Γιάννης Τόλιος, διδάκτωρ Οικονομικών, ερευνητής-συγγραφέας
Εισαγωγή
Την τελευταία 50ετία στην Ελλάδα,
συντελέστηκαν σημαντικά πολιτικά και οικονομικά γεγονότα που άλλαξαν σε μεγάλο
βαθμό την όψη της ελληνικής κοινωνίας. Το 1974 ήταν χρονιά κατάρρευσης της
Χούντας, κάτω από την πολύμορφη αντίσταση του ελληνικού λαού, της εξέγερσης του
Πολυτεχνείου και προδοσία της Κύπρου από επίορκους χουντικούς στρατιωτικούς.
Ταυτόχρονα η βαθιά διεθνής κρίση 1973-74 με αιχμή την «πετρελαϊκή», ενέτειναν
τις «αναταράξεις» στην ελληνική κοινωνία και σηματοδότησαν το πέρασμα στη
λεγόμενη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Στο παρόν κείμενο θα περιοριστούμε στη
συνοπτική εξέταση βασικών κεφαλαιακών αναδιαρθρώσεων στη βιομηχανίας, την
αποχώρηση παλαιών και δημιουργία νέων βιομηχανικών ομίλων και στην πολιτική της
βιομηχανικής ελίτ και των προεκτάσεων της στο πεδίο των κοινωνικό-πολιτικών
σχέσεων ως σήμερα.
1.Οικονομική κρίση, αναδιάρθρωση βιομηχανικής δομής και βιομηχανική
πολιτική
Το μεταπολεμικό «μοντέλο» βιομηχανικής ανάπτυξης και το όλο πλέγμα σχέσεων κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου, βρέθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στη δίνη μιας βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης.
Στο οικονομικό πεδίο η κρίση εκδηλώθηκε με τα αδιέξοδα ενός τρόπου ανάπτυξης και κρατικής παρέμβασης που διαμορφώθηκε μεταπολεμικά και εκφράστηκε στη σημαντική υποχώρηση βασικών οικονομικών δεικτών (ζήτηση, παραγωγή, επενδύσεις, απασχόληση) και όξυνση σειράς διαθρωτικών προβλημάτων (ισοζύγιο πληρωμών, προβληματικότητα μεγάλων επιχειρήσεων, αύξηση ανεργίας, κ.ά.). Η σφοδρότητα της κρίσης δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε εσωτερικές αιτίες, αλλά και στη μετακύλιση συνεπειών της διεθνούς κρίσης, ιδιαίτερα της «πετρελαϊκής» στην ελληνική κοινωνία. Η κρίση σηματοδότησε την έναρξη μιας διαδικασίας βιομηχανικής αναδιάρθρωσης, τεχνολογικού και παραγωγικού εκσυγχρονισμού με εφαρμογή από την κυβέρνηση της ΝΔ προνομιακών ρυθμίσεων (φθηνής χρηματοδότησης, επενδυτικών κινήτρων, επιδοτήσεις εξαγωγών, κ.ά.) που συνέβαλαν στη δημιουργία μια νέας μονοπωλιακής δομής.Ωστόσο το «θερμοκηπιακό»
περιβάλλον της ελληνικής βιομηχανίας στο τέλος δεκαετίας ’70 άλλαξε δραστικά,
τόσο εξ αιτίας της διεθνούς συγκυρίας (υπερεθνικές κινήσεις κεφαλαίων, ένταξη
της χώρα στην ΕΟΚ 1/1/1981), αλλά και της αποδυνάμωσης ορισμένων κρατικών
ρυθμίσεων, την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού κινήματος, παράλληλα με την απουσία
μακροπρόθεσμου σχεδίου προσαρμογής στα νέα τεχνολογικά και παραγωγικά δεδομένα.
Το αποτέλεσμα ήταν η εμφάνιση εκατοντάδων «προβληματικών επιχειρήσεων» με κύριο
χαρακτηριστικό την υπερχρέωση και «ηθική απαξίωση» του τεχνολογικού τους
εξοπλισμού με αποτέλεσμα φαινόμενα «αποβιομηχάνισης» και παραγωγικής
αποδιάρθρωσης κλάδων και περιοχών. Παρ’ όλα αυτά αργά και βασανιστικά, από τα
μέσα της δεκαετίας ’80 άρχισαν να γίνονται βήματα εκσυγχρονισμού (τεχνολογικού
και οργανωτικού) που είχαν γνωρίσματα του «μεταφορντικού» μοντέλου οργάνωσης που
ήδη εφαρμόζονταν σε βιομηχανίες άλλων χωρών. Ωστόσο η μικρο-μεσαία βιομηχανία
παρουσίαζε μεγάλη υστέρηση και προσπαθούσε να κρατηθεί σε ορισμένους θύλακες
βιομηχανικής παραγωγής στην εσωτερική αγορά, όπου είχαν μικρή ανταγωνιστική
πίεση από εγχώριες και ξένες μεγάλες επιχειρήσεις.
Οι διαδικασίες βιομηχανικής
αναδιάρθρωσης επέφεραν σημαντικές ανακατατάξεις στη μονοπωλιακή δομή της
βιομηχανίας. Παλιά «τζάκια» έσβησαν ενώ δημιουργήθηκαν νέα! Μεγάλες βιομηχανίες
μετατράπηκαν στη «δίνη» της κρίσης σε «προβληματικές επιχειρήσεις», ενώ μεγάλοι
βιομηχανικοί όμιλοι (Πειραϊκή-Πατραϊκή, Σκαλιστήρη, Μποδοσάκη, κ.ά.), άρχισαν
βαθμιαία να «σβήνουν» φορτώνοντας σε κρατικές τράπεζες και στον «Ο.Α.Ε»,
δεκάδες δις χρέη. Ταυτόχρονα νέοι βιομηχανικοί όμιλοι με πολυκλαδική διάθρωση
άρχισαν όπως θα δούμε στη συνέχεια, να αναδύονται (πχ. Βαρδινογιάννη, Κόκκαλη, Στασινόπουλου,
Δασκαλόπουλου, Φιλίππου, Λεβάντη-Ιωάννου, κ.ά.), καταλαμβάνοντας «δεσπόζουσα
θέση» σε διάφορους κλάδους της βιομηχανίας και της ελληνικής οικονομίας.
Οι διαδικασίες βιομηχανικής
αναδιάρθρωσης συνοδεύονται από ουσιαστικές αλλαγές στις «εργασιακές σχέσεις (επίπεδο
και μορφές απασχόλησης, χρόνο εργασίας, συνθήκες εργασίας, συστήματα και ύψος
αμοιβών, συλλογικές διαπραγματεύσεις, συνδικαλιστική δραστηριότητα, κ.ά.), οι
οποίες αποτέλεσαν βασικό στοιχείο αναδιάρθρωσης και ενίσχυσης των σχέσεων
κυριαρχίας του μονοπωλιακού κεφαλαίου στην οικονομία. Πρόκειται για μια
διαδικασία που εκ μέρους της εργοδοσίας είχε χαρακτηριστικά «κοινωνικής ρεβάνς»,
με την αφαίρεση κατακτήσεων της περιόδου 1975-85 και ένταση της εκμετάλλευσης.
Έχοντας ως μοχλό πίεσης σε βάρος των εργαζόμενων την αυξανόμενη ανεργία και την
ύπαρξη σημαντικού αριθμού οικονομικών μεταναστών, επέβαλαν βαθμιαία καθεστώς
συσσώρευσης κεφαλαίου τύπου Ν.Α./Ασίας, με ενίσχυση της κερδοφορίας μέσω
χρησιμοποίησης παλιών και νέων μορφών απόσπασης «απόλυτης» και «σχετικής»
υπεραξίας. Στις πιο πάνω αναδιαρθρώσεις αρχικά άνοιξε δρόμο η κυβέρνηση Σημίτη
και συνέχισε στην πορεία η κυβέρνηση Μητσοτάκη της ΝΔ με την προώθηση του
νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης.
Από την άλλη η βιομηχανική
πολιτική στη δεκαετία ’80 και ’90, χαρακτηριζόταν από αντιφατικότητα
(προσπάθειες εφαρμογής «κλαδικών πολιτικών» και στην πορεία εγκατάλειψή τους
υπέρ των «οριζόντιων μέτρων») και από αναποτελεσματικότητα (αδυναμία
διασφάλισης μηχανισμών αλλαγής της παραγωγικής βάσης), καθώς και από αδυναμία
παρακολούθησης των διεθνών εξελίξεων (μη προσαρμογή στις κατευθύνσεις ευελιξίας
των αγορών κεφαλαίου, εισαγωγή νέας τεχνολογίας κ.ά.). Στην εφαρμογή άμεσων και
έμμεσων μέτρων βιομηχανικής πολιτικής, επικράτησαν ουσιαστικά οι «στενές» επιλογές
του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το τελευταίο εθισμένο στο συνδυασμό φιλελεύθερης
δράσης και γενικευμένων επιδοτήσεων του παρελθόντος, επεδίωξε στις νέες
συνθήκες να βρει διέξοδο προς την ίδια κατεύθυνση, συγκεντρώνοντας την προσοχή
του στη μείωση των εργατικών αμοιβών και στην άρνηση εφαρμογής συγκροτημένης
και ενεργητικής βιομηχανικής πολιτικής, όπως έκαναν άλλες χώρες. Οπωσδήποτε το
γεγονός ένταξης της χώρας στην ΕΟΚ, περιόριζε τα περιθώρια εφαρμογής μιας
εθνικής στρατηγικής στη βιομηχανία, παρ’ ότι άφηνε περιθώρια για την εφαρμογή
«οριζόντιων μέτρων», δηλαδή «μη-επιλεκτικών» πολιτικών όπου όλες οι
επιχειρήσεις είχαν πρόσβαση σε αυτές. Ωστόσο η χώρα, όπως επισήμαινε σχετική
μελέτη του Ινστιτούτου Εργασίας-ΙΝΕ/ΓΣΕΕ (1994), χρειαζόταν μια βιομηχανική
πολιτική «επιθετικών αναδιαρθρώσεων» με ανάδειξη νέων βιομηχανικών
δραστηριοτήτων, με αύξηση της απασχόλησης και αναβάθμισης του εργατικού
δυναμικού, καθώς και νέου πλαισίου εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής που θα
προστάτευε τη μισθωτή εργασία, θα τόνωνε την ενεργό ζήτηση, κ.ά.
2.Διαδικασίες συγκέντρωσης κεφαλαίου, βιομηχανικοί όμιλοι, βιομηχανική ελίτ
Σημαντικός παράγοντας των κεφαλαιακών
αναδιαρθρώσεων και ενίσχυσης του μεγέθους των επιχειρήσεων, ήταν οι «εξαγορές-συγχωνεύεις»
(Ε&Σ), βασική μορφή «συγκεντροποίησης» του κεφαλαίου. Στη δεκαετία 1985-95 στην
ελληνική οικονομίας πραγματοποιήθηκαν πάνω από 250 «Ε&Σ» από τις οποίες 130
αφορούσαν βιομηχανικές επιχειρήσεις, στις οποίες αντιστοιχούσε 8,5% του κύκλου
εργασιών όλων των εταιριών της μεταποίησης και αποτέλεσαν σημαντικό βήμα προς
τη δημιουργία μεγάλων βιομηχανικών ομίλων. Σημαντικό μερίδιο στις «Ε&Σ» είχαν
και ξένα πολυεθνικά συγκροτήματα, κυρίως από ΕΟΚ και ΗΠΑ, σε κερδοφόρους
κλάδους της μεταποίησης, οι οποίες ήταν σε μεγάλο βαθμό προϊόν «συμμαχιών»
μεταξύ ελληνικών και ξένων εταιριών προκειμένου οι πρώτες να έχουν τεχνολογική
στήριξη και πρόσβαση στη διεθνή αγορά, παραχωρώντας ένα ποσοστό συμμετοχής στο
εταιρικό τους κεφάλαιο και οι δεύτερες για να εξασφαλίσουν παρουσία σε
κερδοφόρους τομείς στην εγχώρια αγορά. Κάτω από τις διαδικασίες συγκέντρωσης
και συγκεντροποίησης κεφαλαίου στη βιομηχανία (μεταποίηση-εξόρυξη-ενέργεια) στα
τέλη της δεκαετίας ’90, είχαν δημιουργηθεί γύρω στους 30 μεγάλους βιομηχανικούς
ομίλους και 60 μικρότερους. Την ίδια περίοδο στο σύνολο της οικονομίας, είχαν
δημιουργηθεί γύρω στους 80 μεγάλους και περίπου 200 μικρότερους ομίλους.
Από το σύνολο των βιομηχανικών
ομίλων, οι μεγάλοι είχαν κατά κανόνα μονοπωλιακή θέση σε κάποιο κλάδο
δραστηριότητας, μέσω κυρίως της βασικής εταιρίας, ενώ πολλοί είχαν πολυκλαδική
διάθρωση και ορισμένοι αλληλοσυνύφανση κεφαλαίων με τραπεζικούς ομίλους αποκτώντας
χαρακτηριστικά χρηματιστικών ομίλων. Επίσης ορισμένοι είχαν διεθνή επέκταση και
χαρακτηριστικά πολυεθνικών ομίλων, ενώ αντίστροφα ξένοι πολυεθνικοί όμιλοι κατείχαν
ισχυρή θέση σε κλάδους της ελληνικής οικονομίας στα πλαίσια της πολυεθνικής
τους δράσης. Από το σύνολο των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων, θα περιοριστούμε σε
συνοπτική αναφορά στους 10 μεγαλύτερους. Ειδικότερα: 1) Όμιλος Βαρδινογιάννη
(βασική εταιρία «Motor Oil», με σύνολο θυγατρικών 71 εταιρίες, από τις οποίες 17
στο εξωτερικό), 2) Όμιλος ΑΓΕΤ Ηρακλής (ιταλο-ελληνικός, με 28 εταιρίες, 10
εξωτερικό), 3) Όμιλος Στασινόπουλου (Βιοχάλκο, με 61 εταιρίες, 2 εξωτερικό), 4)
ΔΕΠ (ΕΛΔΑ, κρατικός, 8 εταιρίες), 5) Όμιλος Κανελλόπουλου-Παπαλεξόπουλου
(Τιτάν, 47 εταιρίες, 12 εξωτερικό), 6) Όμιλος Κόκκαλη (Ιντρακόμ, 32 εταιρίες,
11 εξωτερικό), 7) Όμιλος Λεβέντη-Ιωάννου (Τρία Έψιλον/3Ε, 46 εταιρίες, 24
εξωτερικό), 8) Όμιλος Δασκαλόπουλου (ΔΕΛΤΑ, 18 εταιρίες, 8 εξωτερικό), 9)
Όμιλος Φιλίππου (ΦΑΓΕ, 22 εταιρίες, 3 εξωτερικό), 10) Όμιλος Παπαστράτου
(Παπαστράτος, 11 εταιρίες, 2 εξωτερικό), κλπ. Όσο για τους ξένους υπο-ομίλους
πολυεθνικών εταιριών, οι τρεις μεγαλύτεροι ήταν: Siemens/γερμανικός με 8 εταιρίες, Unilever/αγγλο-ολλανδικός με 7 εταιρίες, Nestle/ελβετικός με 9 εταιρίες, κλπ.[1]
Οι βασικοί μέτοχοι των μεγάλων
βιομηχανικών ομίλων, αποτελούσαν τη βιομηχανική ελίτ της χώρας, οι οποίοι εξέφραζαν
τα ατομικά και «συλλογικά» τους συμφέροντα, τόσο από τους κλαδικούς και
περιφερειακούς βιομηχανικούς συνδέσμους, όσο και σε πανελλαδικό επίπεδο μέσω
του ΣΕΒ (Σύνδεσμος Βιομηχανιών Ελλάδος), ενώ σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, μέσω
εκπροσώπησης στη «Στρογγυλή Τράπεζα των Ευρωπαϊκών Βιομηχανιών» (Round Table of European Industrialists) και άλλους θεσμούς. Ωστόσο σημαντικά κανάλια προώθησης
των ειδικότερων και γενικότερων συμφερόντων τους, ήταν μέσω των επίσημων και
άτυπων μορφών «διαπλοκής συμφερόντων» με κύκλους της πολιτικής ελίτ σε εθνικό
επίπεδο, καθώς και μέσω του συστήματος «λόμπι» σε υπερεθνικό επίπεδο.
3.Η κρίση 2008, Μνημονιακές πολιτικές και κεφαλαιακές ανακατατάξεις
Η βαθιά κρίση του 2008, ήταν
ταυτόχρονα κρίση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος
και ταυτόχρονα κρίση της ΕΕ και Ευρωζώνης, μαζί και κρίση της ελληνικής
οικονομίας. Η Ελλάδα στην πρώτη δεκαετία του νέου αιώνα, είχε συγκυριακά μια
ανοδική πορεία, χάρις στην πραγματοποίηση μεγάλων έργων υποδομής (κυρίως λόγω
«Ολυμπιακών Αγώνων»), που η χρηματοδότηση τους έγινε μέσω «ανοιγμάτων» (ελλειμμάτων)
του κρατικού προϋπολογισμού και κάλυψη τους με εσωτερικό κρατικό δανεισμό σε
εθνικό νόμισμα. Ωστόσο με την ένταξη στην ευρωζώνη, τα δάνεια μετατράπηκαν σε
ευρώ, ανεβάζοντας το δημόσιο χρέος στο 128% του ΑΕΠ. Το ξέσπασμα της κρίσης διέλυσε
τις αυταπάτες που καλλιεργούσε η άρχουσα τάξη «περί ισχυρής οικονομίας» και
αποδείχτηκε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωζώνη (2000), εκτός από
ψευδεπίγραφη (παραποίηση οικονομικών δεικτών για έλλειμμα, χρέος, κ.ά., από την
κυβέρνηση Σημίτη), ήταν συνολικά ασύμφορη λόγω απώλειας της νομισματικής
κυριαρχίας και αδυναμίας αντιμετώπισης της κρίσης δημόσιου χρέους. Η διαχείριση
του τελευταίου οδήγησε στην επιβολή Μνημονίων με απόφαση των υπερεθνικών
οργάνων της Ευρωζώνης και εφαρμογή τους από τις κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που εκτός
από αύξηση του δημόσιου χρέους λόγω πρόσθετου δανεισμού από την «τρόϊκα»
(ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ), συνοδεύτηκε και από ακραία μέτρα λιτότητας (περικοπές μισθών,
συντάξεων, κοινωνικών δαπανών, κ.ά.), με αποτέλεσμα μια τεράστια ανακατανομή
εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων και λαϊκών στρωμάτων, καθώς και το ξεπούλημα
κερδοφόρων ΔΕΚΟ και δημόσιας περιουσίας, για την εξυπηρέτηση των δανείων.
Τα Μνημονιακά μέτρα, οδήγησαν
στην παραγωγική συρρίκνωση και μείωση του ΑΕΠ κατά 25,6%, εκρηκτική αύξηση της
ανεργίας (από 8% σε 27%), κλείσιμο 250.000 μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς και
σε εκτεταμένες κεφαλαιακές αναδιαρθρώσεις. Η εγχώρια ολιγαρχία μαζί και η
βιομηχανική ελίτ, για την προστασία των δικών της πολιτικών και οικονομικών
συμφερόντων, πρωτοστάτησε στην επιβολή των Μνημονιακών μέτρων που βύθισαν την
ελληνική οικονομία σε πρωτοφανή κρίση και έφεραν τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού
λαού στην εξώπορτα του Άδη! Ταυτόχρονα διατηρήθηκαν τα διάφορα «θεσμικά
προνόμια» (φορολογικά, επιχορηγήσεις, κ.ά.) υπέρ της οικονομικής ελίτ, καθώς
και τα κρυφά κανάλια φοροδιαφυγής, κυρίως μέσω «off-shore» εταιριών, όπως επίσης και η
μαζική φυγή κεφαλαίων στις ελβετικές τράπεζες (σύμφωνα με τις αποκαλύψεις της
«λίστας Λαγκάρντ»), κ.ά.
Η κρίση και τα Μνημόνια επέφεραν και
ορισμένες ανακατατάξεις στους κόλπους της οικονομικής ελίτ. Όλες οι κρατικές
τράπεζες πέρασαν στη διάρκεια της δεκαετίας των Μνημονίων, σε ξένους κυρίως
τραπεζίτες, ενώ το κόστος «ανακεφαλαιοποίησης» τους (40 δις €) φορτώθηκαν στις
πλάτες του ελληνικού λαού. Επίσης έγινε αρπαγή μεγάλων δημόσιων επιχειρήσεων
κοινής ωφέλειας από εγχώριους και ξένους ολιγάρχες. Ανακατατάξεις επήλθαν και στους
κόλπους των βιομηχανικών ομίλων και της βιομηχανικής ελίτ. Μεταξύ των δέκα μεγαλύτερων
ομίλων, σημαντική θέση κατέλαβε ο Όμιλος Λάτση μετά την απόκτηση των ΕΛΠΕ, ο
Όμιλος Μυτιληναίου στην ενέργεια, κ.ά., ενώ ο γερμανικός Όμιλος «Deutsche Telecom» απόκτησε τον έλεγχο του Ομίλου ΟΤΕ, ο Όμιλος ΔΕΗ πέρασε
κατά πλειοψηφία στον έλεγχο ιδιωτών κεφαλαιούχων, κλπ.[2]
Στη διάρκεια της κρίσης και
ειδικότερα την τελευταία δεκαετία, διαψεύστηκαν επίσης οι μύθοι που είχαν
καλλιεργηθεί τις προηγούμενες δεκαετία από τις ελληνικές κυβερνήσεις για την ΕΕ
και Ευρωζώνη και τα δήθεν «οφέλη» από τη συμμετοχή της Ελλάδας σε αυτήν. Τελικά
αντί για «οικονομική σύγκλιση» είχαμε διαιώνιση της ανισόμετρης ανάπτυξης
μεταξύ μεγάλων/κεντρικών και περιφερειακών χωρών. Επίσης αντί για «κοινωνική
συνοχή», είχαμε διεύρυνση εισοδηματικών και κοινωνικών ανισοτήτων. Το
«δημοκρατικό έλλειμμα» στα θεσμικά όργανα της Ευρωζώνης, ήταν σε βάρος της
εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας, ιδιαίτερα των μικρών χωρών. Η ΕΕ αντί για πόλος
επωφελούς συνεργασίας μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών λαών, αποδείχτηκε παράγοντας
έντασης των γεωπολιτικών εντάσεων (πόλεμος στην Ουκρανία) και ενίσχυσης της
οικονομίας του πολέμου, με βάση τους τελευταίους σχεδιασμούς της Κομισιόν. Η
Ελλάδα αντί για αναβάθμιση της θέσης της στην ΕΕ, υπέστη οικονομική και
κοινωνική καθίζηση. Η κυβέρνηση της «πρώτης φορά Αριστερά», παρ’ ότι στο α’
εξάμηνο του 2015, προσπάθησε να χαράξει μια «Νέα Βιομηχανική Πολιτική», με
πρώτο άμεσο βήμα την επαναλειτουργία βιώσιμων μεταποιητικών επιχειρήσεων που
λόγω υπερχρέωσης ήταν προσωρινά κλειστές (Κλωστοϋφαντουργία ΕΝΚΛΩ, ΣΕΛΜΑΝ,
Υαλουργία Γιούλα, κ.ά.), μετά την ψήφιση του Γ’ Μνημονίου, η νέα μνημονιακή πλέον
κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σταμάτησε τις ενέργειες προώθησης ενός προγράμματος
ανασυγκρότησης της βιομηχανίας. Παρά την τυπική λήξη των Μνημονίων, η κυβέρνηση
Κυρ.Μητσοτάκη συνέχισε την πολιτική συρρίκνωσης μισθών και συντάξεων και περικοπής
εργασιακών δικαιωμάτων (8ωρο, κ.ά.).
Στο σύνολο της η ελληνική
οικονομία, στη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, απόκτησε έντονα σημάδια
«αποβιομηχάνισης» και ενίσχυσης της «τριτογενοποίησης» της, με αύξηση
δραστηριοτήτων και απασχόλησης κυρίως στον τομέα του τουρισμού και της εστίασης,
όπου ο «πολλαπλασιαστής ανάπτυξης» (προστιθέμενη αξία) είναι οριακός σε σχέση
με τη μεταποίηση και άλλων κλάδων της υλικής παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό
ότι η ελληνική βιομηχανία το 2022 σε σταθερές τιμές 2015, δημιούργησε μόλις το
14,4% του ΑΕΠ της οικονομίας (σε σχέση με το 18,1% του μ.ο. της ΕΕ), ενώ από
πλευράς απασχολουμένων είχε το 12,5%. Επίσης στο ενεργειακό πεδίο, η λειτουργία
του Χρηματιστηρίου Ενέργειας, έχει φέρει την Ελλάδα σε θέση …«πρωταθλήτριας»,
πληρώνοντας την ακριβότερη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος απ’ όλες τις χώρες της
ΕΕ, επιβάλλοντας στα λαϊκά νοικοκυριά πρόσθετα βάρη στο ήδη ακριβό «καλάθι της νοικοκυράς»
από τρόφιμα και άλλα είδη. Τέλος στο πεδίο των «ψηφιακών εφαρμογών», η Ελλάδα
βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις σε σχέση με τις άλλες χώρες της ΕΕ. Παρ’ ότι διαθέτει
ένα αξιόλογο επιστημονικό δυναμικό, είναι από τις χώρες που «εξάγει
επιστήμονες» (brain - drain) αντί αξιοποίησης τους στην επεξεργασία και στην προώθηση ενός
προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας.
4.Εναλλακτικ’η πολιτική βιώσιμης και κοινωνικά ωφέλιμης ανάπτυξης
Από την εξέταση των εμπειριών της
50ετίας, γίνεται φανερό, ότι οι πολιτικές επιλογές της εγχώριας άρχουσας τάξης
με την επικυριαρχία των υπερεθνικών ελίτ της ΕΕ και του γενικότερου πλέγματος
πολιτικο-στρατιωτικής εξάρτησης από ΝΑΤΟ και ΗΠΑ, έχουν με την ολιγαρχία τις
κυριότερες ευθύνες για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και τα φαινόμενα
παρακμής της βιομηχανίας. Ωστόσο μια τέτοια εξέλιξη δεν είναι ούτε μοιραία, ούτε
αναπόφευκτη. Υπάρχουν δυνατότητες εφαρμογής εναλλακτικής στρατηγικής, βιώσιμης
και κοινωνικά ωφέλιμης ανάπτυξης, όπου οι εργαζόμενοι του «χεριού και του
πνεύματος» και συνολικά ο ελληνικός λαός, να έχουν πρώτο λόγο στη χάραξη και
εφαρμογή των στόχων της, με ορίζοντα τη σοσιαλιστική προοπτική.
Βασικό στοιχείο της εναλλακτικής
στρατηγικής είναι η ανάκτηση του εθνικού ελέγχου βασικών μοχλών οικονομικής πολιτικής
(νομισματικής, δημοσιονομικής, κλπ), η επεξεργασία προγράμματος βιομηχανικής
ανασυγκρότησης και τεχνολογικού εκσυγχρονισμού, η αύξηση των θέσεων εργασίας
και επαναφορά στο δημόσιο έλεγχο βασικών επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας και
τραπεζών, παράλληλα με την εφαρμογή εισοδηματικής πολιτικής ενίσχυσης της αγοραστικής
δύναμης μισθών και συντάξεων, αναβάθμιση της δημόσιας υγείας-παιδείας-πρόνοιας,
ενεργητική πολιτική προστασίας περιβάλλοντος, κ.ά. Αναπόσπαστο στοιχείο μιας
τέτοιας πολιτικής είναι η αξιοποίηση της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας με
όλες τις χώρες, στη βάση του αμοιβαίου οφέλους, απαλλαγή από τους
αμερικανο-νατοϊκούς κύκλους επικυριαρχίας και εφαρμογή ενεργητικής εξωτερικής
πολιτικής ειρήνης και αμοιβαίας ασφάλειας. Η προώθηση μιας τέτοιας στρατηγικής προϋποθέτει
την επίτευξη κοινής δράσης των αριστερών-ριζοσπαστικών δυνάμεων με προοπτική τη
δημιουργία μιας φιλολαϊκής κυβέρνησης που με ενεργητική στήριξη της μεγάλης
πλειοψηφίας του λαού και αλληλεγγύη των ευρωπαϊκών λαών και προοδευτικών
κινημάτων στον κόσμο, να ανοίξει βιώσιμες και ελπιδοφόρες προοπτικές το λαό και
τη χώρα, με όραμα μια ανώτερη κοινωνία.
(*)«Εφημερίδα των Συντακτών», 7-8 Δεκέμβρη 2024, στο ειδικό
ένθετο:
«1974-2024,
Οι Μεταμορφώσεις του Ελληνικού Καπιταλισμού»
[1]. Για αναλυτικότερη παρουσίαση των βιομηχανικών
ομίλων, βλ. Γιάννης Τόλιος, «Συγκέντρωση κεφαλαίου, Οικονομικοί όμιλοι,
Οικονομική ελίτ», εκδ. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 1999,
[2]. Αναλυτικότερη παρουσίαση των αλλαγών στους
κόλπους των οικονομικών ομίλων, βλ. Γιάννης Τόλιος, «Η καπιταλιστική ολιγαρχία
στην Ελλάδα στις απαρχές του 21ου αιώνα». Στο συλλογικό τόμο, «Ταξική
διάθρωση της Ελληνικής κοινωνίας», εκδ. Ταξιδευτής & ΜΑΧΩΜΕ. Αθήνα 2015,
σελ.222-259
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου