ΥΤΗ
ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ τὴ γράφω στὴ Βίτσα. Κεντρικὸ Ζαγόρι, κοντὰ στὰ 1000
μέτρα ὑψόμετρο. Πέτρα καὶ φύλλα· ἄλικα φύλλα στὰ λιθόστρωτα –
νὰ μὴν σηκώνονται τὰ πόδια. Νὰ τρίβεται κάτω ἀπ’ τὰ πέλματα
ἴδιο μὲ κόκαλο, ἴδιο τσουκνίδα ἕνα ἀβέβαιο παρόν. Ἡ πλατεία μέσα
στὸν πλάτανο, ὁ ναὸς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου μέσα στὸν
πλάτανο, μιὰ ὁριζόντια ἀγκαλιὰ ἀπὸ κλαδιὰ καὶ τὰ βουνὰ μιὰ
θάλασσα, κι ὁ οὐρανὸς πολὺ κοντά, πότε ζεστὸς καὶ πότε κρύος.
Ὅπου κοιτάζω γίνομαι παιδὶ· μὲ μπόλικο ἀέρα στὰ πνευμόνια
ἀνατριχιάζω.
Φθινόπωρο κι ἑλληνικὸς καφές. Βάζω τὰ χέρια στὴν κούπα
ν’ ἀχνίσει κι ἡ ψυχούλα μου. Ἡ γυναίκα ποὺ μοῦ σέρβιρε τὸν καφέ,
ἐπιστρέφει μὲ μιὰ κανάτα παγωμένο νερό.
Ὁ ἥλιος ὅλο πάει καὶ
ψηλώνει. Ἡ γυναίκα ἀπομακρύνεται σιωπηλή. Καὶ τί νὰ μοῦ πεῖ,
σκέφτομαι. Φτάνει ποὺ χαμογέλασε. Κι ὅπως συμβαίνει στὴν ἀρχή,
κάπως δειλά, πιάνω στὰ δάχτυλα στυλό, τετράδιο, τσιγάρο·
βάζω τὴ σάρκα μου ἐπάνω στὸ χαρτί:
Συνεχῶς φορᾶς τὸ ἴδιο πουλόβερ, μὲ τὶς κόκκινες καὶ μαῦρες
λωρίδες. Ὅταν τύχει καμιὰ φορὰ καὶ βάλεις κανένα πουκάμισο,
αὐτὸ θὰ εἶναι μὲ λεκιασμένους γιακάδες – στάμπες ἀπὸ τὰ σάλια
σου· τὰ ἀποτυπώματά σου Μίλτο. Βρωμοκοπᾶς φτώχεια ἀπὸ
χιλιόμετρα. Ἡ μιζέρια σὲ ἀκολουθεῖ σὰν σκιὰ· εἶναι μιὰ ἀνάσα
ποὺ κάθε τόσο σοῦ χτυπάει τὴν πόρτα. Ἔχεις ἀκανόνιστη μύτη,
ἀσύμμετρη μὲ τὸ κεφάλι. Στὸ πρόσωπο, οἱ φακίδες κάνουν τὰ
μάγουλά σου νὰ μοιάζουν μὲ κομμάτια ἀπὸ μουχλιασμένο τυρί.
Καθημερινά, ἡ μάνα σου ἡ Βαγγελιώ, περιμένει στὸ
διάλλειμα, νὰ βγεῖς ἀπ’ τὴν πόρτα, νὰ σὲ δεῖ στὰ σκαλιά. Κρατᾶ στὴν
ἀγκαλιὰ σὰν φυλαχτὸ τὸ κολατσιό σου: γάλα σοκολατοῦχο κι ἕνα
κουλούρι μὲ σουσάμι. Κάθεστε στὸ παγκάκι. Χαϊδεύει τὰ μαλλιά
σου μὲ στοργή. Ἐσὺ μασουλᾶς καὶ καταπίνεις καὶ χαμογελᾶς. Ποῦ
τὴ βρίσκεις τὴ χαρὰ δὲν ξέρω. Τὰ ὑπόλοιπα παιδιὰ σὲ παίρνουν στὸ
«ψιλό». Ἐγὼ ἀπέχω. Εἶμαι μακριά, μὲ κάποια συμμαθήτρια χαζεύω.
Μοῦ λέει ἡ Φανούλα, κοίτα τὸ μπάσταρδο πὼς τρώει μὲ τὴ μανούλα
του.
Θυμᾶμαι κι ἄλλα. Θυμᾶμαι τὴ σφαλιάρα ποὺ μοῦ ἄστραψε ὁ
κύριος Παντελής. Σὲ ἔχω σηκώσει στὸν ἀέρα μὲ τὰ χέρια (παιδικὰ
χεράκια, μὰ παρ’ ὅλα αὐτά, πιὸ δυνατὰ ἀπ’ τὰ δικά σου τὰ φτωχά,
τὰ ἄδεια χέρια σου). Καὶ σκίζω τὸ πουλόβερ σου στὴν ἄκρη στὸ λαιμὸ
καὶ πιάνω τὸ μάγουλό μου ὕστερα ἀπ’ τὴ σφαλιάρα καὶ ντρέπομαι
θεέ μου, πόσο ντρέπομαι. Καὶ περνᾶνε ὅλα αὐτὰ σὰν νὰ μὴν ἔγιναν
ποτέ. Δὲν μοῦ κρατᾶς κακία καμιὰ καὶ φεύγει ἡ κοκκινίλα ἀπὸ τὸ
μάγουλο καὶ ξεχνῶ τὴ ντροπή μου.
Ὅλο σὲ ρωτάει ὁ κύριος Παντελής: Εἶσαι ἐντάξει Μίλτο; Ἔχεις
φάει Μίλτο; Ἡ μαμὰ εἶναι καλὰ Μίλτο; Ἐσὺ χαμηλώνεις τὸ βλέμμα
καὶ κάνεις ὅτι γράφεις στὸ τετράδιο. Ἐσὺ ποτὲ δὲν γράφεις. Ἔχεις
ὅλους αὐτοὺς τοὺς μαρκαδόρους καὶ ζωγραφίζεις. Ζωγραφίζεις
δέντρα φορτωμένα μὲ φροῦτα, πουλιὰ μὲ πελώρια φτερὰ (ἦταν ὁ
δάσκαλος ποὺ μᾶς εἶχε μιλήσει γιὰ τὰ ἄλμπατρος κι ὅλοι μείναμε
μὲ τὸ στόμα ἀνοιχτό), φτιάχνεις ἥλιους, πολλοὺς ἥλιους
στριμωγμένους τὸν ἕναν δίπλα στὸν ἄλλον. Τὰ σπίτια ποὺ
σχεδιάζεις ἔχουν πάντα μεγάλα παράθυρα.
Καμιὰ φορὰ ζητᾶς τὴν παρέα μου, πλησιάζεις σὰν κουτάβι
γύρω ἀπ’ τὰ πόδια μου. Θέλεις νὰ πνίγουμε μυρμήγκια στὶς φωλιές
τους. Τὰ παρατηροῦμε καθὼς πασχίζουν νὰ μεταφέρουν τὴν τροφή
τους, μέσα σὲ ἐκείνους τοὺς ἀτέλειωτους λαβύρινθους ποὺ
ἀνοίγουνε στὸ χῶμα, καὶ τὴν κατάλληλη στιγμή, – τώρα!, μοῦ λές,
κι ἀδειάζουμε μπουκάλια μὲ νερὸ καὶ τὰ σκοτώνουμε. Ἔπειτα
ἀνάβουμε σπίρτα καὶ τὰ πετᾶμε μακριά. Ἄλλο κι αὐτό... Κοίτα,
μοῦ λές, τ’ ἀστέρια. Ποιά ἀστέρια, σοῦ λέω, ρὲ Μίλτο. Τ’ ἀστέρια,
μοῦ λές, καὶ μοῦ δείχνεις τὰ σπίρτα.
Δὲν πιστεύω πὼς εἶμαι καλὸς μαζί σου, ἁπλῶς δὲν εἶμαι κακός.
Ξέρεις τί εἶναι Μίλτο; Πολλὲς φορὲς σὲ βαριέμαι. Μὲ θεωρῶ
καλύτερο, πιὸ ἔξυπνο, πιὸ ὄμορφο. Οὔτε μὲ νοιάζει ποὺ εἶσαι
μπάσταρδος, μπάσταρδος καὶ φτωχός. Ἔτσι ἔτυχε, σκέφτομαι. Μὰ τὸ
θέμα εἶναι αὐτό: ἁπλὰ σὲ βαριέμαι.
Κι ἔρχονται οἱ μέρες τῶν Χριστουγέννων καὶ στολίζουμε τὴν
τάξη. Πράσινες γιρλάντες στὰ παράθυρα, λαμπάκια νὰ
ἀναβοσβήνουν παίζοντας χαρούμενες μελωδίες, κι ὅλα τὰ παιδιὰ
νὰ χαμογελᾶμε. Τὰ κορίτσια εἶναι ὄμορφα· ὅλα τὰ κορίτσια
εἶναι ὄμορφα. Ἀκόμα καὶ ἡ Μαρία ἀπὸ τὴν Ἀλβανία ποὺ ἦρθε
πρόσφατα στὴν τάξη μας, εἶναι πράγματι πολὺ ὄμορφη κι ἂς μὴ
μιλάει καλὰ ἑλληνικά, κι ἂς κάθεται μόνη στὸ τελευταῖο
θρανίο.
Σὲ βλέπω στὴν αὐλή. Ψάχνεις μὲ τὰ μάτια σου τὸν οὐρανό.
Κάπου ἐκεῖ θὰ παραφυλάγει καὶ ἡ μανούλα σου· εἶμαι σίγουρος
γι’ αὐτὸ κι ἂς μὴν τὴν βλέπω. Δὲν μοῦ φαίνεσαι λυπημένος.
Ἀπεναντίας θὰ ἔλεγα. Δὲν καταλαβαίνω. Γιατί δὲν εἶσαι
λυπημένος;
Ὁ δάσκαλος μὲ πλησιάζει στὸ παράθυρο, βάζει τὸ χέρι του
στὸν ὦμο μου. Χιονίζει Θύμιο, μοῦ λέει. Καλὰ Χριστούγεννα. Καλὰ
Χριστούγεννα δάσκαλε, λέω.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.
Εὐθύμιος Λέντζας (Λάρισα 1986). Ἔχει ἐκδώσει δύο ποιητικὲς συλλογές: Οἱ γυναῖκες ποὺ ἀγαπᾶμε εἶναι θαμμένες στὸν κῆπο (αὐτοέκδοση, 2020) Τὸ Μερίδιο (Θράκα, 2022) καὶ μιὰ συλλογὴ διηγημάτων Στὰ βράχια καὶ στὴ θάλασσα (Γράφημα, 2023).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου