|
|
ΣΗΜΕΡΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ μέσα ἀπὸ τὰ βουνά. Ὁ καιρὸς ἦταν
ὑγρὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ περιοχὴ ἦταν γκρίζα. Μὰ ὁ δρόμος ἦταν ἁπαλὸς
καὶ κατὰ τόπους πολὺ καθαρός. Ἀρχικὰ φοροῦσα τὸ παλτό μου· σύντομα,
ὅμως, τὸ ἔβγαλα, τὸ δίπλωσα καὶ τὸ ἔριξα στὸν ὦμο. Ὁ περίπατος στὸν
γεμάτο θαύματα δρόμο μοῦ ἔδινε ὅλο καὶ μεγαλύτερη εὐχαρίστηση, ἀπὸ
τὴ μιὰ στιγμὴ στὴν ἄλλη ἀνηφόριζε κι ὕστερα πάλι ἔπεφτε σὲ κατήφορο.
Τὰ βουνὰ ἦταν ψηλὰ καὶ ὀγκώδη, ἔμοιαζαν νὰ περιστρέφονται γύρω ἀπὸ
τὸν ἄξονά τους. Ὁλόκληρος ὁ κόσμος τῶν βουνῶν ξεπρόβαλε μπροστά μου
σὰν κάποιο γιγάντιο θέατρο. Ὁ δρόμος ἀγκαλιαζόταν μεγαλοπρεπῶς
μὲ τὶς βουνοπλαγιές. Κάπως ἔτσι ἔφτασα σ’ ἕνα βαθὺ φαράγγι, ἕνα ποτάμι
ὁρμοῦσε μπρὸς στὰ πόδια μου, ὁ σιδηρόδρομος μὲ ἄφηνε ταχύτατα πίσω
του μὲ τὸν ἔξοχο λευκὸ καπνό του. Σὰν ἥσυχο, λευκὸ ρυάκι περνοῦσε ὁ
δρόμος μέσα ἀπὸ τὸ φαράγγι, κι ὅσο περπατοῦσα πιὸ πέρα, ἦταν στὰ μάτια
μου σὰν νὰ καμπυλώνει καὶ νὰ στριφογυρνᾶ ἡ ἴδια ἡ στενὴ κοιλάδα. Γκρίζα
σύννεφα ξαπόσταιναν στὰ βουνά, σὰν νὰ ἔβρισκαν ἐκεῖ τὸν προσανατολισμό
τους. Μὲ ἀντάμωσε ἕνας νεαρὸς πλανόδιος τεχνίτης μὲ σακίδιο στὴν
πλάτη, ὁ ὁποῖος μὲ ρώτησε ἂν ἔχω δεῖ δυὸ ἄλλους νεαρούς. Ὄχι, τοῦ εἶπα.
Μὲ ρώτησε ἂν ἔρχομαι ἀπὸ μακριά. Ναί, εἶπα, καὶ τράβηξα μακρύτερα τὸν
δρόμο μου. Ὄχι πολὺ ἀργότερα, εἶδα καὶ ἄκουσα τοὺς δυὸ νεαροὺς περιπλανητὲς
νὰ πλησιάζουν συνοδείᾳ μουσικῆς. Ἕνα χωριὸ φάνηκε, ἐξαιρετικὰ ὄμορφο
μὲ χαμηλὰ σπίτια πολὺ κοντὰ τὸ ἕνα στὸ ἄλλο κάτω ἀπὸ τὰ λευκὰ μέτωπα
τῶν βράχων. Κάτι λίγα κάρα μὲ ἀντάμωσαν, εἰδάλλως τίποτα, κι εἶχα
δεῖ καὶ μιὰ δράκα παιδιὰ στὸν ἐπαρχιακὸ δρόμο. Δὲν χρειάζεται νὰ δοῦμε
κάτι τὸ ἐξαιρετικὰ ἀσυνήθιστο. Βλέπουμε ἤδη τόσο πολλά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου