ΕΤΑΡΤΗ
ΑΠΟΓΕΥΜΑ στὶς φυλακὲς ὑψίστης ἀσφαλείας. Σιωπὴ ἀσυνήθιστη στὴν
πτέρυγα μελλοθανάτων. Ἀπὸ ἕνα κελὶ μόνον ἀκούγονταν
ὁμιλίες. Οἱ ἄλλοι ἔχουν στήσει αὐτί.
«Ἔρχεται τὸ φαγητό;»
«Ὄχι. Εἶναι τὸ καρότσι μὲ τὰ βιβλία.»
«Ἔχεις δίκιο. Τὸ ἄλλο τρίζει ἀλλιώτικα.»
«Τί θὰ διαβάσεις; Μὴν πάρεις τὸν Ὀδυσσέα, δὲν προλαβ...»
«Σκάσε! Πονάει τὸ κεφάλι μου. Χίλιες βελόνες μὲ τρυπᾶνε.»
«Χαϊκοῦ. Ἐνδείκνυνται. Σύντομα καὶ φιλοσοφημένα.»
«Βούλωσέ το, ἠλίθιε! Ἔμαθες νὰ σχολιάζεις καὶ βιβλία. Ἀγράμματο σὲ γνώρισα.»