Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Κό­ψε τὸ λαι­μό σου

Της Νατάσας Τριτάκη 

(Εισαγωγική σημείωση  από το ΟΙΚΟΛΟΓΕΙΝ : Να ένα αφήγημα, από τις ιστορίες  ΜΠΟΝΖΑΪ του περιοδικού ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ,  όπου το δράμα ενεδρεύει  σαν νάρκη μέσα στο ναρκοπέδιο της ζωής… .).

O ΚΟΣΜΟΣ πα­σχί­ζει νὰ μπεῖ ἀ­π’ τὸ τζά­μι. Πό­σο ἐ­κνευ­ρι­στι­κό! Νὰ μπεῖ ὅ­λος ὁ κό­σμος σπί­τι μου ἀ­π’ τὸ τζά­μι! Τὰ πε­ρι­στέ­ρια, τὰ κλά­ξον, τὰ κορ­να­ρί­σμα­τα, τὰ πα­πιὰ μὲ τὰ κου­τιὰ τους μα­ζί, ὅ­λοι αὐ­τοὶ οἱ μα­λά­κες ποὺ ὁ­δη­γᾶ­νε χω­ρὶς στα­μα­τη­μὸ μέ­σα ἀ­π’ τὰ δι­κά τους τζά­μια, τὰ τρό­λε­ϊ μὲ τὶς κε­ραῖ­ες τους μα­ζί, μὲ τὸν ὁ­δη­γὸ μα­ζί, ποὺ βρί­ζει τὸ παρ­κα­ρι­σμέ­νο μπρο­στά του στὴ γω­νί­α καὶ κορ­νά­ρει, καὶ βγαί­νει τρέ­χον­τας ὁ ἄλ­λος μέ­σα ἀ­π’ τὸ κα­φε­νεῖ­ο, καὶ τρέ­χει μὲ τὸ οὖ­ζο στὸ χέ­ρι, στὸ γυα­λί, νὰ πέ­σει νὰ τοῦ σπά­σει τὸ γυα­λί, νὰ χυ­θεῖ τὸ γυα­λὶ στὸ δρό­μο καὶ τὸ οὖ­ζο στὸ κά­θι­σμα, νὰ βρω­μά­ει οὖ­ζο ὁ­λό­κλη­ρος ποὺ θὰ βρώ­μα­γε δη­λα­δὴ ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς, ἀ­κό­μα κι αὐ­τὸς θέ­λει νὰ μπεῖ ἀ­π’ τὸ τζά­μι, μὲ τὸ παρ­κα­ρι­σμέ­νο του μα­ζὶ ποὺ μό­λις τὸ ξε­πάρ­κα­ρε, καὶ τὸ κα­φε­νεῖο ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­π’ ὅ­που βγῆ­κε θέ­λει νὰ μπεῖ, ἡ «Βι­ο­λέ­τα» τὸ λέ­νε, καὶ τὸ δι­πλα­νὸ σου­βλατ­ζί­δι­κο, ὅ­λα, θέ­λουν νὰ μποῦν ἀ­π’ τὸ τζά­μι μου, ἀ­π’ τὸ τζά­μι μου μέ­σα, ὅ­λη ἡ πλα­τεί­α ὅ­που βλέ­πει τὸ σπί­τι, κι οἱ ψη­λὲς κο­λῶ­νες φω­τι­σμοῦ, τὰ σύρ­μα­τα, οἱ κε­ραῖ­ες, οἱ κά­δοι οἱ κί­τρι­νοι τῆς ἀ­να­κύ­κλω­σης τοῦ χαρ­τιοῦ, καὶ τὰ πέν­τε δέν­τρα με­τρη­μέ­να στὰ δά­χτυ­λα. Ἂν εἶ­ναι δυ­να­τόν! Ὅ­λα θέ­λουν νὰ πε­ρά­σουν τὸ τζά­μι. Τὸ τζά­μι μου. Χμ! Μὰ εἶ­ναι ἀρ­γὰ τώ­ρα. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γὰ τώ­ρα. Εἶ­ναι πο­λὺ ἀρ­γά.

Ἐ­γὼ εἶ­μαι κουρ­νι­α­σμέ­νος στὸν κα­να­πέ, κά­θο­μαι μὲς στὸ λευ­κὸ βε­λού­δι­νο τρί­χω­μά μου, γουρ­γου­ρί­ζω, γλύ­φω τὴν πα­τού­σα μου ἀ­τά­ρα­χος, μοῦ ’­χει ἀ­φή­σει καὶ φα­ΐ, ὅ­σο φαῒ θέ­λω, γιὰ μιὰ βδο­μά­δα του­λά­χι­στον, με­τὰ θὰ δοῦ­με, με­τὰ μπο­ρῶ νὰ πε­ρά­σω ἀ­π’ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τοῦ μπά­νιου, μ’ ἕ­να μι­κρὸ σάλ­το στὸ φω­τα­γω­γό, δί­πλα στῆς κυ­ρί­ας Ρέ­ας τὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, νὰ μὲ τα­ΐ­σει. Πο­τὲ δὲν κά­θο­μαι νὰ μὲ χα­ϊ­δο­λο­γή­σει, ἀλ­λὰ ἂν χρεια­στεῖ τί θὰ κά­νω, θὰ τὸ κά­νω. Θὰ κά­τσω, ἅ­μα πει­νά­σω θὰ κά­τσω, χα­ρὰ στὸ πρά­μα, ἔ­τσι κι ἀλ­λι­ῶς τὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­να χέ­ρια δὲ χα­ϊ­δεύ­ουν τό­σο ἐ­κνευ­ρι­στι­κά, τό­σο ἔν­το­να τό­σο ἁρ­πα­κτι­κά. Τὰ ἡ­λι­κι­ω­μέ­να χέ­ρια ξέ­ρουν κα­λύ­τε­ρα νὰ χα­ϊ­δεύ­ουν.


Εἶ­μαι ζε­στὸς καὶ μα­λα­κὸς τώ­ρα, μὲς στὴ γου­νί­τσα μου, τὴν ἄ­σπρη μου γου­νί­τσα, φουν­τω­τός, περ­σι­κός, ἄρ­χον­τας, τί­πο­τα δὲν πρό­κει­ται νὰ πε­ρά­σει τὸ τζά­μι, τώ­ρα εἶ­ν’ ἀρ­γὰ κό­σμε, τώ­ρα πά­ει. Μό­νο οἱ ἐ­κνευ­ρι­στι­κοὶ θό­ρυ­βοι τῆς πό­λης ἐ­νο­χλοῦν λι­γά­κι, θέ­λω νὰ πά­ψουν, δὲν εἴ­μα­στε κου­φοὶ οἱ ὁ­λό­λευ­κοι περ­σι­κοί, αὐ­τὰ εἶ­ναι ἀ­νο­η­σί­ες, ἀ­κού­ω τὰ πάν­τα, μὰ δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας λό­γος ν’ ἀ­νη­συ­χῶ, ἔ­χει μιὰ ὑ­πέ­ρο­χη σι­ω­πὴ ἐ­δῶ μέ­σα, εὐ­τυ­χῶς, ἔ­κλει­σε τὸ τζά­μι πρίν. Κι ἔ­τσι ὁ κό­σμος δὲ θὰ ξα­να­πε­ρά­σει ἐ­δῶ μέ­σα. Εὐ­τυ­χῶς.

Ἂν κου­νη­θῶ λι­γά­κι, νὰ τεν­τω­θῶ λι­γά­κι, ἔ­στω βα­ρι­ε­στη­μέ­να, νὰ πά­ω μέ­χρι τὴν κου­ζί­να… ναί. Θὰ ὑ­πο­λο­γί­σω, ὥ­στε ν’ ἀ­πο­φύ­γω μὲ χά­ρη νὰ τραυ­μα­τί­σω τὰ πο­δα­ρά­κια μου στὸ σπα­σμέ­νο μπου­κά­λι, πώ-πώ γυα­λιά…, γυ­α­λά­κια καὶ κα­κό!… Μ’ ἕ­να μι­κρὸ εὐ­έ­λι­κτο σάλ­το θὰ τὰ κα­τα­φέ­ρω, δὲ θὰ λε­ρω­θῶ ἀ­π’ τὸ αἷ­μα. Μυ­ρί­ζει κά­πως βέ­βαι­α. Δι­ε­γεί­ρει τὰ ρου­θού­νια μου ποὺ εἶ­ναι πάν­τα ὑ­γρὰ κι εὐ­αί­σθη­τα. Τὰ μου­στά­κια μου ὅ­μως μπο­ροῦν νὰ ὑ­πο­λο­γί­σουν τὴν κλί­ση τοῦ ἅλ­μα­τος. Ἔ­τσι, ἡ κα­τά­λευ­κη φουν­τω­τὴ οὐ­ρί­τσα μου θ’ ἀ­πο­φύ­γει, μό­λις μὲ τὴν ἄ­κρη της θ’ ἀγ­γί­ξει, τὶς χα­ρα­κι­ές, στὶς κά­τα­σπρες φλέ­βες, τὶς βα­θι­ὲς γραμ­μές, στὰ ὁ­λό­α­σπρα νε­α­νι­κά της χέ­ρια, ποὺ ἡ ἀ­λή­θεια εἶ­ναι, δὲν ἤ­ξε­ραν κα­θό­λου, μὰ κα­θό­λου, νὰ χα­ϊ­δεύ­ουν. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου