ΤΑΝ ΗΡΘΕ τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, χτίσαμε ἕναν τοῖχο. Στὴ συνέχεια ἀκόμη ἕναν κι οὕτω καθεξῆς. Βάλαμε πόρτες καὶ παράθυρα, στέγη κι ἕνα κουδούνι. Οἱ ἐργασίες ἔγιναν γοργὰ μέσα σ’ ἕνα κλίμα γενικῆς εὐφορίας, ἂν καὶ ὑπῆρξαν στιγμὲς δυσπιστίας γιατὶ ὑπῆρξαν στιγμὲς ποὺ δὲν πιστεύαμε πὼς χτίζαμε πραγματικὰ ἕνα σπίτι. Ἀπέναντι ἀπὸ τὸ σπίτι ὑπῆρχε μία συκιὰ καὶ δίπλα ἀκριβῶς μιὰ λεμονιά. Ἀπ’ τὰ παράθυρα τοῦ σαλονιοῦ ἔβλεπες τὰ σύννεφα νὰ κατεβαίνουν καὶ νὰ σκεπάζουν τὴν πράσινη ὀροσειρὰ ποὺ ἦταν ὁ ὁρίζοντας. Αὐτὸ γινόταν συνήθως νωρὶς τὸ πρωΐ, γιατὶ ὅσο ὁ ἥλιος ἀνέβαινε στὸν οὐρανὸ τὰ σύννεφα διαλύονταν καὶ ἡ ὀροσειρὰ ποὺ ἦταν ὁ ὁρίζοντας φαινόταν ὁλοκάθαρα, μαζὶ μὲ τὰ ἥσυχα μικρὰ κοπάδια της καὶ τὰ διάσπαρτα ὑποστατικά. Ἀτενίζοντας ἐκεῖνο τὸ τοπίο σκεφτόμασταν τὶς μέρες ποὺ θὰ ἔρχονταν μπρὸς σ’ ἐκεῖνο τὸ κατώφλι ἢ τὶς νύχτες ποὺ θὰ μᾶς ἔβρισκαν δίπλα στὴ σόμπα ποὺ εἴχαμε σκοπὸ νὰ βάλουμε. Σκεφτόμασταν σοδειὲς καὶ ἀπογόνους. Σκεφτόμασταν, κι ὅσο αὐτὸ συνέβαινε, μιὰ ψυχικὴ ἀνάταση λάμβανε χώρα, μιὰ ἀνάπτυξη προσωπική, πληρότητα, μιὰ γνώση ἀπρόσμενη ἢ ἡ συνειδητοποίηση πὼς κλείναμε ἕναν κύκλο.Ὅταν οἱ ἐργασίες ὁλοκληρώθηκαν σφάξαμε κατὰ τὸ συνήθειο ἕνα ἀρνί. Σπάσαμε κι ἕνα ρόδι. Δὲν ἤμασταν προληπτικοὶ ὣς τότε, οὔτε παλιᾶς κοπῆς γιὰ νὰ πιστεύουμε σὲ σύμβολα καὶ τελετουργικά, μόνο ποὺ τὸ νὰ χτίζεις ἕνα σπίτι προσδίδει βάθος: Βάθος χρόνου. Φωνάξαμε λοιπὸν τοὺς φίλους μας νὰ φᾶνε καὶ νὰ πιοῦνε κι ἤμασταν οἱ γονεῖς, ἀκόμα κι οἱ παπποῦδες μας σ’ ἐκεῖνες τὶς φωτογραφίες ἀπὸ παλιὰ τραπέζια. Δὲν ἤμασταν τ’ ἀγέννητα τότε παιδιά τους, οὔτε οἱ πρώην αἰώνιοι ἔφηβοι ποὺ ὑπήρξαμε μετέπειτα, μὰ κάποιοι ἄλλοι ὥριμοι κι ὑπομονετικοὶ καὶ ὡραῖοι. Ἐπάνω στὶς πλάτες κάποιων σὰν κι ἐμᾶς ὅπως ἐμεῖς ἤμασταν τώρα, χτιζόταν ἡ ἀνθρωπότητα ἢ τελοσπάντων αὐτὸ ποὺ βλέπει ὅταν κοιτάζει κανεὶς τὴ γῆ ἀπὸ ψηλά. Τὴν ὄγδοη μέρα, μετὰ τὴ ξεκούραση καὶ τὸ πλούσιο φαγοπότι, ἕνα πουλὶ ἔκατσε πάνω στὸ γεῖσο τοῦ παραθύρου. Τοῦ πετάξαμε ψίχουλα. Ἀφοῦ στυλώθηκε ἀπὸ τὸ μακρινὸ ταξίδι, μᾶς κοίταξε στὰ μάτια καὶ μᾶς εἶπε πὼς εἴχαμε κάνει κάποιο λάθος. Κάποιο λάθος εἶχε, λέει, διαπραχθεῖ κι εἴχαμε χτίσει σὲ ἀλλουνοῦ χωράφι. Δὲν ἤτανε δική μας ἐκείνη ἡ γῆ. Ἐκεῖνος ὁ ὁρίζοντας, ὁ ἀέρας καὶ τὸ φῶς σὲ κάποιον ἄλλο ἀνῆκαν. Ἔβγαλε ἀπὸ τὴν τσέπη του καὶ μᾶς παρέδωσε τὸ χαρτὶ τῆς ἁρμόδιας πολεοδομικῆς ἐπιτροπῆς. Δίχως ἄλλη προειδοποίηση, ἕνας τυφῶνας φύσηξε καὶ φύγαμε ἆρον-ἆρον. Ἂν κάποτε ἡ πλάση εἶχε φωνή, τώρα εἶχε σωπάσει. Ἴσως νὰ ὑπῆρξαν σημάδια ποὺ δὲν διαβάσαμε, μπορεῖ νὰ μὴν ἀφουγκραστήκαμε τοὺς ψίθυρους τῶν λουλουδιῶν καὶ τῶν πουλιῶν ὅταν αὐτὰ μᾶς προειδοποιοῦσαν. Πλέον περιφερόμαστε ἄστεγοι, ἄλλοι τυφῶνες, κάνουμε αἰτήσεις γιὰ ἄσυλο, ὑπομένουμε σὲ οὐρές, στρεφόμαστε παρακλητικὰ πρὸς τὰ Σεβάσμια Δέντρα, μὰ ἔχουν κι αὐτὰ γεμᾶτα τὰ κλαδιά τους. Ὁ ἔναστρος οὐρανός, ὁ ἐπίγειος παράδεισος, ἡ ἄλλη ζωή, ὅλα βρίσκονται τόσο, μὰ τόσο μακριά. Ποῦ νὰ προστρέξουμε; Τὸ σπίτι ποὺ κάποτε χτίσαμε χάθηκε ἀπὸ προσώπου γῆς.
Πηγή: Ἀπὸ τὴ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ προσμονὴ ἢ Τὰ βουνά (ἐκδ. Περικείμενο, 2023).Νάνσυ Ἀγγελῆ (Εὔβοια, 1982). Σπούδασε δημοσιογραφία καὶ ἀπὸ τὸ 2008 ζεῖ στὴν Ἱσπανία ὅπου ἀσχολεῖται μὲ τὴν λογοτεχνικὴ μετάφραση καὶ τὴν διδασκαλία ξένων γλωσσῶν. Εἶναι τακτικὴ συνεργάτις τοῦ ἱστότοπου γιὰ τὸ μικρὸ διήγημα Πλανόδιον- Ἱστορίες Μπονζάι. Διηγήματα καὶ μεταφράσεις της συμπεριλαμβάνονται σὲ διάφορα περιοδικὰ τοῦ διαδικτύου καθὼς καὶ στὰ συλλογικὰ ἔργα «Ἱστορίες Μπονζάι» (2014- 2016), ἐκδ. Γαβριηλίδης. Ἔχει ἐκδόσει δυὸ συλλογὲς διηγημάτων. Ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Σμίλη κυκλοφορεῖ ἡ συλλογὴ μικρῶν πεζῶν Ἡ νοητὴ εὐθεία ποὺ ἑνώνει ἕνα σῶμα μ’ ἕνα ἄλλο. Τελευταῖο της βιβλίο ἡ συλλογὴ διηγημάτων Ἡ προσμονὴ ἢ Τὰ βουνά (ἐκδ. Περικείμενο, 2023).Ἔχει δημιουργήσει τὸ μπλὸγκ μεταφραστικῶν δειγμάτων ἱσπανόφωνης λογοτεχνίας στὰ ἑλληνικά:http://nancyangeli.blogspot.com.es/ |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου