Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Δευτέρα 13 Φεβρουαρίου 2012

Συμβαίνουν και στην Πορτογαλία , του Μιχάλη Μιχελή


Στις αρχές του 20ου αιώνα, ο στιγματισμός των ατόμων της εργατικής εξαθλίωσης, ονομαζόταν  προλεταριάτο. Μια λέξη (νονός ήταν ο Μαρξ), που ανατρέχει τις ρίζες της, στη ρωμαϊκή εποχή, τότε που οι «proletarius», ήταν η κατώτατη, η τιποτένια τάξη. Το προλεταριάτο, θα ήταν η κινητήριος δύναμη της επανάστασης (εάν είχε αντιληφθεί τον ρόλο του) κι αν συνειδητοποιημένο έφευγε από τις αλυσίδες του τυχοδιωκτισμού και της αμάθειας.

Στις πρώτη δεκαετία μετά τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ο ορισμός αυτός τροποποιήθηκε, γιατί προτιμήθηκε από το «προλεταριάτο» (που ήταν πλέον και κομματικό συνώνυμο του κομμουνισμού), στο πιο ρετουσαρισμένο κοινωνιολογικά, «χαμηλόμισθος εργάτης». Χαρακτηρισμός που παραπέμπει, σε μια γκάμα κατηγοριών, από τον  «εποχικό γκασταρμπάιτερ» και τον απασχολούμενο «δίχως χαρτιά», μέχρι τον περιθωριοποιημένο άνεργο, τον ευρισκόμενο κάτω από τα στάνταρτ, της «αποδεκτής διαβίωσης».

Οι  απαραίτητες καθημερινές θερμίδες που απαιτούνται για να ζήσει κάποιος, μαζί με τις υπόλοιπες ανάγκες του (για στοιχειώδη ένδυση και διαμονή) συν το κόστος ζωής, καθόρισαν αυτό που αποδεχόμαστε ως «όριο της φτώχειας».

Με βάση λοιπόν αυτή, οι κυβερνήσεις αναλόγως των ιδεολογιών τους, φρόντισαν κατά κάποιο τρόπο (με τα επιδόματα ανεργίας και κοινωνικής στήριξης), να δώσουν μια «πνοή ζωής», να προσφέρουν θεσμοθετημένη φιλευσπλαχνία, σ’ εκείνους τους ανθρώπους, που δεν μπόρεσαν να βολευτούν μέσα στο ανταγωνιστικό σύστημα.  

Η επιτυχημένη κοινωνία των 2/3, ήταν αυτή που έφτιαξε την ψυχολογία και την οικονομία μέχρι στις μέρες μας. Δηλαδή, το ανώτατο μορφωτικό επίπεδο, τον καταναλωτικό τρόπο ζωής, την ψυχολογία της κοινωνικής αποδοχής, του «τακτοποιημένου» πολίτη.

Όλα τούτα, ρετουσάρισαν το μυαλό των νέων. Αποδέχτηκαν τη θετική προοπτική, στο ξημέρωμα μιας νέα παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας, που θα στηρίξει τη διάδοση των γνώσεων (και κατ’ επέκταση των τεχνολογικών της εφαρμογών), θα επιδιώξει τη δημιουργία ζεύξεων στις κοινωνικές επαφές, πάνω στους κοινούς επιδιωκόμενους στόχους, της εμβάθυνσης και διεύρυνσης της δημοκρατίας, της οικολογικής συνεργασίας, της δικαιότερης οικονομίας.

Αυτή η νέα γενιά των μορφωμένων και καλλιεργημένων πολιτών, ήταν εκείνη που μπήκε με αφάνταστη όρεξη, στην αλλαγή των παλιών, φθαρμένων, στερεότυπων μοντέλων της κοινωνικής αποδοχής («πατρίδα, θρησκεία οικογένεια»).

Στη νέα εποχή που αναδύθηκε, η διαφορετικότητα έγινε «mainstream» («το έτσι, μ’ αρέσει»).      

Από την ανύπαντρη μητέρα και την αποδοχή του μετανάστη συγκάτοικου, μέχρι τον «ιδεολόγο αμφισβητία», που προτιμούσε να ζει με τον ιδιόρρυθμο τρόπο του (έχοντας υγειονομική στήριξη κι επίδομα κοινωνικής αρωγής), όλα χωνεύτηκαν από την  «καπιταλιστική άνοιξη».

Η ανερχόμενη ευμάρεια της κοινωνίας, θεωρήθηκε πλέον δεδομένη και μάλιστα, οι διακρατικές ενότητες (όπως αυτή της Ε.Ε.), ήταν η ωραιοποιημένη στοχοποίηση της «κοινοκτημοσύνης». Μιας ενότητας, που μπορεί να μην είχε τα βαθιά χαρακτηριστικά της μοιρασιάς των πάντων, αλλά οι μεγάλες μερίδες που δίνονταν απλόχερα (σε παροχές και υποσχέσεις), έφτιαξαν το όραμα του κοινού ευρωπαϊκού σπιτιού.

Το «Millennium» μας βρήκε ορεξάτους, ότι επί τέλους, η παλιά εποχή της φτώχιας, παρήλθε ανεπιστρεπτί.

Οι διαχωριστικοί συνασπισμοί διαλύθηκαν, από τον άνεμο της αλλαγής και πλέον ο άνθρωπος, μπροστά στις νέες τεχνολογικές προκλήσεις, θα επιδοθεί να βρει τα ονειρικά αχνάρια του «Universal Mind», που τραγουδούσε ο Τζιμ Μόρισον.

Δημιουργήθηκαν κινήματα (όπως του «Ζeitgeist», του «Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ», του «Facebook group»), που συγκίνησαν νέους, ότι είναι πλέον θέμα χρόνου, ο ψαγμένος πολίτης, να φτάσει στην ολοκλήρωση των επαφών, ν’ ανατρέψει κατεστημένες καταστάσεις, μέσα από ειρηνικές επαναστάσεις που θα οδηγήσουν στην ευτυχία, δηλαδή στην εξάλειψη των κοινωνικών αντιθέσεων και των φυλετικών διαφορών.

Και ω, του θαύματος, μια ωραία πρωία, ξυπνήσαμε από το λήθαργο!

Τα λεφτά δεν φτάνουν. Αυτά που φάγατε, θα τα γυρίσετε πίσω. Δεν ήσασταν άξιοι, για να ξοδεύετε πολλά. Μας  ρίξατε (με την ασυδοσία σας), το κοινό μας νόμισμα. Μάθατε στα εύκολα. Είχατε ψευδαισθήσεις.

Τώρα ξαναγυρίστε από ‘κει που ξεκινήσατε…

Διαβάζοντας, όλες τούτες τις κριτικές, το μυαλό των περισσότερων θα πάει στο πρόβλημα της Ελλάδας. Σ’ αυτό που για ένα χρόνο τώρα, καλούμαστε ν’ αυτομαστιγωνόμαστε καθημερινά. «Αφού, όλοι τα φάγαμε…πληρώστε».

Κι όμως τα συγκεκριμένα λόγια της διαμαρτυρίας, ακούστηκαν τις μέρες που περνάμε από τη Λισσαβόνα. Στην μεγάλη διαδήλωση των 200.000 που οργάνωσε η "Γενιά των Σκουπιδιών"Geração à rasca»),

καλώντας τον κόσμο μέσω του Facebook.      



Οι εφημερίδες της Πορτογαλίας, αναφερόμενες στο γεγονός των

κινητοποιήσεων (στο Πόρτο 80.000 άτομα και σε πολλές άλλες πόλεις), σε πρωτοσέλιδα γράφουν :

«Ο πρωθυπουργός  Ζοζέ Σώκρατες, μας κορόιδεψε. Είπε το έλλειμμα της χώρας ότι ήταν 5,9% του ΑΕΠ, ενώ ήταν 9%. Οι Ευρωπαίοι μας κατηγορούν, ότι πλαστογραφήσαμε τα στατιστικά στοιχεία, για να τους κοροϊδεύουμε συστηματικά»!

Για μια δεκαετία τώρα, η κυβέρνηση της Πορτογαλίας, πιστεύοντας ότι το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι έχει κοινό λογαριασμό και δεν έχει αντίρρηση, (όλοι οι συγκάτοικοι του να περνούν καλά), είχε ξοδέψει μεγάλα ποσά για φαραωνικά έργα, που είχαν φυσικά την επικρότηση των Ευρωπαίων (και του Μπαρόζο).

Διεύρυνση του τρένου υψηλών ταχυτήτων (TGV) στην Πορτογαλία. Υπερβολικά έξοδα, για ανακαίνιση και δημιουργία σταδίων και υποδομών, για το Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Ποδοσφαίρου (2004). Εκμοντερνισμός του αεροδρομίου Λισσαβόνας. Σύγχρονοι αυτοκινητόδρομοι, Τεράστια φράγματα, αγροτικές επιδοτήσεις, αυξήσεις μισθών και κοινωνικής φροντίδας. Έργα, έργα, έργα… που κάνανε τις τράπεζες και τις κατασκευαστικές ακόμη πιο πλούσιες. Από τις ΑΠΕ μέχρι τις οικοδομές. 

Κι έτσι φτάσαμε… 

Η εξέγερση των μορφωμένων φτωχών, με τα διδακτορικά και τις ξένες γλώσσες, τα gadgets και με τα όνειρα (για μια καλή ζωή), βγήκε στους δρόμους, κρατώντας πανό.

«Είμαστε η γενιά των 500 ευρώ. Το σύγχρονο προλεταριάτο».

«Ζητάμε να ζήσουμε με αξιοπρέπεια».

«Η δημοκρατία σας είναι στραβή. Γιατί δεν βλέπει το πορτοφόλι μας»;

«Τόσα χρόνια μας λέγατε, ότι λεφτά υπάρχουν»!

«Νέοι χωρίς μέλλον, γέροι χωρίς ελπίδα, λαός της συμφοράς».                 

                   

Και οι ανάλογες ιστορικές συγκρίσεις:



Εμείς στην Ελλάδα έχουμε τη γενιά του «Πολυτεχνείου», που μερικοί βολεύτηκαν για τα καλά, σταδιοδρόμησαν ως πολιτικοί κι έφτιαξαν περιουσίες, από τη σχέση τους με την εξουσία, που έπαιρνε και μοίραζε για πάρτι της τα καλά φιλέτα.

Στην Πορτογαλία, τα ίδια κι απαράλλακτα ακούγονται εκεί, για τη γενιά που τα οικονόμησε, εκμεταλλευόμενη «Την επανάσταση των γαρυφάλλων».    



Το κοινό «ρολόι» του Ευρωπαϊκού Νότου, που δούλευε με σταθερή πορεία, ξαφνικά κόλλησε!

Οι «ρολογάδες» μαστόροι, έσκυψαν πάνω στο χαλασμένο μηχανισμό. Κοίταξαν προσεκτικά τα γρανάζια.

Μια έκφραση μορφασμού, χαράχτηκε στο πρόσωπό τους.

Έβγαλαν τον  μεγεθυντικό φακό από το μάτι.

Στράφηκαν στον πελάτη.

Δίστασαν προσωρινά, κούνησαν το κεφάλι και μετά του είπαν ορθά κοφτά:

«Φτιάχνεται, αλλά θα στοιχήσει ακριβά»!

«Δηλαδή πόσο»; «Μα τόσο πολύ»; «Μα καλά δεν σκέφτεστε το λαό μας»;

«Δυστυχώς δεν γίνετε αλλιώς. Πείτε του: Καλό κουράγιο»! 

                                                       Μιχάλης Μιχελής 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου