐπιβεβαίωση ἀπὸ τὸ βάθος τῆς κρεβατοκάμαρας καὶ τὸ θέμα
ξεχάστηκε.
Ὁ καιρὸς περνοῦσε καὶ καθὼς τὸ πένθος του πότε ἀραίωνε
πότε πύκνωνε ἀβάσταχτα, ὁ Ζαχαρίας προσπαθοῦσε νὰ μὴν
σκέφτεται ἐκείνη τὴν παλιὰ συμφωνία τους –ποὺ τὸν ἀπασχολοῦσε
ὅλο καὶ συχνότερα τὰ τελευταῖα χρόνια καθὼς ἔβλεπε τὴν μάνα του
νὰ καταπέφτει διαρκῶς. Πρέπει νὰ ἦταν κοντὰ στὰ δώδεκα
γεμᾶτος ἀγωνίες κι ἐρωτήματα, γιὰ τὸν Θεό, γιὰ τὸν θάνατο, γιὰ
τὸ πρίν, γιὰ τὸ μετά, ἔμπλεος φόβου καὶ φαντασίας. Κι ἐπειδὴ οἱ
συζητήσεις τους δὲν κατέληγαν ποτέ, πουθενά, τελικὰ εἶχαν
συμφωνήσει ὅτι ἐὰν ὑπάρχει κάτι, ὁτιδήποτε, ἡ ψυχὴ ἂς ποῦμε,
μετὰ τὸν θάνατο θὰ τοῦ στείλει σημάδι. Θὰ τὸ κάνεις,
ὁπωσδήποτε! Τὴν εἶχε βάλει νὰ τοῦ ὑποσχεθεῖ. Καὶ τὴν ἀνανέωναν
μὲ κάθε εὐκαιρία ἐκείνη τὴν παλιὰ ὑπόσχεση ἀμήχανα καὶ
σιωπηρὰ ἀλλὰ χαμογελῶντας κι οἱ δύο μὲ νόημα.
Οἱ ἑπόμενοι δύο μῆνες πέρασαν δύσκολα, σκόνταφτε
συνέχεια πάνω στὰ ροῦχα της, στὴ μυρωδιά της, στὰ ἔπιπλά της, στὸ
σπίτι ποὺ ἔπρεπε ν’ ἀδειάσει. Ἦταν συνέχεια κατάκοπος καὶ
σκοτεινός. Ἕνα πρωὶ ὅμως, ποὺ ξύπνησε μὲ ἐντελῶς ἀλλαγμένη
διάθεση, ἀποφάσισε νὰ κάνει ὅτι ἔπρεπε γιὰ τὰ τρίμηνα. Ἔστω ἕνα
ἁπλὸ μνημόσυνο, μιὰ εὐχὴ στὴν ἐκκλησία, εἶπε, καὶ ξεκαθάρισε
ὅτι θὰ τὸ ἔκανε ἐπειδὴ τὸ ἤθελε. Ἡ Εὐγενία παραξενεύτηκε
ἀλλὰ δίχως σχόλια βοήθησε στὰ διαδικαστικά, παράγγειλε τὸ
πρόσφορο, πῆρε τὸ λάδι. Πῆγαν μὲ δυό-τρεῖς φίλους. Ὅλα ἔγιναν
γρήγορα ἀκόμα κι ὁ καφές. Ἐπέστρεψαν στὸ σπίτι κάπως πιὸ
ἀνάλαφροι αὐτὴ τὴν φορά. Ὁ Ζαχαρίας χωρὶς κἂν νὰ βγάλει τὰ
παπούτσια του κατευθύνθηκε πρὸς τὸ σαλόνι μὲ ἀνομολόγητη
ἀγωνία. Τὰ λαμπάκια μετὰ ἀπὸ τόσο καιρὸ ἀπόλυτης σιγῆς καὶ
φρονιμάδας ἦταν πάλι ἀναμμένα. Τὸ πρόσωπό του φωτίστηκε, γιὰ
μιὰ στιγμὴ ἦταν σίγουρος, χαμογέλασε πλατειά. Κοίταξε τὴν
Εὐγενία μὲ νόημα κάνοντας ἕνα νεῦμα μὲ τὸ κεφάλι δακρυσμένος
ἀπὸ χαρά.
«Ἔλα τώρα», ἀποκρίθηκε ἡ κοπέλα, μαλακά, «ποῦ πάει τὸ
μυαλό σου! Ἐγὼ πάντως δὲν τὰ πιστεύω αὐτὰ τὰ μεταφυσικά.»
Τὰ λαμπάκια τῆς ἀσημένιας ζαρντινιέρες τοῦ μπουφὲ ἄρχισαν νὰ ἀναβοσβήνουν τρελαμένα.
Ἡρὼ Νικοπούλου (Ἀθήνα, 1958). Σπούδασε ζωγραφικὴ καὶ
σκηνογραφία στὴν Ἀνωτάτη Σχολὴ Καλῶν Τεχνῶν τῆς Ἀθήνας. Ἔχει
ἐκθέσει ἔργα της στὴν Ἑλλάδα καὶ στὸ ἐξωτερικό. Ἔχει ἐκδώσει
ὀκτὼ βιβλία ποίησης καὶ πέντε πεζογραφίας. Ποιήματα καὶ
διηγήματα της μεταφράστηκαν στὰ Ἀγγλικά, Γαλλικά, Ἰταλικά,
Ἱσπανικά, καὶ ἄλλες εὐρωπαϊκὲς γλῶσσες καὶ
συμπεριλαμβάνονται σὲ ἀντίστοιχες ἀνθολογίες. Ἔχει
συμμετάσχει σὲ πολλὰ Διεθνῆ Φεστιβὰλ ποίησης, ἐνῷ ἕνας τόμος
ποιημάτων της κυκλοφορεῖ στὰ ἱσπανικὰ μὲ τίτλο Aceptiones de la
Miranda, (μετάφραση: Jose Antonio Moreno Jurado (2019, El Arbol de
la Luz, Sevilla). Ἀπὸ τὸ 2010 συνδιευθύνει μὲ τὸν Γιάννη Πατίλη
τὴν ἱστοσελίδα γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάϊ. Ἀπὸ τὸ 2023 διατηρεῖ τὴν στήλη μὲ τὸν τίτλο «Ἕνα παράθυρο γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα» στὴν ψηφιακὴ πλατφόρμα culturebook. Τὸ 2019 τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Σίσυφος ἀφιέρωσε τὸ 17ο τεῦχος του στὸ ποιητικὸ καὶ πεζογραφικό της ἔργο.
Τελευταῖο
της βιβλίο Τὸ Θαῦμα στὴν Ἐντατικὴ (2024, ἐκδ. ΑΩ). Εἶναι μέλος
τοῦ Εἰκαστικοῦ Ἐπιμελητηρίου Ἑλλάδας, τῆς Ἑταιρείας
Συγγραφέων καὶ τοῦ Κύκλου Ποιητῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου