Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

"O Σεζάρ" , του Κώστα Μαυρουδή




Αυτό το διήγημα εντάσσεται στο είδος  "μπονζάϊ" , που καλλιεργεί συστηματικά το περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ με εκδότη τον Γιάννη Πατίλη...Πιο συγκεκριμένα, το κείμενο του Μαυρουδή απευθύνεται ιδιαίτερα σε αυτούς που αγαπούν το Παρίσι(αφενός..) και τους σκύλους(αφετέρου), όμως και για τους άλλους είναι ενδιαφέρον....
ΑΞΙΔΕΨΑ γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὸ Πα­ρί­σι μὲ τὸ φρον­τι­στή­ριο τῶν γαλ­λι­κῶν. Χρι­στού­γεν­να τοῦ 1972. Γιὰ τί­πο­τε ἔ­κτο­τε δὲν προ­ε­τοι­μά­στη­κα ἔ­τσι. Ἑ­κα­το­δόλ­λα­ρα στὴν ὀ­δον­τό­πα­στα, στὰ σάν­του­ιτς, σὲ κολ­λημ­μέ­νες σε­λί­δες τοῦ Ζορ­μπᾶ. Θε­α­μα­τι­κὸ τα­ξί­δι τεσ­σά­ρων ὡ­ρῶν. Νύ­χτω­σε λί­γο πρὶν ἀ­πὸ τὴν ἄ­φι­ξη. Πρό­λα­βα νὰ δῶ μὲ φῶς, ἔ­ξω ἀ­π’ τὸ Πα­ρί­σι, ἕ­να τε­ρά­στιο δά­σος. Εἶ­χε δι­α­δε­χτεῖ τοὺς ἄ­πει­ρους ὀρ­θο­γώ­νιους ἀ­γροὺς τῆς ἐ­παρ­χί­ας, ποὺ ἐ­ναλ­λάσ­σον­ταν σὲ ὅ­λους τοὺς γή­ι­νους τό­νους, ἀ­πὸ τὸ σκοῦ­ρο μπὲζ μέ­χρι τὸ σκο­τει­νὸ κα­φέ. Μεί­να­με στὴ Ρα­σπά­ιγ. Ἔ­μα­θα γρή­γο­ρα τὸ Με­τρό. Ἀ­πί­στευ­τη ἡ ἀν­το­χή μου νὰ βα­δί­ζω, νὰ στέ­κο­μαι ὄρ­θιος, νὰ κοι­τά­ζω. Λοῦ­βρο, Πάν­θε­ον, Καρ­τι­ὲ Λα­τέν. Τὴ δεύ­τε­ρη μέ­ρα Ἐ­θνο­λο­γι­κὸ Μου­σεῖ­ο, Ἄι­φελ, Σὰ­κρ Κέρ. Τὴν τρί­τη, τά­φος τοῦ Βο­να­πάρ­τη, Μου­σεῖ­ο Ρον­τέν, καὶ στὴ συ­νέ­χεια ὁ Βο­τα­νι­κὸς κῆ­πος μὲ τὸ ζω­ο­λο­γι­κό του τμῆ­μα ποὺ μὲ ἐν­θου­σί­α­σε. Τὸ βρά­δυ, μὲ τὸν ἀ­ρι­στοῦ­χο τῆς τά­ξε­ως, ἀ­νη­φο­ρί­σα­με ἀρ­γὰ ἀ­πὸ τὴν Κον­κὸρντ τὸ δε­ξὶ πε­ζο­δρό­μιο τῆς Σὰνζ Ἐ­λι­ζέ, κα­τά­με­στης καὶ πάν­φω­της γιὰ τὶς γι­ορ­τές. Οἱ κι­νη­μα­το­γρά­φοι εἶ­χαν οὐ­ρὲς στὴν εἴ­σο­δο. Βλέ­πα­με ἀ­χόρ­τα­γοι στὶς ἀν­τι­προ­σω­πεῖ­ες τῶν αὐ­το­κι­νή­των τὰ μον­τέ­λα τοῦ ’73, τοὺς χι­λιά­δες πε­ρα­στι­κούς, τὰ κο­ρί­τσια μὲ γάν­τια, σκού­φους μέ­χρι τὰ μά­τια καὶ κόκ­κι­νες μύ­τες, νὰ μι­λοῦν μὲ συν­νε­φά­κια γύ­ρω ἀ­π’ τὶς πα­γω­μέ­νες φρά­σεις τους. Μα­γε­μέ­νοι. Ὁ φί­λος μου ἔ­φυ­γε στὶς πεν­τέ­μι­ση. Χω­ρί­σα­με στὴν εἴ­σο­δο τοῦ με­γά­λου Πρι­ζου­νὶκ ποὺ ἔ­στελ­νε τὴ μου­σι­κή του μέ­χρι τὸ πε­ζο­δρό­μιο. Νὰ μπῶ καὶ νὰ θαυ­μά­σω τὰ ρά­φια ἢ νὰ προ­τι­μή­σω τοὺς δρό­μους; Δὲν πρό­λα­βα νὰ ἀ­πο­φα­σί­σω. Ἡ γυ­ναί­κα ποὺ στα­μά­τη­σε μπρο­στά μου θὰ μοῦ ἄ­φη­νε γιὰ 3 λε­πτὰ τὸ σκύ­λο της, ὥ­σπου νὰ κα­τέ­βει στὸ ὑ­πό­γει­ο τοῦ κα­τα­στή­μα­τος. Δέ­χτη­κα, ἐ­νῶ ἦ­ταν ἁ­πλὸ νὰ ἀρ­νη­θῶ («Μὲ πε­ρι­μέ­νουν», «ἔ­χω ἀλ­λερ­γί­α», «ξέ­ρε­τε, μό­λις ἔ­φευ­γα», «πά­σχω ἀ­πὸ κυ­νο­φο­βί­α» κλπ). Ἔ­μει­να ἔ­ξω ἀ­π’ τὴν πόρ­τα ἐ­ξην­τα­τρί­α λε­πτά. Πρέ­πει νὰ βγῆ­κε ἀ­πὸ ἄλ­λη εἴ­σο­δο. Μοῦ ἀ­νῆ­κε πιὰ ἕ­να ψη­λὸ Κα­νὶς Ρουα­γιάλ, ἤ­ρε­μο καὶ ὑ­πά­κου­ο, σγου­ρό­μαλ­λο σὰν πρό­βα­το, μὲ ἕ­να σα­κου­λά­κι στὸ πε­ρι­λαί­μιο, δυσ­δι­ά­κρι­το στὸ πυ­κνὸ τρί­χω­μα. Τὸ σύν­το­μο ση­μεί­ω­μα πρό­δι­δε δι­α­τα­ρα­χή: «Δὲν ἔ­χω ἄλ­λη ἐ­πι­λο­γή! Ἀρ­κε­στεῖ­τε σ’ αὐ­τό, svp.» Τὸ ξα­νά­βα­λα στὴ θέ­ση του. Θὰ αὐ­το­κτο­νοῦ­σε; Θὰ πα­ρα­δι­δό­ταν με­τὰ ἀ­πὸ ἔγ­κλη­μα; Θὰ ἄλ­λα­ζε ἤ­πει­ρο; «Σᾶς πα­ρα­κα­λῶ…», ἀ­πευ­θύν­θη­κα σὲ ἕ­ναν ἐ­πι­τη­δευ­μέ­νο σα­ραν­τά­ρη μὲ βαμ­μέ­να μαλ­λιά, γού­να μὲ σκοῦ­φο Ζι­βάγ­κο καὶ μπό­τες ἱπ­πα­σί­ας. Δυ­ὸ μέ­τρα ἀ­πὸ μέ­να, στὸ πιὸ φαρ­δὺ πε­ζο­δρό­μιο ποὺ εἶ­χα δεῖ ἢ εἶ­χα φαν­τα­στεῖ πο­τέ, μι­λοῦ­σε μὲ κά­ποι­ον ἱ­σπα­νι­κά, ρί­χνον­τάς μου συ­νε­χῶς πλά­γι­ες μα­τι­ές. «Τὸν λέ­νε Σε­ζάρ», εἶ­πα, δεί­χνον­τας τὴν ταυ­τό­τη­τα στὸ πε­ρι­λαί­μιο. «Ἐ­πι­στρέ­φω ἀ­μέ­σως.» Μὲ κί­νη­ση Μπου­ο­να­ρό­τι, ἅ­πλω­σε τὸ χέ­ρι του στὸ δι­κό μου καὶ πῆ­ρε τὸ δερ­μά­τι­νο λου­ρί.


 

Πη­γή: Πρώ­τη δη­μο­σί­ευ­ση. Τὸ μι­κρο­α­φή­γη­μα αὐ­τὸ ἀ­νή­κει σὲ μιὰ ἑ­νό­τη­τα 60 ὁ­μό­θε­μων κει­μέ­νων μὲ τί­τλο Ἡ ἀ­θα­να­σί­α τῶν σκύ­λων.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου