Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

Κωνσταντίνος Μπούρας: Δημήτρης Ν. Μανιάτης, Η Καγκέλω

 

 Εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, επιμέλεια: Σάββας Σερέτης, Αθήνα Ιούνιος 2024, σελ. 64

  • Post author:

Η πρωτότυπη αφιέρωση «Σε όσα χάσαμε, με ευθύνη δική μας» δίνει έναν νοσταλγικό, καταγγελτικό τόνο. «Αισιοδοξία τής ανάμνησης», όπως έγραφε ο Ακαδημαϊκός Ευάγγελος Π. Παπανούτσος στην «Ψυχολογία» του. Motto δεν υπάρχει. Ίσως γιατί ο πρωτότυπος λόγος συμπεριλαμβάνει μια καλώς αφομοιωμένη κι επαρκώς μεταβολισμένη διακειμενικότητα.

Το πρώτο κεφάλαιο με τίτλο «ΕΛΕΥΣΙΝΑ» είναι αφιερωμένο στον στιχουργό Βασίλη Παπαδόπουλο.

Διαβάζουμε:

«Στα δέκα χρόνια από τον θάνατο του Στέλιου Κα-

ζαντζίδη, πήγα στο Νεκροταφείο της Ελευσίνας ένα

πρωί Κυριακής του Σεπτέμβρη, που έγινε το μνημό-

συνο από την οικογένεια και τους φίλους του. Ο ήλιος

έμοιαζε σαν τεράστιος προβολέας που φώτιζε τους τά-

φους. Είχε αέρα που σήκωνε σκόνη. Έμπαινε στα μά-

τια μας ή κλαίγαμε; Μια παρέα καμιά εκατοστή όλων

των ηλικιών στέκονταν προσοχή στο μεγάλο μνήμα.

Άλλος φώναζε, άλλος καθόταν σιωπηλός. Ένας μπάρ-

μπας κρατούσε ένα χάρτινο ομοίωμα του λαϊκού βάρ-

δου. Ο παπάς, ένας χοντρούλης από το Θριάσιο, στο

τέλος της δέησης είπε ακαπέλα και το “Μη μου λέτε

γι’ αυτή” για μερικά δευτερόλεπτα με τέτοιον τρόπο

που έμοιαζε με συνέχεια της ψαλμωδίας.»

 

Ιδιοφυής μυθοπλαστική επινόηση ενός περίγυρου απολύτως «πραγματικού» σε μια αληθοφανή ιστορία που θα ήταν «ρεαλιστική» εάν δεν είχε έντονο το στοιχείο τού ονειρικού συνειρμού και του αφηγηματικού παραμυθικού συγκρητισμού.

Η Καγκέλω είναι μια κακοποιημένη, καταπονημένη, ταλαιπωρημένη θηλυκότητα σε μια Αθήνα τής αστυφιλικής δεκαετίας τού 1960, τής άναρχης πολεοδομικής ανάπτυξης και της άναρχης βουλιμικότητας για ένυλες ηδονές.

Οι παρενδυτικοί μπορεί να είναι θεωρητικά αποδεκτοί στο σύγχρονο πολυπολιτισμικό κλεινόν άστυ τού Airbnb, όμως το εξωτικό Μεταξουργείο είχε και 60 χρόνια πριν τη δική του «Χαβάη», κέντρο διασκεδάσεως, στέκι ανορθόδοξων ερωτικών, άκρως ενδιαφερόντων οντοτήτων που προσέλκυαν το σεξουαλικό ενδιαφέρον διαφόρων αρσενικο-θηλυκοτήτων πάσης χώρας τε και φυλής.

Για την «Χαβάη» του Μεταξουργείου έγραψε πρώτο ο λογοτέχνης και σκηνοθέτης Θανάσης Σκρουμπέλος στα «ΜΠΛΕ ΚΑΣΤΟΡΙΝΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ – ΜΙΑ ΡΟΚ ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΤΑΡΑΓΜΕΝΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ’64», από τις εκδόσεις ΤΟΠΟΣ (ΜΟΤΙΒΟ ΕΚΔΟΤΙΚΗ), στη σειρά ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ, με χρονολογία τον Ιούνιο τού 2016.

Απ’ ό,τι μου είπε ο εκλεκτός συγγραφέας και διακεκριμένος δημοσιογράφος Δημήτρης Μανιάτης σε συνέντευξη για την έντυπη και ηλεκτρονική εφημερίδα Today Press, η Καγκέλω «είναι ένα επινοημένο από μένα πρόσωπο που κινείται μεταξύ των δύο φύλων, ένα ταλαιπωρημένο κορίτσι της δεκαετίας του 60 βαθιά κακοποιημένο που εργάστηκε στο θρυλικό στέκι της Χαβάης στο Μεταξουργείο, πρώτο κέντρο παρενδυτικών στην Ελλάδα.  Η επινοημένη της ιστορία- όνομα δίνει και τον τίτλο του μικρού βιβλίου μου. Ο βίος της όσο τον φωτίζω στις σελίδες – πυκνός και τραχύς – είναι συναρμολόγηση πολλών στοιχείων όχι ενός προσώπου αλλά πολλών προσώπων και έτσι συνηθίζω λογοτεχνικά να χτίζω τους χαρακτήρες μου: να είναι συγκερασμοί πολλών παθών, λαθών, χαρακτηριστικών ανθρώπων (θηλυκοτήτων, αρσενικοτήτων). Όλα σε μια κινούμενη άμμο. Νιώθω πως βουτώ τα χέρια μου στον πηλό και ξαναφτιάχνω ανθρώπους από το μηδέν. Κάπως με επηρέασε ο Θανάσης Σκρουμπέλος – σπουδαίος μας συγγραφέας και σκηνοθέτης- που με τα Μπλε Καστόρινα Παπούτσια μας εισήγαγε στον κόσμο της Χαβάης του Κολωνού και γι’ αυτό του αφιερώνω την ιστορία αυτή».

Κι όσον αφορά την αναπόφευκτη (ή μη) ενσωμάτωση αυτοβιογραφικών στοιχείων, προσλαμβανουσών εικόνων, διαμεσολαβημένων εμπειριών ή βιωμάτων, μού απάντησε ευθαρσώς: «Αναμφισβήτητα τα εντάσσω. Αλλά ξέρετε όταν ξεκινώ να γράφω, δηλαδή να σμιλεύω, δηλαδή να χτίζω, να προσθέτω ή να αφαιρώ (βασικά να αφαιρώ) χάνεται μέσα μου η αλήθεια, το ψέμα και οι μεταξύ τους ζώνες. Ας πούμε πως γράφω σαν να ονειρεύομαι άρα και βιογραφικά στοιχεία διασώζονται και πολλά επινοημένα. Μα τι είναι η Λογοτεχνία, δεν είναι η δημιουργία με όσα υλικά κουβαλάς;».

Τελικά, σε αυτό το διαφορετικό, εξαιρετικό, προσεγμένο πόνημα, φαίνεται πως ο χωροχρόνος καθορίζει ως αχανές, τεράστιο, απροσδιόριστο εν πολλοίς «σκηνικό» τόσο τη δράση όσο και την συμπλοκή των δραματικών προσώπων μεταξύ τους. Το «πού» και «πότε» γίνεται «ποιος», «πώς» κι από αυτό προκύπτει αβίαστο το «τι» χωρίς να βρίσκεται απαραίτητα μία και μόνη απάντηση το πολυπόθητο «γιατί». Γιατί συμβαίνουν όλα στην Λογοτεχνία;

Μεταξουργείο, Χαβάη, Μύκονος (τόπος καταγωγής τού Δημήτρη Μανιάτη), Ελευσίνα, οδός Πατησίων, Τήνος και πολλοί άλλοι ιστορικά ή μυθολογικά φορτισμένοι γεωγραφικοί τόποι συνθέτουν ένα αλλοδιαστασιακό οραματικό πεδίο πολυποίκιλων προβολών τόσο τού ατομικού όσο και του συλλογικού Υποσυνειδήτου. Το Ασυνείδητο είναι μια άλλη, ενοχικού τύπου, εμφυλοχώρα.

Ο Δημήτρης Μανιάτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Ανάμεσα στα βιβλία του συγκαταλέγονται τα ευειδή πονήματα:  Εγώ είμαι ένας άλλος (2014, Μετρονόμος), Ληστής (2015, Carousel), Πάνος Γαβαλάς: Μια φωνή όλο φως» (2018, Α.Α. Λιβάνη), Τραμπ και Ζαμπέτας: Τα εναλλακτικά (2018, Εύμαρος), Μπρούντζινος (2021, Μετρονόμος). Έχει συμμετάσχει με κείμενά του στους σε συλλογικούς τόμους όπως: Η Ελλάδα στη Δεκαετία του ’80 (Επίκεντρο) Βασίλης Τσιτσάνης (ΔΟΛ), Μίκης Θεοδωράκης: Διάλογοι στο Λυκόφως (Ιανός), Πάνος Γεραμάνης (ΔΟΛ), Λέων Τολστόι: Πόλεμος και Ειρήνη. Διασκευή των Ιόλης Ανδρεάδη- Άρη Ασπρούλη (ΚΑΠΑ Εκδοτική).

Ας ρίξουμε όμως τώρα μια ματιά στα Περιεχόμενα αυτού τού καλοτάξιδου τόμου, τα οποία συνθέτουν ένα άλλο, ελλειπτικό, περιληπτικό «μετά-κείμενο»:

ΕΛΕΥΣΙΝΑ, ΜΠΙΛΙ, ΚΑΡΛΤΟΝ, ΠΑΛΤΟ, ΑΪΖΕΝΣΤΑΪΝ, ΜΕΝΤΙΟΥΜ, ΣΤΟΥ ΚΩΤΤΑ, ΧΑΒΑΗ, ΔΥΟ ΧΩΡΙΑ, ΟΣΚΑΡ, ΜΑΓΝΗΤΟΦΩΝΟ, ΜΑΥΣΩΛΕΙΟ, ΠΟΥ ‘ΣΑΙ ΤΩΡΑ.

 

Και μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα, όχι ως «δείγμα γραφής» αλλά ως φόρο τιμής σε μια γραφή καθαρά ουμανιστική και φιλάνθρωπη:

«…Το ίδιο σκάσιμο-μούδιασμα μέσα στο κεφάλι

και αμέσως και ο παραγωγός κούκλος και όλα καλά.

Μέχρι και τα καλώδια τα έβλεπε σαν ωραία φίδια

που τα τύλιγε στα χέρια του σαν Αφρικανός μάγος.

Μια χαρά. Ποτήρι να υπάρχει και σου στήνω εγώ,

κύριε, δέκα συναυλίες Λυκαβηττό-Κατράκειο. Να τρί-

βεις και τα δάχτυλά σου. Και κάθομαι και ακούω

και τον τάδε. Φτιαγμένος. Λάσπη. Μια χαρά. Εγώ

το χτίζω, εγώ το γκρεμίζω. Απόψε, ας πούμε, θα

κάτσω. Α, όλα κι όλα. Απόψε έχει αφιέρωμα στον

Μεγάλο. Μπορεί ο Μεγάλος να μην τραγουδά πια

και να έχει αποσυρθεί σαν ψαράς με πετονιές στο Αυ-

λάκι, αλλά οι αδυναμίες, αδυναμίες. Του θυμίζει και

τον πατέρα του που του τον έμαθε. Μετανάστης στην

Γερμανία το ’60. Του ’λεγε και μια ιστορία. Ένας από

την Άμφισσα, μένανε στην ίδια εστία ένα δωμάτιο 20

τετραγωνικά στο Μόναχο, κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί

έκανε τον σταυρό του, φίλαγε την φωτογραφία του

Μεγάλου και έπεφτε για ύπνο. Ένας άλλος έλεγε πως

είχε μια τσατσάρα που κάποτε ανήκε στον Μεγάλο.

Και έπαιρνε δυο δραχμές για όποιον ήθελε να την

ακουμπήσει. Αγίασμα. Εντάξει, ο Μάκης άλλη γενιά.

Του ακούγονταν υπερβολές δαύτα. Είχε τελειώσει και

ΤΕΙ δομικών έργων. Μια κάποιου είδους λογική την

είχε πριν βυθιστεί στο ξύδι. Αλλά η φωνή, φωνή. Τι

να λέμε τώρα… Έκαιγε τα μικρόφωνα.»

 

Σύντομα κεφάλαια, κρουστά, συνυφασμένα με τα κοινωνικοπολιτικά δρώμενα τής ιστορικής εκείνης εποχής με την άνοδο τού ΠΑΣΟΚ.

Διαβάζουμε από το κεφάλαιο με τίτλο «ΣΤΟΥ ΚΩΤΤΑ», αφιερωμένο στον Νίκο Ανδρουλάκη:

«Ένα καθρεφτάκι με κόκκινη κορνίζα. Στερεωμένο

στον τοίχο του καμπινέ. Ο νεροχύτης με την σιδερένια

βρύση παλιός και ένα μπουκάλι από οινόπνευμα που

μέσα είχε ανακατεμένο νερό και σαπούνι τοποθετημέ-

νο δεξιά πίσω απ’ την βρύση. Στο τέταρτο κονιάκ με

πάγο ένιωσα μια σουβλιά αριστερά του μετώπου μέχρι

μέσα. Πήγα στο μπάνιο την ώρα που δυο κωλαράκη-

δες ναύτες χόρευαν ένα πολύ γρήγορο χασαποσέρβικο.

Πέρασα δίπλα τους πολύ προσεκτικά, τόσο που κου-

τούλησα το γόνατο στην γωνία του τραπεζιού. Καρφί.

Άνοιξα την βρύση, το νερό παγωμένο. Άρχισα να ρίχνω

στο πρόσωπό μου. Έβρεξα το πουκάμισο, το παντελό-

νι. Με κοίταξα στον μικρό καθρέφτη. Προς στιγμήν

αυτός θόλωσε. Μα δεν ήμουν εγώ. Μα πώς γίνεται;

Το κεφάλι μου είχε αντικατασταθεί από άλλο. Στην

αρχή πήρε την μορφή του Σβορώνου, από το κεφάλι

που είναι στο Πολυτεχνείο και είχε φτιάξει ο Μέμος

Μακρής. Μετά έγινε για λίγο άλλο. Καταστάλαξε σε

κάτι απίστευτο. Σε αυτό του Ανδρέα Παπανδρέου. Λες

να είχα επηρεαστεί που ήμουν στην Πάτρα; Ή μήπως

επειδή νωρίτερα ο Κώττας έπαιξε το “Αυτός ο άν-

θρωπος, αυτός” της Ρίτας Σακελλαρίου που χόρευε

ο μακαρίτης και του βάραγε παλαμάκια ο Γιώργος

ο Κατσιφάρας; Δοκίμασα να μιλήσω και η φωνή μου

είχε γίνει σκέτη μπάσα σαν του Ανδρέα. “Ελληνικέ

λαέ”. Μαλλί μπροστά μηδέν, φαβορίτες παχιές τετρα-

γωνισμένες. “Ο λαός δεν ξεχνά τον φαύλο τον κρε-

μά”. Μαλάκα, τι λέω; Και πώς θα επιστρέψω στην

κάμαρα του Κώττα με τα τραπέζια, τα ουίσκια και

τους μεθυσμένους; Πώς θα αντιδράσουν, άραγε, αν

δουν τον Ανδρέα; Δοκίμασα να μιλήσω: “Το ΠΑΣΟΚ

είναι εδώ”. Την ψώνισα.»

 

Στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο με τίτλο «ΧΑΒΑΗ», που το αφιερώνει ο καλός σεβαστικός συγγραφέας Δημήτρης Μανιάτης στον Θανάση Σκρουμπέλο διαβάζουμε ένα λόγο δραματικό με κινηματογραφικές περιγραφές και έντονη προφορικότητα:

«Έκανε κρύο μέσα και δεν βγάλαμε τα μπουφάν κα-

θώς κινηθήκαμε προς τα ψηλά σκαμπό του πάσου της

μακρόστενης καφετέριας. Ο Σπύρος ήταν κουρασμένος

και οι αυλακιές στο πρόσωπό του σαν να είχαν βα-

θύνει, ενώ κάτω από τα μάτια του οι μαύροι κύκλοι

ήταν τόσο μαύροι που μοιάζανε με κοφτές πινελιές

από μέικ απ από άμπαλη μακιγιέρ. Κι εγώ δεν ήμουν

στα καλύτερά μου, αλλά η δεκαετία που μας χώρι-

ζε έμοιαζε οχυρό για την δική μου κούραση. Ακόμα.

Σαράντα πέντε εγώ. Πενήντα πέντε ο Σπύρος. Έχει

διαφορά. Γιαυτό και πάντα στα τηλέφωνα με προσφω-

νούσε “νέο”. Πήραμε κάτι εσπρέσο της συμφοράς σε

φλιτζάνια τούρκικου. Η κοπέλα, με κολάν, συμπα-

θέστατη, έτρωγε αργά ένα σάντουιτς όρθια ακουμπι-

σμένη στον πάγκο. Χαμογελούσε όποτε την κοιτούσα.

Και; Καμία ερωτική επιθυμία δεν είχα εδώ και μήνες.

Λες να μην είμαι καλά; Λένε πως είναι ένα πολύ κακό

σημάδι αυτό και είναι και προάγγελος κακού. Η σιδε-

ρένια πόρτα ορθάνοιχτη, έμοιαζε εντελώς παραδομένη

στον κρύο αέρα που έμπαινε ορμητικός στο κωλομά-

γαζο που κάτσαμε. Είχε διάλειμμα η συνεδρίαση του

κόμματος στο διπλανό ξενοδοχείο και με τον Σπύρο

δεν αντέχαμε άλλο στο υπόγειο με την ζέστη και τα

πηγαδάκια των φωνακλάδων κομματικών. Βγήκαμε

για λίγο αέρα αλλά, ρε φίλε, το παρακάνατε εδώ. Κι

αυτή, ρε συ, δεν κρυώνει; Ένα μακό, ένα κολάν, αθλη-

τικό παπούτσι λευκό. Να μου πεις είναι πιτσιρίκα.

Εμείς στην πρώτη στροφή. Έχουμε ήδη φάει το πρώτο

κλάδεμα του χρόνου. Ο μεγαλύτερος κόφτης είναι ο

χρόνος. Καλιτζάκης. Αυτή πάλι στην αρχή της ανη-

φόρας. Όσο κι αν είναι δύσκολα, την φωτίζει ακόμη

μια χαρά ο ήλιος. Πήγα για κατούρημα. Κατέβηκα

με προσοχή την σιδερένια σκάλα για το υπόγειο. Ένα

χωλ κι ένας καμπινές. Στο χωλ ένα φως. Πλησίασα

να πιάσω τους τοίχους του υπογείου. Η υγρασία είχε

μαυρίσει πολλά σημεία. Η μπογιά ένα χρώμα ξεθω-

ριασμένο γαλάζιο. Μερικά συνθήματα με μαρκαδόρο.

“Σε ζητώ όπως το χώμα τη βροχή”. Από τραγούδι

της Μαρινέλλας. Εδώ δεν φτάνουν οι κομματικοί. Πού

να φτάσουν; Οδός Οδυσσέως, ρε φίλε. Μου ’σκασε η

οδός ακριβώς. Εδώ ήταν ή παραπέρα! Ρε συ, εδώ.

Υπόγειο ήταν, πάντως, και έκλεισε απότομα και με

βίαιο τρόπο».

 

Σύντομα κεφάλαια, γοργή αφήγηση αλλά όχι ασθματική, προσεκτικά επιλεγμένες οι λέξεις, οι σιωπές, τα σημεία στίξης τοποθετημένα μουσουργικώ τω τρόπω. Το ζητούμενο εδώ είναι η επαγωγικώς μεταδιδομένη ατμόσφαιρα, η εξασκούμενη ενσυναίσθηση, ο κοπετός που γίνεται στεναγμός και αμέσως μετά ανακούφισις δια του έρωτος, γαλήνη φιλειρηνική, φιλάνθρωπη. Κάπου κοντά στην πλατεία Ομονοίας η ευδοκία των λαών εξαρτάται από την ανεκτικότητα των ανθρώπων, από την αλληλεγγύη τους, από την έμφυτη ανάγκη του να αναγνωρίσουν το διαφορετικό, να το αγκαλιάσουν, να το αγαπήσουν.

Φιλότης εναντίον Νείκους: δύο-μηδέν!!!

Ας ήτανε ένας νικηφόρος ποδοσφαιρικός αγώνας ετούτη η τρομακτική μετάβαση στην επόμενη πολιτισμική φάση και ας βιώσουμε όλοι/όλες/όλα μαζί την καινούργια Αναγέννηση.

Βιβλία σαν αυτό συμβάλλουν στον απολύτως σύγχρονο Διαφωτισμό, αναγκαία και ικανή συνθήκη για την Ειρήνη, την Δημοκρατία, την Ισότητα, την Δικαιοσύνη, την Αειφόρο Ανάπτυξη, για τον σεβασμό στον πανέμορφο πλανήτη Γη και σε όλα τα όντα, σε όλα τα στοιχεία που τον συναπαρτίζουν. Αμήν και πότε. Γέγονε!!!

 

Δρ Κωνσταντίνος Μπούρας https://konstantinosbouras.gr ποιητής, θεατρολόγος, μεταφρασεολόγος και κριτικός

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου