Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

«Τσόντες», του Λευτέρη Κάρκα


 

Από τον ιστότοπο «Τρύπα -  περιοδικό περί-οπής» (!)[του γνωστού και μη εξαιρετέου Τέου Ρόμβου] αλιεύουμε το παρακάτω αφήγημα του Λ.Κάρκα

   

Εκείνο τον καιρό στο ρέμα υπήρχαν πολλές ομάδες ποδοσφαίρου όλες με εντυπωσιακά ξένα ονόματα όπως Μπαρτσελόνα, Μάντσεστερ Σίτι, Ρεάλ Μαδρίτης, Μπάγερν, Ίντερ. Αρχηγός κάθε ομάδας ήταν πάντα ένα αγόρι μεγαλύτερο από μας γύρω στα δεκαπέντε – δεκαέξι, αυτός έβγαζε και την εντεκάδα.

Αριστερά και δεξιά της κοίτης υπήρχαν δύο μεγάλες χέρσες εκτάσεις όπου παίζονταν οι αγώνες συνήθως τα Σάββατα. Οι καθημερινές ήταν για μικρά πρωταθληματάκια, καμία σημασία δεν είχε που ανήκε, όλοι έπαιζαν με όλους.

Ένα απόγευμα στην ανάπαυλα δύο αγώνων πρωτάκουσα τη μαγική φράση: «Ρε μ@λάκες, πα να κλέψουμε καμιά τσόντα;» Ένας – δύο πετάχτηκαν πάνω σαν ελατήρια ξεσκονίζοντας τα παντελόνια τους, αυτοί που παίζανε παιχτάκια σταμάτησαν το παιχνίδι και ‘μεις οι μικρότεροι κοιταζόμασταν μεταξύ μας. «Τι κοιτάτε ρε σαν χαμένοι; Θα ρθετε ναι ή όχι; Πανεύκολο είναι. Ένας αγοράζει κάτι, οι υπόλοιποι φυλάνε τσίλιες κι ένας βουτάει. Να, παίρνεις όσες προλάβεις και τις βάζεις μέσα στο μπουφάν, ή ρουφάς την κοιλιά σου και τις πετάς από το άνοιγμα μέσα στο παντελόνι».  Και μας έδειξε την σβέλτη κίνηση. «Δε φαίνεται τίποτα. Ο μπάρμπας δεν παίρνει χαμπάρι. Θα ρθετε;».

Εμείς αμίλητοι. «Καλά» είπε με περιφρόνηση ο αρχηγός. «Εμείς πάμε αλλά όποιος δεν έρθει δεν θα τις διαβάσει κι ούτε θα δει που τις κρύβουμε».

Κατά καιρούς όλο και κάποιος έφερνε τσόντες στο γηπεδάκι. Τότε όλοι παρατάγαμε την μπάλα και ζουζουνίζαμε γύρω από τον κομιστή. Οι μεγάλοι πρώτα, έπειτα εμείς οι μικροί. Ακόμα θυμάμαι τους τίτλους των περιοδικών: «Λονδίνο 2000», «Διάβασέ με», «Μιρέλλα», «Σαμάνθα» . Τα περιοδικά ήταν παλιά και σκονισμένα, τα ξεφυλλίζαμε στα γρήγορα, τα δάχτυλά μας κατάμαυρα απ’ την σκόνη, έτσι πρωτοείδαμε όλοι μας την Γυναίκα… Έπειτα αυτός που τις έφερε τις μάζευε και τις έκρυβε σε παρακείμενη οικοδομή. Όλα αυτά τα περιοδικά ήταν κλεμμένα.

Μόνιμο θύμα σ’ αυτή την ιστορία ήταν ο μπαρμπα – Τσούνης. Ένας γέρος που δούλευε το περίπτερο με την γυναίκα του σε εικοσιτετράωρη βάση για χρόνια ολόκληρα. Είχε μαζέψει τόση κούραση πάνω του που καμιά φορά τον έπαιρνε ο ύπνος μέρα μεσημέρι μέσα στο κίτρινο. κλουβί. Στο άνοιγμα εκεί που δίνουν τα ρέστα έβλεπες τα μαλλιά του, γκρίζα κι ανακατεμένα, το κεφάλι του ακουμπισμένο στα δυο του χέρια κι έπρεπε να χτυπήσει; το τζαμάκι δύο – τρεις φορές για να ξυπνήσει και ν’ αγοράσεις κάτι. Οι σοκολάτες, οι τσίχλες και τα τσιγάρα ήταν μέσα στο περίπτερο ή μπροστά του, ενώ τα περιοδικά, οι εφημερίδες και οι τύχες ήταν έξω στα πλαϊνά του περιπτέρου. Οι τσόντες ήταν πάντα σε τυφλά σημεία, ποτέ αναρτημένες σε κοινή θέα.

Αυτοί που μείναμε πίσω, δεν ξεκινήσαμε νέο αγώνα, βράδιαζε άλλωστε, έλειπε κι ο αρχηγός. Βαράγαμε σουτάκια και περιμέναμε με μια κρυφή ελπίδα να μας αφήσουν κι εμάς να ξεφυλλίσουμε τις νέες αφίξεις. Σε λίγο φάνηκαν οι «κομάντος» όπως αυτάρεσκα ονομάζονταν. Λαχανιασμένοι, αναστατωμένοι, με μια έκδηλη τρομάρα στα πρόσωπά τους. Ο αρχηγός μας ο Γιώργος με μάτια κόκκινα απ’ το κλάμα και δαχτυλιές στο πρόσωπο κρατούσε με πόνο το αυτί του. Το μπουφάν του είχε σκιστεί εκεί που ενώνεται το μανίκι με την μασχάλη και το άσπρο αφρολέξ της επένδυσης είχε βγει έξω και κρεμόταν σαν γλώσσα. Ο γερο – Τσούνης τους την είχε στημένη απ’ την προηγούμενη επιδρομή. Όταν είδε από μακριά το τσούρμο, έβαλε την γυναίκα του μέσα να πουλάει κι αυτός κρύφτηκε πίσω απ’ το ψυγείο με τ’ αναψυκτικά. Μόλις ο αρχηγός πήγε να βάλει τις τσόντες στο μπουφάν, πετάχτηκε, τον τσάκωσε απ’ το μανίκι, αυτός τραβήχτηκε απότομα, το μπουφάν σκίστηκε μ’ ένα δυνατό «χρατς!», το τσούρμο σκόρπισε στη στιγμή, ήταν αργά πια για τον Γιώργο τις έτρωγε κανονικά απ’ τον γέρο. Πέφτουν χαστούκια, κλωτσιές, το αυτί του κοντεύει να ξεκολλήσει απ’ το τράβηγμα, τι θα πει στη μάνα του για το μπουφάν, ο Τσούνης να βρίζει: «Γ@μώ την Παναγία σου, γ@μώ το Χριστό σου». Ποιός ξέρει πόσες του ‘χαν κλέψει.

Παίρνει να νυχτώνει, δεν βλέπουμε ούτε πάσες να παίξουμε, μας έφυγε η κάψα για τις τσόντες, όλοι καθόμαστε αμίλητοι πάνω στο πεζούλι. Δεν κουνιέται φύλλο είναι ένα γλυκό σούρουπο του Μάη, όλα ησυχάζουν. «Άμα μεγαλώσω θα τονε γ@μήσω» μουρμουράει ο αρχηγός. Έχουμε χάσει την αίσθηση της ώρας, βράδιασε πια για τα καλά πρέπει να γυρίσω στο σπίτι και δεν έχω διαβάσει τίποτα για αύριο. Ελπίζω να μη σηκώσει εμένα ο δάσκαλος να πω μάθημα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου