Κλαρίσε Λισπέκτορ
Μία κότα
ΤΑΝ ΜΙΑ ΚΟΤΑ κυριακάτικη. Ζωντανὴ ἀκόμη γιατί δὲν εἶχε πάει ἐννιὰ ἡ ὥρα τὸ πρωί.
Ἔμοιαζε
ἤρεμη. Ἀπὸ τὸ Σάββατο εἶχε μαζευτεῖ σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς κουζίνας.
Δὲν κοιτοῦσε κανέναν, δὲν τὴν κοιτοῦσε κανείς. Ἀκόμη καὶ τότε
ποὺ τὴν εἶχαν διαλέξει, ψηλαφῶντας ἀδιάφορα τὰ ἀπόκρυφά της,
δὲν ἤξεραν νὰ ποῦν ἂν ἦταν παχουλὴ ἢ ἀδύνατη. Κανεὶς ποτὲ δὲν
μποροῦσε νὰ μαντέψει ὅτι εἶχε κάποια λαχτάρα.
Ἦταν λοιπὸν μιὰ κάποια ἔκπληξη ὅταν τὴν εἶδαν νὰ ἀνοίγει τὰ
φτερὰ ποὺ ἴσα ἴσα τῆς ἐπέτρεπαν μιὰ χαμηλὴ πτήση, νὰ φουσκώνει
τὸ στῆθος καί, μὲ δυὸ τρεῖς πήδους, νὰ φτάνει τὸ τοιχάκι τῆς
αὐλῆς. Γιὰ μιὰ στιγμὴ ἀκόμη ἀμφιταλαντεύτηκε —ἀρκετὸς χρόνος
γιὰ νὰ βάλει τὶς φωνὲς ἡ μαγείρισσα— καὶ σὲ λιγάκι βρισκόταν
στὴν αὐλὴ τοῦ γείτονα, ἀπ’ ὅπου, μὲ μιὰ ἀκόμη ἀδέξια πτήση,
ἔφτασε σὲ μιὰ σκεπή.
Ἔμεινε ἐκεῖ σὰν στολίδι σὲ λάθος θέση,
διστάζοντας πότε στὸ ἕνα πόδι, πότε στὸ ἄλλο. Ὅλη ἡ οἰκογένεια
μαζεύτηκε τρέχοντας καὶ εἶδαν ταραγμένοι τὸ μεσημεριανό
τους δίπλα σὲ μιὰ καμινάδα. Ὁ ἄντρας τοῦ σπιτιοῦ, θυμούμενος τὴ
διπλὴ ἀνάγκη τῆς περιστασιακῆς ἄθλησης καὶ τοῦ μεσημεριανοῦ,
φόρεσε περιχαρὴς ἕνα μαγιό, καὶ κατάφερε νὰ ἀκολουθήσει τὴ
διαδρομὴ τῆς κότας: ἔφτασε μὲ προσεκτικὰ ἅλματα στὴ στέγη ὅπου
ἐκείνη, διατακτικὴ καὶ τρεμάμενη, ἀκολουθοῦσε βιαστικὰ
ἄλλο δρόμο. Ἡ καταδίωξη ἐντάθηκε. Ἀπὸ στέγη σὲ στέγη
διέσχισαν ὁλόκληρο τὸ τετράγωνο. Ἐλάχιστα συνηθισμένη σὲ
ἕναν τέτοιο ἄγριο ἀγῶνα ἐπιβίωσης, ἡ κότα ἔπρεπε νὰ διαλέξει
μόνη της τὸ δρόμο ποὺ θὰ ἔπαιρνε, χωρὶς καμιὰ βοήθεια ἀπὸ τὴ
ράτσα της. Ὁ νεαρὸς ὅμως ἦταν ἕνας ἐν ὑπνώσει κυνηγός. Καὶ ὅσο
ἀσήμαντο καὶ νὰ ἦταν τὸ θήραμα, ἡ κραυγὴ τῆς κατάκτησης εἶχε
ἠχήσει.
Μόνη στὸν κόσμο, χωρὶς πατέρα οὔτε μητέρα, ἐκείνη
ἔτρεχε, ἀγκομαχοῦσε, βουβή, συγκεντρωμένη. Καμιὰ φορά, πάνω
στὴ φυγή, αἰωροῦνταν ξέπνοη σὲ ἕνα γείσωμα τῆς στέγης καί, ὅσο ὁ
νεαρὸς σκαρφάλωνε μὲ δυσκολία σὲ ἄλλες στέγες, εἶχε χρόνο νὰ
ἔρθει στὰ συγκαλά της γιὰ μιὰ στιγμή. Καὶ τότε φαινόταν τόσο
ἐλεύθερη.
Χαζή, ντροπαλὴ καὶ ἐλεύθερη. Ὄχι νικήτρια ὅπως θὰ ἦταν ἕνας
κόκορας σὲ φυγή. Τί εἶχε λοιπὸν στὰ σπλάχνα της ποὺ τὴν
καθιστοῦσε ὀν; Ἡ κότα εἶναι ἕνα ὀν. Πράγματι δὲν μποροῦσες νὰ
τὴν ἐμπιστευτεῖς σὲ τίποτα. Οὔτε ἡ ἴδια δὲν ἐμπιστευόταν τὸν
ἑαυτό της, ὅπως ὁ κόκορας πιστεύει στὸ λειρί του. Τὸ μοναδικό
της πλεονέκτημα εἶναι πὼς ὑπῆρχαν τόσες κότες ποὺ κάθε φορὰ
ποὺ πέθαινε μία ξεπήδαγε μιὰ ἄλλη, τὴν ἴδια στιγμή, τόσο ἴδια
σὰν νὰ ἦταν ἡ ἴδια.
Τελικά, μία ἀπὸ τὶς φορὲς ποὺ κοντοστάθηκε γιὰ νὰ
ἀπολαύσει τὴ φυγή της, ὁ νεαρὸς τὴν πρόφτασε. Ἀνάμεσα σὲ
κραυγὲς καὶ πούπουλα, πιάστηκε. Κατόπιν τὴ σήκωσε θριαμβικὰ
ἀπὸ τὸ ἕνα φτερό, τὴν κουβάλησε πάνω ἀπ’ τὶς στέγες καὶ τὴν
ἀπόθεσε κάπως βίαια στὸ πάτωμα τῆς κουζίνας. Ζαλισμένη
ἀκόμη, ἀνασάλεψε λιγάκι, μὲ κακαρίσματα βραχνὰ καὶ ἀβέβαια.
Τότε ἦταν ποὺ συνέβη. Μέσα στὴ φούρια της, ἡ κότα ἔκανε ἕνα
αὐγό. Ἔκπληκτη, ἐξουθενωμένη. Μπορεῖ καὶ νά ’ταν πρόωρο. Ὅμως
λίγο μετά, καθὼς ἦταν γεννημένη γιὰ τὴ μητρότητα, ἔμοιαζε μὲ
ἔμπειρη γριὰ μητέρα. Κάθισε πάνω στὸ αὐγὸ κι ἔμενε ἔτσι,
ἀναπνέοντας, κουμπώνοντας καὶ ξεκουμπώνοντας τὰ μάτια. Ἡ
καρδιά της, τόσο μικρὴ στὸ πιάτο, ἔκανε τὰ φτερά της νὰ
ὑψώνονται καὶ νὰ χαμηλώνουν, γεμίζοντας μὲ θέρμη αὐτὸ ποὺ δὲν
θὰ ἦταν ποτὲ τίποτα παραπάνω ἀπὸ ἕνα αὐγό. Μονάχα τὸ κορίτσι
ἦταν κοντὰ καὶ τὰ παρακολούθησε ὅλα μὲ τρόμο. Μὰ μόλις μπόρεσε
νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ θέαμα, ξεκόλλησε τὰ πόδια της ἀπὸ τὸ πάτωμα
καὶ βγῆκε φωνάζοντας:
«Μαμά, μαμά, μὴν τὴ σκοτώσεις πιὰ τὴν κότα, ἔκανε αὐγό! Θέλει τὸ καλό μας!»
Ἔτρεξαν ὅλοι ξανὰ στὴν κουζίνα καὶ περικύκλωσαν βουβοὶ τὴ
νεαρὴ λεχώνα. Ζεσταίνοντας τὸ παιδί της, δὲν ἦταν οὔτε
εὐγενικὴ οὔτε ἀκατάδεχτη οὔτε χαρούμενη οὔτε θλιμμένη, δὲν
ἦταν τίποτα, ἦταν μιὰ κότα. Πρᾶγμα ποὺ δὲν ὑποδήλωνε κανένα
ἰδιαίτερο συναίσθημα. Ὁ πατέρας, ἡ μητέρα καὶ ἡ κόρη
κοίταζαν ἐκεῖ λίγη ὥρα, χωρὶς νὰ σκέφτονται τίποτα
συγκεκριμένο. Κανεὶς ποτὲ δὲν εἶχε χαϊδέψει τὸ κεφάλι μιᾶς
κότας. Ὁ πατέρας τελικὰ ἀποφάσισε κάπως ἀπότομα:
«Ἂν βάλεις νὰ σκοτώσουν αὐτὴ τὴν κότα δὲν θὰ ξαναφάω κότα στὴ ζωή μου!»
«Οὔτε κι ἐγώ!» ὁρκίστηκε μὲ ζέση τὸ κορίτσι.
Ἡ μητέρα, κουρασμένη, ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους.
Ἀγνοῶντας τὴ ζωὴ ποὺ τῆς χαρίστηκε, ἡ κότα ἄρχισε νὰ
μένει μὲ τὴν οἰκογένεια. Τὸ κορίτσι, ἐπιστρέφοντας ἀπ’ τὸ
σχολεῖο, πετοῦσε τὴν τσάντα τρέχοντας κατ' εὐθεῖαν στὴν
κουζίνα. Ὁ πατέρας ποὺ καὶ ποὺ θυμόταν ἀκόμη: «Καὶ νὰ σκεφτεῖς
πὼς τὴν ἔβαλα νὰ τρέχει σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση!» Ἡ κότα εἶχε
γίνει ἡ βασίλισσα τοῦ σπιτιοῦ. Ὅλοι, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἴδια, τὸ
ἤξεραν. Πηγαινοερχόταν ἀνάμεσα στὴν κουζίνα καὶ τὴν πίσω
αὐλή, χρησιμοποιῶντας τὶς δύο της ἱκανότητες: τὴν ἀπάθεια καὶ
τὴν ξαφνικὴ τρομάρα.
Ὅμως ὅταν ὅλοι ἦταν ἥσυχοι στὸ σπίτι καὶ ἔμοιαζαν νὰ τὴν ἔχουν
ξεχάσει, φούσκωνε ἀπὸ ἕνα μικρὸ θάρρος, κατάλοιπο τῆς μεγάλης
φυγῆς – καὶ γυρόφερνε στὰ πλακάκια, μὲ τὸ σῶμα νὰ ἀκολουθεῖ τὸ
κεφάλι, σταματῶντας σὰν νὰ βρισκόταν σὲ λιβάδι, ἂν καὶ τὸ
κεφαλάκι τὴν πρόδιδε: κουνιόταν σβέλτο καὶ τρεμάμενο, μὲ τὴν
ἀρχαῖα τρομάρα τοῦ εἴδους της ποὺ εἶχε γίνει ἀπὸ καιρὸ
ἀντανακλαστική.
Καμιὰ φορά, ὅλο καὶ πιὸ σπάνια, ἡ κότα ξαναθυμόταν πῶς ἡ
μορφή της ἔσκιζε τὸν ἀέρα στὴν ἄκρη τῆς στέγης, ἕτοιμη νὰ βγάλει
διάγγελμα. Ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς φούσκωνε τὰ πνευμόνια μὲ τὸν
βρωμερὸ ἀέρα τῆς κουζίνας καί, ἂν τὰ θηλυκὰ μποροῦσαν νὰ
λαλάνε, δὲν θὰ λαλοῦσε ἀλλὰ θὰ ἔνιωθε πολὺ πιὸ χαρούμενη.
Παρ' ὅλο ποὺ οὔτε ἐκεῖνες τὶς στιγμὲς ἄλλαζε ἡ ἔκφραση τοῦ
ἀδειανοῦ της κεφαλιοῦ. Στὴ φυγή, στὴν ἀνάπαυλα, ὅταν γεννοῦσε ἢ
ὅταν τσιμπολογοῦσε καλαμπόκι – ἦταν ἕνα κεφάλι κότας, τὸ ἴδιο
ποὺ εἶχε σχεδιαστεῖ στὴν ἀπαρχὴ τῶν αἰώνων.
Ὥσπου μιὰ μέρα τὴν ἔσφαξαν, τὴν ἔφαγαν καὶ τὰ χρόνια πέρασαν.
Πηγή: Οἰκογενειακοὶ δεσμοὶ (Ἀντιποδες, 2019)
Ἡ Κλαρίσε Λισπέκτορ γεννήθηκε στὸ Τσετσέλνικ τῆς
Οὐκρανίας τὸ 1920, ἀπὸ Ἑβραίους γονεῖς. Ἡ οἰκογένειά της
μετανάστευσε τὸ 1922 στὴ Βραζιλία. Θεωρεῖται μία ἀπὸ τὶς
σημαντικότερες σὺγγραφείς τῆς πορτογαλικῆς γλὼσσας καὶ τὸ
ἔργο της εἶναι γνωστό σὲ ὁλόκληρο τὸν κόσμο. Ἀπὸ τοὺς ἀντίποδες
κυκλοφοροῦν ἐπὶσης σὲ μετάφραση Μάριου Χατζηπροκοπίου ἡ Ὥρα του ἀστεριοῦ (2016) καὶ Τὰ κατὰ Α.Γ. πάθη (2018).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ πορτογαλλικὰ
Μάριος Χατζηπροκοπίου (Θεσσαλονίκη τὸ 1981). Σπούδασε
ἱστορία καὶ θὲατρο στὴ Θεσσαλονίκη καὶ εἰκαστικά στὸ
Παρίσι, καὶ ἔκανε τὴ διδακτορική του διατριβὴ στὸν τομέα τῶν
σπουδῶν ἐπιτέλεσης. Ποιήματά του ἔχουν δημοσιευτεῖ σὲ
διάφορα λογοτεχνικὰ περιοδικά καὶ συλλογικοὺς τόμους, ἐνῷ
ἔχουν μεταφραστεῖ στὰ ἀγγλικὰ καὶ τὰ γαλλικά. Τὸ πρῶτο του
βιβλίο μὲ τίτλο Τοπικοὶ τροπικοί (2019) κυκλοφορεῖ ἀπὸ τοὺς Άντίποδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου