Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Σάββατο 17 Απριλίου 2021

Χρίστος Δάλκος : Ἡ ἐτυμολογία τοῦ «κουτσός»

 

 Ως πότε παλληκάρια θὰ ζῶμεν στὰ στενὰ τῆς μηχανιστικῆς γερμανικῆς σκέψης;

 

Προκειμένου περὶ τῆς ἐτυμολογίας τοῦ «κουτσός», ἡ κοινῶς ἀποδεκτὴ ἄποψη εἶναι ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὸ θέμα κοψο- τοῦ ρ. κόπτω, α΄ συνθετ. τῶν κοψο-μύτης, κοψο-νούρης, κοψο-πόδαρος, κοψο-χείλης κ.λπ., μὲ τροπὴ ψ > τσ. 

Παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ ἄποψη εἶναι εὐφυής, ἔχουμε τὴν ἐντύπωση ὅτι δὲν ἀνταποκρίνεται στὰ πράγματα. Τὰ «πράγματα» ἐν προκειμένῳ εἶναι τὸ ἐπίθετο κουτσουλλός (= κολοβός, κομμένος μπροστά, ἀκρωτηριασμένος), μὲ ὅλα τὰ συμπαρομαρτοῦντα παράγωγα ἢ σύνθετα, ὅπως: κουτσουλλαίνω(= σπῶ τὸ πρόσθιο αἰχμηρὸ μέρος), κουτσουλλάφτης (= ἄνθρωπος ἢ ζῶο μὲ κομμένο αὐτί), κουτσουλλεύγω (= περικόβω, ἀφαιρῶ προεξοχές, μύτες, κλαδιά), κουτσουλλο(γ)άστριν (= σπασμένο πήλινο δοχεῖο), κουτσουλλοκάρφιν, κουτσουλλόκαρφον (= σπασμένο καρφί), κουτσουλλοκέρα,κουτσουλλοκέρης(= μὲ σπασμένο κέρατο), κουτσουλλομάχαιρον (= σπασμένο μαχαίρι), κουτσουλλομπάρδακα (= σπασμένα, ἄχρηστα πράγματα τοῦ σπιτιοῦ), κουτσουλλομύτης (= αὐτὸς ποὺ ἔχει μύτη κολοβή), κουτσουλλόν (= εἶδος «χαραῆς», ὅταν τὸ ἄκρο τοῦ αὐτιοῦ τοῦ ζώου κοπῇ ὁριζόντια καὶ ἐντελῶς, σὲ ἀπόσταση 3-4 ἑκατοστῶν ἀπὸ τὴν κορυφή του), κούτσουλλος (= κολοβός || μονόκερως), κουτσουλλόσκιστον (= ἀναγνωριστικὸ σημάδι στὸ αὐτὶ ζώου, ἀποτελούμενο ἀπὸ «κουτσουλλὸ» καὶ «σκιστό»),  κουτσουλλίζω / κουτσουλλώνω (= κολοβώνω || κορφολογῶ) κ.λπ.

Αὐτοὶ ποὺ θὰ ἐνέμεναν στὴν ἐτυμολόγηση τοῦ «κουτσὸς» ἐκ τοῦ *κοψὸς θὰ ἀνῆγαν τὸ κουτσουλλός / κούτσουλλος σὲ ἀμάρτυρο *κοψο + υλλός, ὅπως τὸ κάνει π.χ. ὁ Χρ. Παπαχριστοδούλου, στὸ Λεξικὸ τῶν Ροδίτικων Ἰδιωμάτων, σ.λ. κουτσουλλdός[1].

Ἡ προσεκτικὴ διερεύνηση τῶν ἐναλλακτικῶν μορφῶν τῆς ρίζας ποὺ ὑπόκειται τοῦ κουτσουλλός δείχνει ὅτι δὲν πρόκειται γιὰ κανένα ἐπίθημα –υλλός, ἀφοῦ σωρεία ἐνδείξεων πείθει ὅτι τὰ κουτσουλός / κούτσουλος προέκυψαν ἀπὸ τὰ *κουτουλός / κούτουλος μὲ τσιτακισμό. Οἱ λάτρεις τῶν γεωμετρικῆς ἀκριβείας φωνητικῶν νόμων, γερμανικῆς κοπῆς, θὰ ἀπέρριπταν μετὰ βδελυγμίας κάθε νύξη γιὰ τροπὴ τοῦ τ σὲ τσ πρὸ τοῦ ου, ἀλλὰ ἡ πραγματικότητα εἶναι ἐπίμονη:

κουτούλα (= κουρεμένη, φαλακρή || κατσίκα χωρὶς κέρατα) | κουτούλτς (= «κουρεμένος», χῆρος) | γούδουλος (= ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη ἡ κορυφή, ἐπὶ φυτοῦ) / κούτσουλλος (= κολοβός || μὲ ἕνα κέρατο), κουτσουλλός (= κολοβός, ἀκρωτηριασμένος)

μισὰ καὶ κούτουλα (= ἐλλιπῶς) / κούτσουλα (= μόλις, μὲ τὸ ζόρι)

κουτουλαδιάζω (= κλαδεύω) /  κουτσουλλίζω / κουτσουλλώνω (= κολοβώνω || κορφολογῶ)

κουτουλαριά (= κατηφοριά) | κούτουλος (= γκρεμός, ἀπότομη κατωφέρεια) / κουτζουλαριά (= κατηφορικὸ μέρος)

  κουτουλιάζω (= τρώω τὶς ἄκρες τῶν χόρτων, τὶς κορυφές) /  κουτσουλλίζω / κουτσουλλώνω (= κολοβώνω || κορφολογῶ)

κουτουλίζω (= κόπτω τὰς τρίχας τῆς κεφαλῆς || ἀποκόπτω τὰς κορυφὰς φυτῶν || Μέσ. κουτουλί(γ)ουμαι = μένω χήρα, ἐκ παλαιοῦ ἐθίμου τῶν γυναικῶν ποὺ ἐχήρευαν νὰ κόπτουν τὴν κόμην λόγῳ πένθους) / κουτσουλλίζω / κουτσουλλώνω (= κολοβώνω || κορφολογῶ)

κουτούλικος (= χωρὶς κέρατα || κλαδεμένος) / κούτσουλος, κουτσουλός (= κολοβός). Πρβλ. καὶ κούτλα (= ἡ ἀκουσία σύγκρουση μὲ τὰ μέτωπα δύο ἀνθρώπων) |κούτλα (= ἡ χωρὶς κέρατα κατσίκα) | κούτλης (= ὁ χωρὶς κέρατα κριός) | κουττλίζω (= χτυπῶ τὸ μέτωπο) |κούτλικο (= ζῶο χωρὶς κέρατα)

κουτούλισμα(= κορφολόγημα) / κουτσούλα (=  κορφολόγηματοῦ ἀμπελιοῦ) | κουτσοῦλος (=  κορφολόγηματοῦ ἀμπελιοῦ)

κουτουλογέμιση (= μέρος τῆς στέγης) / κουτσουλογιόμιση (= τὸ κενὸ μεταξὺ τῶν ξύλων τῆς στέγης). Πρβλ. καὶ κουτελογεμίζω (= γεμίζω τὸ κενὸ διάστημα μεταξὺ τοίχου καὶ στέγης), κουτελογέμιση (= τὸ διάκενο μεταξὺ ἄνω μέρους τοῦ τοίχου καὶ στέγης), κουτελογέμισμα (= τὸ διάκενο μεταξὺ τοίχου καὶ στέγης), κουτλογέμιση (= ἡ γερὴ βάση τοῦ σπιτιοῦ, ἀποτελούμενη ἀπὸ δυνατὲς ξύλινες κολόνες)

κούτουλος (= χωρὶς κέρατα || ἀκρωτηριασμένος || κολοβός) / κούτσουλλος (= κολοβός || μονόκερως) | κουτσουλλός (= κολοβός || κομμένος μπροστά, ἀκρωτηριασμένος)

κουτουλάω (=  γιὰ κόκκορα, κόβω τὰ φτερά: Τὸ βράδυ θὰ dὸν κουτουλήσω καλὰ μὲ τὸ ψαλίδι τὸν κόκκορα νὰ μὴ βγαίνῃ) / κουτσουλλίζω / κουτσουλλώνω (= κολοβώνω || κορφολογῶ).

Μέσα ἀπὸ τὰ ἀντιπροσωπευτικὰ αὐτὰ παραδείγματα ἀναδύεται ἡ ἄποψή μας ὅτι ἀφετηρία τῆς μορφοποίησης τῆς λέξης καὶ τῆς ἔννοιας «κουτσὸς» εἶναι ἡ ρίζα καὶ ἡ ἔννοια τοῦ «κουτουλάω», ἀφοῦ στὸν ἀρχετυπικὸ πυρῆνα της, ἀναφερόμενο στὴν σύγκρουση κερασφόρων ζώων, ἐμπεριέχεται ἡ ἔννοια τοῦ ἀκρωτηριασμοῦ, ἔτσι ὅπως ἀναδεικνύεται ἀπό τὴν διτυπία κουτσουλλοκέρης, κουτσουλλοκέρα (= μὲ σπασμένο κέρατο) / κουτσοκέρης, κουτσοκέρα (= μὲ σπασμένο κέρατο), καὶ ἐπιβεβαιώνεται ἀπὸ τὶς πλεῖστες ὅσες «συμπτώσεις» τοῦ τύπου  κουτσουλλάφτης, κουτσουλλόφτας (= ἄνθρωπος ἢ ζῶο μὲ κομμένο αὐτί) / κουτσάφτης (= ἄνθρωπος ἢ ζῶο μὲ κομμένο αὐτί), κουτσουλλοκάρφιν (= σπασμένο καρφί) / κουτσοκάρφι (= ἧλος κομμένος || ἄνθρωπος διανοητικὰ καὶ σωματικὰ ἐλαττωματικός), κουτσουλλομάχαιρον (= σπασμένο μαχαίρι) / κουτσομάχαιρο (= σπασμένο μαχαίρι),  κουτσουλλομπάρδακα (= σπασμένα, ἄχρηστα πράγματα τοῦ σπιτιοῦ) / κουτσομπάρδακο (= μικρὸ ἀκρωτηριασμένο δοχεῖο), κουτσουλλομύτης (= αὐτὸς ποὺ ἔχει μύτη κολοβή) / κουτσομύτης (= αὐτὸς ποὺ ἔχει κομμένη μύτη), Κουτσουλοφλέβαρος / Κουτσοφλέβαρος, κ.λπ.

Ἐπὶ πλέον, τύποι ὅπως κουτσούλι (= παιδικό παιχνίδι, τό κουτσό), κουτσούλιακας (= κουτσός), κουζούλης (= ἀκρωτηριασμένος), κουζουλός (= ἀκρωτηριασμένος, ἀνάπηρος), γκουζιουλός (= αὐτὸς ποὺ τοῦ λείπουν οἱ ἄκρες τῶν δακτύλων ἢ ἔχει κοντὰ δάχτυλα) κ.λπ. ἀποτελοῦν ἐνδείξεις γιὰ μιὰ περαιτέρω ἐξέλιξη τσ (τζ) > ζ. Οἱ ἐνδείξεις αὐτὲςθέτουν ἐκ τῶν πραγμάτων τὸ ζήτημα ἐπὶ ὁλότελα διαφορετικῆς βάσεως καὶ ἀποδεικνύουν τὴν γονιμότητα μιᾶς οἱονεὶ «ἐνδοσυγκριτικῆς» ἐτυμολογικῆς διερεύνησης, πόρρω ἀπέχουσας ἀπὸ τὰ «εὔκολα», ἐπιπόλαια ἐτυμολογικὰ σχήματα ποὺ κατασκευάζει ἡ παλαιὰ ἐτυμολογικὴ σχολή, ἐρήμην, κατὰ κανόνα, τῆς πραγματικότητας.

Φυσικά, ἡ σύντομη αὐτὴ ἀναφορὰ πόρρω ἀπέχει ἀπὸ τοῦ νὰ ἐξαντλῇ τὸ θέμα. Ἀρκεῖ μόνο ἡ συσχέτιση ἀπὸ τὸν Ἄνθ. Παπαδόπουλο τῶν ποντιακῶν κουτούλτς, κουτούλα [= χῆρος-α («κουρεμένος-η»)], γούδουλος (= ἐκεῖνος τοῦ ὁποίου ἀπεκόπη ἡ κορυφή, ἐπὶ φυτοῦ)πρὸς «τὸ μεσ. παρὰ Δουκ. κουτρούλης (= ξυρισμένος)» γιὰ νὰ παραπέμψῃ στὰ κουντρουλῶ / κουντ᾿λῶ (= κουτουλῶ) | κούτρουλος κουβάρι (= φύρδην μίγδην) / κούτ᾿λους γκ᾿βάρ᾿  / κούτ᾿λα γκ᾿βάρ᾿  (= γιὰ συμπλεκομένους ἀνθρώπους ἢ γάτους ποὺ μάλωναν) | κούτρουλος(= ἀκρωτηριασμένος, ἐπὶ ἀνθρώπων, δέντρων, ἀγγείων), κουτουρλός(= ἀκέφαλος, γιὰ οἰκιακὰ σκεύη) / κούτουλος (= χωρὶς κέρατα || ἀκρωτηριασμένος || κολοβός) | κουτρουν(ν)ιῶ (= κουτουλάω ἀπὸ τὴν νύστα) / κουτουνίζω (= κουτουλάω ἀπὸ τὴν νύστα) κ.ἄ.

Ἐκεῖνο, ὅμως, ποὺ προέχει αὐτὴν τὴν στιγμὴ εἶναι νὰ ἀναθεωρήσουμε ἄρδην τὴν ἀκολουθούμενη ἐδῶ καὶ 140 χρόνια ἐτυμολογικὴ πρακτική, εὐθυγραμμισμένη πλήρως μὲ τὴν γερμανικῆς ἐμπνεύσεως μηχανιστική, δῆθεν ἐπιστημονική, «νεογραμματικὴ» λογική, καὶ νὰ ἀναγνωρίσουμε ἐπὶ τέλους αὐτὸ ποὺ ὄντως συμβαίνει: ὅτι στὸ ἐσωτερικὸ τῆς ἑλληνικῆς –καὶ τῶν ἄλλων πιθανώτατα γλωσσῶν- βασιλεύει μιὰ ἀπίστευτη πολυδιάσπαση καὶ πολυτυπία, ποὺ πρέπει νὰ λάβουμε ὑπ᾿ ὄψη μας, ἂν θέλουμε νὰ προσεγγίσουμε τὴν γλῶσσα μας μέσα ἀπὸ τὰ πράγματα καὶ ὄχι τὰ κατασκευασμένα σχήματα.

 

Χρίστος Δάλκος, φιλόλογος

 

 

 

 

 



[1] Πρβλ. καὶ τὴν παρεμφερῆ ἄποψη τοῦ Κ. Μηνᾶ «Από *κουτσός + -υλός», Λεξικό των ιδιωμάτων της Καρπάθου, σ.λ. κουτσουλλός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου