Του Γιάννη
Σχίζα
Οι
προσωπικές πορείες μέσα από ένα περιστατικό δεν έχουν την ίδια αξία, όμως δεν παύουν να
έχει η κάθε μια την ιδιαιτερότητά της...Τα
γεγονότα είναι γεγονότα, όμως υπάρχει πάντα απόσταση ανάμεσα σε αυτά που
γράφουν ιστορία και στα άλλα, που γράφουν λίγο ως πολύ μικρές ιστορίες… .
Θα
ξεκινήσουμε αυτή την αναφορά στην 1η
ή 15 Νοεμβρίου, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, του 1920, οπότε γίνονται εκλογές στην Ελλάδα. Στις
εκλογές δυο ήταν οι γραμμές που
συγκρούονται : Η μία είναι των Βασιλικών, υπέρ της άμεσης ειρήνευσης στη Μικρά
Ασία, με κύριο σύνθημα το ΟΙΚΑΔΕ –
επίρρημα που δηλώνει με αρχαϊζοντα τρόπο
την επιστροφή των στρατιωτών στις εστίες
τους. Και η άλλη των Βενιζελικών, που δηλώνει την διακοπή του πολέμου με
έντιμες διαπραγματεύσεις.
Κυριαρχεί η
γραμμή των Βασιλοφρόνων, με ελάχιστους ψήφους ! Ο Βενιζέλος δεν εκλέγεται ούτε
ως βουλευτής ! Επανέρχονται οι παλιοί Βασιλόφρονες στρατιωτικοί στο στράτευμα, γερμανόφιλοι
το πλείστον, το οποίο έχουν χαιρετίσει προ μακρού χρόνου- τουλάχιστον πριν το
1917- και από τις νέες τεχνικές του πολέμου είναι άσχετοι. Από την άλλη μεριά αποσύρονται οι βενιζελικοί αξιωματικοί, που
στον Παγκόσμιο Πόλεμο επρόσκειντο στην ΑΝΤΑΝΤ- την «Εγκάρδια Συνεννόηση» της
Γαλλίας , Αγγλίας και λοιπών δυνάμεων. Tαυτόχρονα μεγάλο τμήμα του Μικρασιατικού εδάφους, στο
οποίο είχαν την ευθύνη της φύλαξης οι δυνάμεις των Γάλλων και Ιταλών,
αποδεσμεύεται από αυτή την προστασία και
το βάρος της περιέρχεται στον Ελληνικό στρατό.
Ενώ όμως η κοινή γνώμη αναμένει την ειρήνευση και
μάλιστα χωρίς όρους, ο πόλεμος συνεχίζεται. Το 1921 οι μάχες στον ποταμό Σαγγάριο είναι σφοδρότατες, οι
απώλειες του ελληνικού στρατού είναι τεράστιες , παρ’ όλα αυτά οργανώνεται μια πορεία μέσω της Αλμυράς Ερήμου με τελικό στόχο την κατάληψη της Άγκυρας.
Τελικά φθάνουμε στο 1922,
ο στρατός έχει διασκορπισθεί σε απόσταση 600 χιλιομέτρων από την παραλία. Oι κανονισμοί του στρατεύματος είναι σαφείς : Όποιος διαδίδει
φήμες για υποχώρηση, ήττα, καταστροφή του Στρατού, περνάει στρατοδικείο ! Και
όμως, εκείνη την ημέρα γίνεται το ακατόρθωτο : Ένας στρατιώτης πλησιάζει τον Θωμά Σχίζα, είναι προφανώς
φίλος, μάλιστα Βενιζελικός, και επιβεβαιώνει εν κρυπτώ ότι το μέτωπο έσπασε. Η
είδηση θα πολλαπλασιασθεί τις αμέσως επόμενες ημέρες, θα χάσει γρήγορα την ποινική σημασία της ….
Είναι η
ημέρα όπου έρχεται το μοιραίο πλήγμα :
Στις 13 Αυγούστου του 1922 αρχίζει η μεγάλη ήττα , που ήταν η μεγαλύτερη από
όσες είχε υποστεί ο Ελληνισμός. Αυτή είναι η ήττα που περιγράφει με προσωπικά
μέσα ο Θωμάς Σχίζας : Μέσα σε διάστημα τριών
εβδομάδων, οι Έλληνες φαντάροι καταλήγουν στην παραλία όπου στριμώχνονται μαζί
με πολίτες για να καταλάβουν μια θέση
στα πλοία. Ο «συνωστισμός» είναι απόλυτος.
TOKEΪ ΜΑΡΟΥ
Μεταξύ αυτών
που διασώθηκαν είναι 825 Έλληνες και
Αρμένιοι, χάρη στην ευγενική παρέμβαση
ενός Ιαπωνικού πλοίου, του Τοκέϊ Μαρού (οι λέξεις σημαίνουν «Ρολόϊ – Θάλασσα»).
Ο πλοίαρχος έρχεται σε οπτική επαφή με το δολοφονικό αμόκ των Τούρκων
, πετάει το εμπόρευμά του στη θάλασσα
και στη συνέχεια αψηφά τις υποδείξεις
μιας κανονιοφόρου των Τούρκων. Ο Ιάπωνας αξιωματούχος επικαλείται το ναυτικό δίκαιο της εποχής,
σύμφωνα με το οποίο ο,τιδήποτε είναι στο πλοίο συν ο περίγυρός του ανήκουν σε
ξένη δικαιοδοσία, στην προκειμένη περίπτωση του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας Ακιχίτο,
οποιαδήποτε δε προσβολή αυτού του δικαιώματος είναι προσβολή του ίδιου του αυτοκράτορα ! Ο
Τούρκος «καλοσκέπτεται» την απειλή, χαιρετάει και φεύγει…
Το «Τοκέϊ Μαρού» μένει στην «μεγάλη ιστορία» χάρη στο
πολυβραβευμένο animation του Ζάχου
Σαμολαδά, που παίχθηκε από το Καράτσι
μέχρι το φεστιβάλ ταινιών της Καρύστου, το καλοκαίρι του 21. Ο Ιάπωνας
πρέσβης που παρευρέθηκε σε εκδήλωση για
την προβολή της ταινίας «Σμύρνη μου αγαπημένη», δήλωσε ότι η διάσωση των
Ελλήνων στο Τοκεϊ Μαρού αποτελεί σημείο
αναφοράς στις σχέσεις ανάμεσα στην Ιαπωνία και στην Ελλάδα…
ΤΡΕΙΣ ΕΒΔΟΜΑΔΕΣ ΠΙΚΡΕΣ
Ο Θωμάς Σχίζας
στρατολογείται την Άνοιξη του 1917 και κατευθύνεται στην εκμάθηση της οδήγησης.
Για 9 μήνες παραμένει στη ζώνη των επιχειρήσεων, ενώ το τέλος της εκστρατείας
τον βρίσκει χειριστή αυτοκινήτου στο
επιτελείο της Σμύρνης, στο Α γραφείο. Παρακολουθεί τα γεγονότα από μια σκοπιά
«φανταρίστικη», διότι δεν διαθέτει τα «ιστοριογραφικά» προσόντα των μορφωμένων
ανθρώπων εκείνης της εποχής.
Η αφήγηση του Θωμά Σχίζα
αρχίζει από την επαφή του με ένα φίλο, που του μεταφέρει την είδηση –
παρακαλώντας παράλληλα για την αυστηρή εχεμύθειά του : Ο στρατός ηττήθηκε στο
Αφιόν Καρά Χισάρ, εγκατέλειψε όλο τον βαρύ οπλισμό, βρίσκεται σε διαδικασία
άτακτης υποχώρησης.
Η πρώτη του εντύπωση είναι
τα νέα που έφταναν μέσω στρατιωτών και άλλων φυγάδων από τις γραμμές
αντίστασης. Οι εντυπώσεις τους ήταν τρομερές, σχεδόν απίστευτες !
Αφηγείται ο Θ. Σχίζας :
«Στη Σμύρνη η Ελλάς
είχε μεταφέρει ότι είχε και δεν είχε. Νοσοκομεία, τράπεζες, πανεπιστήμιο και
άλλα πολλά . Κοντά στην Πούντα(το λιμάνι) είχε αποθήκες βενζίνης, υπήρχε
εργοστάσιο (κοπής) ιματισμού με τεραστία αποθήκη , υπήρχε εργοστάσιο υποδήσεως .
Πιο κάτω υπήρχε ο όρχος αυ/των με συνεργεία και με πολλά μηχανήματα, υπήρχε μεγάλο
εργοστάσιο αρτοποιϊας. Στο πιο έξω της πόλεως αεροδρόμιο του Καζιμίρ υπήρχε συνεργείο επισκευής αεροπλάνων».
Περνάνε 2-3 ημέρες, οι
ανησυχίες εντείνονται. Εν τω μεταξύ φθάνουν στο λιμάνι οι δυο μεραρχίες που είχαν σταλεί στη Θράκη για να
καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη. Τα πλοία που έφεραν το στρατό ήταν 3 , ήταν τεράστια
, ήταν από αυτά που είχαμε πάρει ως αποζημίωση από τους
Γερμανούς. Αγκυροβόλησαν απέναντι , μακριά
από την Πούντα - λιμάνι της Σμύρνης - όπου
γίνονταν η φόρτωση υλικών πολέμου.
Στο μεταξύ ο Θ.Σχίζας ακούει από το τηλέφωνο μια αναφορά αεροπόρου που
επέστρεψε από την περιοχή υποχωρήσεως του στρατού :
« Εχθρικός στρατός δυνάμεως μεραρχίας
κατέρχεται προς Δεμερτζή….Στρατός εχθρικός δυο χιλιάδων προχωρεί προς
Μπόρλα και Γεντίς Τσάϊ»….
Ήταν το
μέρος που γνώριζε πολύ καλά : Ήταν η
στενωπός αυτή 30-36χιλ βορείως του Σαλιχλί , όπου περνούσε η σιδηροδρομική γραμμή. Ο ίδιος γράφει στα απομνημονεύματά του
:
«Φρίκη. Φρίκη. Τόσο κοντά !»
Άλλος φυγάς μεταφέρει τη πληροφορία ότι στο Σαλιχλί έγινε μάχη αλλά ευτυχώς, ήταν
ο Πλαστήρας εκεί με συντεταγμένα τμήματα
και έσωσε τον στρατό.
Τότε αρχίζουν να
διαδραματίζονται σκηνές που θυμίζουν το
φιλμ «Πτώση» , με τον αξέχαστο Πήτερ Γκράνζ:
«Μπροστά στη χαρτογραφική υπηρεσία και στο προαύλιο των
στρατώνων ήταν σκορπισμένες χιλιάδες φωτογραφίες. Η κάθε υπηρεσία εγκατέλειπε τη θέσι της χωρίς
να αντιληφθεί η γειτονική τίποτε..»
ΟΙ ΦΡΑΓΚΟΛΕΒΑΝΤΙΝΟΙ
ΧΑΙΡΟΝΤΑΝ
Εν τω μεταξύ – συνεχίζει ο
Σχίζας - οι Άγγλοι φόρτωναν σε κάποιο πλοίο τους υπηκόους των αλλά οι Ιταλοί
και Γάλλοι φραγκολεβαντίνοι χαίρονταν. « Ήταν στην ουσία και στην πράξη σύμμαχοι των τούρκων και
δεν είχαν να φοβηθούν τίποτε». Όσον
αφορά τους στρατιώτες , αυτοί όχι μόνο αρνούνταν να κατέβουν από τα πλοία
αλλά ούτε και να πάρουν τα κανόνια Σκόντα που είχαν ξεφορτώσει προηγουμένως στα
βαγόνια !
«Αφήστε τα να τα πάρουν οι τούρκοι. Δεν θα τα πάρουμε μαζί μας, αν τα
πάρουμε θα μας ξαναστείλουν δώθε….»
Βγαίνοντας
έξω από το χώρο του λιμανιού, ο Θωμάς Σχίζας λέει :
«Μια μικρή κοπέλα που τυχαίως τη συνήντησα και
ήταν γνωστής μου οικογένειας με κλάματα μου είπε : Που μας αφίνετε
εμάς Θωμά; Δεν παίρνεις εμένα τουλάχιστον κάτω στην Ελλάδα, για να μην
με πάρει κανένας τούρκος; Και έκλεγε συνεχώς…Ήταν αδύνατο….10 χρονών κοριτσάκι
ήταν.. Ο κυρ Κώστας
– ο πατέρας της - που είχε το κέντρο και την κοπελίτσα που
συνήντησα, έπειτα από δυο μήνες τηγάνιζε σηκοτάκια στη θεσσαλονίκη σε
καταυλισμό προσφύγων. Όταν τον είδα
άρχισε τα κλάματα….Όλοι
γλυτώσαμε Θωμά μου ,είπε, πλην του κοριτσιού. Το κορίτσι μας το καμάρι του
σπιτιού…μας το πήρε ένας τούρκος.»
Η κράτηση
της ελληνοπούλας έχει το χαρακτήρα μιας σχέσης δουλείας, η οποία καταργήθηκε
από τον Κεμάλ μόλις το 1923…
Εν τω μεταξύ
στη παραλία της Σμύρνης ο Σχίζας κάνει
την πιο συγκλονιστική αφήγηση :
«Από το δρόμο του Μπουρνόβα έρχονταν χιλιάδες
στρατιώται όπως τα κοπάδια που τα κυνηγούν λύκοι. Όλοι μαζί και αμίλητοι. Άλλοι ήταν οπλισμένοι με όπλα και
χειροβομβίδες άλλοι με πιστόλια μόνο, άλλοι εντελώς ανυπόδητοι, άλλοι με
διαλυμένες αρβύλες δεμένες με σχοινιά. Όσο για τα ρούχα πάλιν ήταν
απερίγραπτον. Όλοι προσπαθούσαν να μπουν
στο φραγμένο χώρο και εν συνεχεία να ανεβούν στα πλοία. Μερικοί φορούσαν
παντελόνια ως το γόνατο, άλλοι με το ένα σκέλος μακρύτερο από το άλλο, άλλοι
μισόγυμνοι και των περισσοτέρων ο ιματισμός ήταν κουρέλια. Εκείνο όμως που θυμούμαι ήταν ότι όσοι είχαν τα όπλα τους
ήταν οι λιγότερο εξαθλιωμένοι.»