|
Ἀπὸ τὸν/τὴν planodion στὶς 29 Δεκεμβρίου 2024
|
ΡΑΔΥ
καὶ βαίνουμε πρὸς τὴ νύχτα, βράδυ ἀλλὰ τί ὥρα, σὲ ξαναρώτησα
νομίζω, τί ὥρα εἶναι ἐπιτέλους; — Ἤμουν ἐγὼ ποὺ ρώτησα, δὲν
μοῦ ἀπάντησες καὶ πῆγα, βρῆκα στὴν κουζίνα τὸ ρολόι μου, πάνω
στὸ μάρμαρο, δίπλα σ' ἕνα μαχαίρι... Καὶ τώρα ἡ ὥρα εἶναι:
ἐννέα καὶ δέκα, ὄχι..., καὶ ἕντεκα ἀκριβῶς. — Ἐννέα... Οἱ
ἐννέα Μοῦσες! — Ποιός ἄφησε τὸ ρολόι μου ἐκεῖ, ποιός τὸ
μαχαίρι; Τίποτα δὲ θυμᾶμαι. — «Καὶ ἕντεκα ἀκριβῶς»
σὰν τοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους — δώδεκα δὲν ἦταν οἱ Ἀπόστολοι; —
Ναί, ἕντεκα ἀκριβῶς εἶναι οἱ παῖχτες μιᾶς πλήρους
ποδοσφαιρικῆς ὁμάδας, ἕνας λιγότεροι, θὰ τὸ θυμᾶμαι. — Ἕνας
περισσότεροι, ὄχι λιγότεροι — Ποιοί; — Οἱ Ἀπόστολοι — Ἐγὼ
ὅμως ἔλεγα γιὰ τοὺς παῖχτες — Τέλος πάντων... Τί κάνουμε τώρα; —
Τώρα;... Τώρα θὰ βγοῦμ' ἀπάνω, θὰ γίνουμε συνειδητοί, τὶς
εἰδήσεις μὲ τὶς τελευταῖες ὑλοποιήσεις, ὅλα τὰ ρεπορτάζ, τὶς
ἀναλύσεις θὰ παρακολουθήσουμε, The weather report and the international catastrophes... Συγκέντρωσή μας Οἰκογενειακή!
— Θυμᾶσαι;... τό 'χαμε δεῖ παλιὰ μαζί. — Ὅλα παλιὰ ἔχουν
συμβεῖ, ὅμως δεῖ ἢ διαβάσει, κι ἂν διαβάσει πῶς μαζί; Ἴσως
πρῶτα ἐγὼ κι ὕστερα ἐσύ... ἔχουμε ἀλήθεια βυθιστεῖ! Πᾶμε νὰ
περπατήσουμε γυναίκα... — Ποῦ νὰ περπατήσουμε; Ὅταν
προηγουμένως στὸ σκοτάδι ψαύοντας βρῆκα τὸ διακόπτη,
ἀποφασιστικὰ τὸν γύρισα, καὶ τὸ φῶς ἄναψε, ἡ κουζίνα μοῦ
φάνηκε ξένη, ἄγνωστη γῆ ποὺ — τὴν ξεγέννησε μιὰ ἀστραπή; Κάπου τό 'χω διαβάσει αὐτό. Ὅλοι αὐτά γράφουν... — Ἐνῶ ἐσὺ οὔτε «αὐτά»
κι ἀπὸ καιρὸ πιά. — Κοίταξε πῶς τὸ ἐξηγῶ ἐγώ: ὡς ἐργαζόμενη
γυναίκα ποὺ εἶσαι δὲν περνᾶς στὴν κουζίνα σου ὧρες τόσες ὥστε,
στὸ κατώφλι της μπρὸς κάποιο σκοτεινὸ βράδυ ὅταν ἀνοίξεις τὸ
φῶς, νὰ μὴν σοῦ φανεῖ ξένη, ἄγνωστη γῆ... Πᾶμε νὰ περπατήσουμε,
κάπου θὰ βροῦμε νὰ περπατήσουμε. — Τόπο, θὰ βροῦμε; — Στὸ χῶρο, δὲν πειράζει, ἂς βαδίζουμε στὸ χῶρο τὸν ἀπρόσωπο· ἂν ἤθελες... — Στὸ χῶρο ναί... θὰ παριστάνουμε πὼς εἴμαστε δυὸ ἀνώνυμες ὀμορφιὲς περνώντας ἀνάμεσα χτυπώντας πάνω στὰ σπλάχνα τῆς πόλης!...
Ἀλήθεια, πῶς νὰ περνᾶνε οἱ ἐπώνυμοι ; — Δὲν ξέρω... θ'
ἀνεβοκατεβαίνουνε σὰν ἄγγελοι τὴν κλίμακα τῆς "ἐπωνυμίας"
σπρώχνοντας σπρωχνόμενοι, λοιπὸν φεύγουμε; — Εἶμαι
κουρασμένη, ποτὲ δὲν τὸ σκέφτεσαι αὐτό ...Κι ἔπειτα ποῦ νὰ
τρέχουμε μέσα στὰ μονοξείδια... Νὰ τί προτείνω: ἂς
παρακολουθήσουμε αὐτὸ γιὰ τὴν μεσογειακὴ ἀναιμία τὸ
ρεπορτὰζ ποὺ κιόλας τὸ ἀνήγγειλαν — Πότε «κιόλας»,
μόλις τὴν ἄνοιξες καὶ πρόλαβαν — Προσεκτικὰ ἂς τὸ
παρακολουθήσουμε, προσεκτικὰ μέχρι τὸ τέλος — Καὶ μετά; Τὴν
κλείνουμε, ἀκλόνητοι στὶς θέσεις μας μένουμε καὶ μεταξύ μας
κοιταζόμαστε, χωρὶς κατ' ἀνάγκην νὰ βλεπόμαστε — Ἔλα τώρα,
μετὰ πᾶμε, ἂς ποῦμε, ἕνα σινεμά. Ὄχι πὼς θέλω δηλαδὴ
πραγματικά, ἀλλὰ ἔτσι ἂς πᾶμε ἕνα σινεμά. — Δηλαδὴ ἔτσι γιὰ
νὰ ἐνισχύσουμε τὸν κινηματογράφο ποὺ περνάει κι αὐτὸς
κρίση; Ἀπὸ πολιτιστικὸ καθῆκον; — Σοῦ εἶπα: ἔτσι ἁπλῶς ἂς
πᾶμε ἕνα σινεμά. — «Ἔτσι ἁπλῶς ἄς»... βέβαια... εἶναι
κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει καὶ ἐνέχει καὶ κάποιο περπάτημα,
μετάβαση, ἐπιστροφή... Ἄ, νά το: παίζουνε μιὰ καλή (!) ταινία
ἐδῶ κοντά, ἀπὸ κεῖνες, ξέρεις, ποὺ μ' ἀρέσουνε, πέφτει ξύλο,
βαρᾶνε, σκοτώνουνε συνέχεια, χωρὶς πολλὰ σασπένς,
retardation τεχνικὲς καὶ τρίχες... — Ὡραῖα, θὰ δοῦμε πάλι
αἷμα, ζωηρόχρωμο ἐπὶ σκηνῆς... Τὴν τέχνη θὰ ξεχάσουμε μιὰ
σκούρα δίψα μας νὰ ξεγελάσουμε... — Τὸ αἷμα μας πίσω θὰ
πάρουμε. Καὶ στὶς μία ὅλα θά 'χουν τελειώσει... — Ἂς ἔχουν,
λοιπόν, ὅλα τελειώσει... Τουλάχιστον ἐγὼ δουλεύω ἀκόμα,
ὑπνοβατῶ, ἂν θέλεις, ἀπ' τὸ πρωὶ ὣς τὸ μεσημέρι, ἀλλὰ — Πάλι
αὐτὴ ἢ καταραμένη ἔκφραση: «ἂν θέλεις», δὲν διάβασα, δὲν
ἄκουσα συνέντευξη τὰ πέντε τελευταῖα χρόνια, δὲν μίλησα μὲ
κάποιον ποὺ θά 'θελε κι αὐτὸς νὰ δώσει μιὰ συνέντευξη, καὶ νὰ
μὴν τὴ βρῶ μπροστά μου. Ἔ, δὲ θέλω λοιπόν, ἀφοῦ εἶναι ζήτημα βουλήσεως! — Ἐντάξει, ἴσως νὰ νομίζεις, σωστὰ νὰ κρίνεις
πὼς ὑπνοβατῶ, ἀλλὰ ἐγὼ πρέπει σίγουρα νὰ σηκωθῶ νωρίς. Καὶ
τελικὰ ἴσως νά 'ναι καλὸ αὐτό... "βολικό", δὲν ξέρω... δὲν
ξέρω κὰν τί θὰ γινόμουνα δίχως τὸ ὡράριο μιᾶς κανονικῆς
δουλειᾶς, ἕνα κομμάτι ἀπ' τὴν κοινὴ ἀνθρώπινη μέρα... Πῶς
μπορεῖς;... Στὶς μία θά 'χουν ὅλα τελειώσει. Κι ἐσὺ θὰ εἶσαι
φρόνιμος, δὲ θά 'σαι;... τὸ ὑποσχέθηκες. — Τὸ ὑποσχέθηκα;!
Πηγή: Τάκης Παυλοστάθης, Ποιήματα καὶ πεζά.
1964-1999. Προμετωπίδα: Γιῶργος Σκυλογιάννης, Κοσμήματα:
Δημήτρης Γέρος. Ἐπιμέλεια: Δημήτρης Ἀρμάος, ἐκδ. Νεφέλη,
Ἀθήνα, 2006.
Τάκης Παυλοστάθης (Ἄμφισσα,
1946-1999). Ποίηση, πεζό, κριτική. Ἐξέχουσα μορφὴ τῆς
ποίησής μας ἀπὸ τὴν μεταπολίτευση καὶ ἑξῆς, ἔδωσε μόνον δύο
βιβλία ὅσο ζοῦσε (Ὁ γυμνὸς ὀφθαλμὸς καὶ τὸ φασματοσκόπιο, ἰδιωτικὴ ἔκδοση, Ἀθήνα, 1974 καὶ Σημεῖα τοῦ ἐξαφανιζόμενου τρίτου [Ποιήματα
1973-1993], ἐκδ. Νεφέλη, Ἀθήνα, 1994) καὶ λιγοστὰ σκόρπια
δημοσιεύματα, ποὺ ἦταν ὅμως ἀρκετὰ γιὰ νὰ τοῦ ἐξασφαλίσουν
θερμοὺς φίλους καὶ θαυμαστές. Ἂν καὶ ὀλιγογράφος ἐκ φύσεως καὶ
ἐκ πεποιθήσεως, ἄφησε ὡστόσο ἕναν πολὺ μεγαλύτερο ὄγκο
εὐσυνείδητης, ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἀλλὰ καὶ ὥριμης παραγωγῆς, ποὺ
συγκεντρώθηκε —μερίμνῃ τοῦ Δήμου Ἀμφίσσης καὶ μὲ τὴν
ἐξαιρετικὴ ἐπιμέλεια τοῦ συντοπίτη του Δημήτρη Ἀρμάου—
στὴν ἔκδοση τῆς Νεφέλης τοῦ 2006, καὶ ποὺ ἀνασηματοδοτεῖ τὸν
ρόλο του στὶς πνευματικὲς ζυμώσεις, τὶς ἀναζητἠσεις καὶ τοὺς
προσανατολισμοὺς τῆς χώρας μας στὶς κρίσιμες δεκαετίες ποὺ
ἀκολούθησαν τὴν μεταπολίτευση. Ἕναν χρόνο ἀπὸ τὸν θάνατό
του τὸ περιοδικὸ Πλανόδιον ἀφιέρωσε τὸ τεῦχος του ἀρ. 31 (Ἰούνιος 2000) στὴ μνήμη του.
|
|
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου