|
ΘΕΛΕΙΣ νὰ πηδήξουμε;
«Ἔχω νὰ δῶ τὴ νέα σεζὸν
μιᾶς σειρᾶς, βγῆκε τὸ πρῶτο ἐπεισόδιο. Μετὰ τὸ σκεφτόμαστε.»
«Ἐδῶ ποὺ τὰ λέμε, ὑπάρχουν καλύτερα μέρη γιὰ αὐτοκτονία.»
«Σίγουρα, θέλει ψάξιμο. Τὸ μέρος ποὺ θὰ σαλτάρουμε θὰ γίνει ἀτραξιόν.»
Ὁ Δ. τὸ πρότεινε πηγαῖα καθὼς σταθήκαμε στὴν ἀπόκρημνη πλαγιά, ἕνα
χλιαρὸ μεσημέρι, βόλτα Κυριακῆς. Μιὰ στιγμὴ ἀλλόκοτης ταραχῆς ἔσκασε
σὰν ἀλογόμυγα. Βράχια καὶ ἡ θάλασσα καὶ ὁ χειμωνιάτικος ἥλιος καὶ ἕνα
καράβι παραπέρα. Εἶναι σὰν πρόταση γάμου, σκέφτηκα, μὲ πίστη στὴν αἰωνιότητα,
ἄδολη. Δὲν μπορεῖ νὰ τελειώνει ἔτσι. Θέλω ἀκόμη μερικὰ ἐπεισόδια
μὲ τὸν Δ. παρότι μοῦ προκαλεῖ ἀμφιθυμία, νὰ τοῦ χώσω μιὰ μπουνιὰ ἢ ἕνα
φιλὶ στὸ δοξαπατρί, ἴσως ἔτσι νιώθω μὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, αὐτὴ εἶναι
ἡ τραγωδία μου. Ὁ γκρεμὸς ἀπὸ κάτω, ἅπλωσα τὸ χέρι καλοῦ-κακοῦ γιὰ νὰ
μὴν κάνει τὸ βῆμα μπροστά. Ἔχει γράψει ποιήματα ὁ Δ., μὲ ὅλους αὐτοὺς
τοὺς ποιητὲς ποὺ αὐτοκτόνησαν τὰ μυαλά του θὰ εἶναι τίγκα στὴ μυθολογία.
Τὸν ξέρω λίγο, μὰ εἶναι σὰν χρόνια.
«Θὰ ἔρθω νὰ δοῦμε τὴ σειρὰ μαζί», στέλνει μήνυμα τὴν ἑπομένη. «Σπάνια
βλέπω σειρές, ἔτσι τὸ εἶπα ἐπειδή μοῦ φάνηκε ὡραῖο», ἀποκρίνομαι,
τὰπ-τὰπ δάχτυλα στὸ πληκτρολόγιο ἁφῆς. «Λέμε ψεματάκια, βλέπω.» «Δεκτό.»
«Θὰ ἔπρεπε νὰ πέσουμε.» «Κάτσε, ἔχουμε νὰ χαροῦμε λίγη καταστροφὴ ἀκόμη.»
«Δὲν εἶσαι πολὺ καλὰ κι ἐσύ.» «Ἂν πέσω πάντως θὰ εἶναι μόνο μαζί σου.»
«Τὸ κανονίζουμε, λίγος συγχρονισμὸς χρειάζεται.»
Ἡ φαντασίωση τῆς αὐτοκτονίας μὲ ἐξιτάρει σαρκαστικά. Ἤθελα νὰ αὐτοκτονήσω
μιὰ φορὰ στὴν ἐφηβεία —ὅπως ὅλοι οἱ φυσιολογικοὶ ἔφηβοι— καὶ μιὰ
φορὰ στὰ διπλάσια χρόνια, μετὰ ἀπὸ ἕναν ἔρωτα μὲ τὴ Σ. Πλέον, νομίζω,
ὄχι πιά. Γιὰ τοῦ χρόνου, ποιός ξέρει. Πιάνω τὸ κινητὸ ξανά, γράφω:
«Πάντως, μὴ διανοηθεῖς χωρὶς ἐμένα. Θέλει ἑτοιμασίες, τί θὰ φορᾶμε
καὶ τέτοια, θὰ πρέπει νὰ πᾶμε στὰ μαγαζιά. Θέλει τόση ὀργάνωση ποὺ
κουράστηκα στὴ σκέψη. Εὐκολότερα διοργανώνεις πολιτικὴ διαδήλωση»,
λέει «Σκέψου, ὅμως, μετὰ ξεκούραση. Ἀξίζει νὰ δώσεις μιὰ εὐκαιρία
πιστεύω».
«Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ ἀγαπηθοῦμε. Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ μισηθοῦμε.»
«Αὐτὰ τὰ συναισθήματα εἶναι γιὰ τὶς μάζες.»
«Ἀνέκαθεν ἤμουν τῆς μαζικῆς κουλτούρας. Ἄκουγα Justin Timberlake κρυφὰ
σὲ μιὰ παρέα ποὺ τὴν ἔβρισκε μὲ πὰνκ.»
«Τί μαλακίες τσαμπουνᾶς;»
«Δὲν θὰ προλάβουμε νὰ ρίξουμε ὅλες τὶς πέτρες τοῦ κόσμου μὲ φακούς.»
Αὐτὴ εἶναι ἡ μυστικὴ δύναμη τοῦ Δ: πηγαίνει τὰ βράδια σὲ πλαγιές, ρίχνει
τὸ φακό του στὰ βράχια καὶ —γκντοὺπ— ὡς διὰ μαγείας κατρακυλᾶ μιὰ πέτρα
λίγο μετὰ τὴν αἰφνίδια φωτοεισβολή.
«Ἔλα, μωρέ», ἰσχυρίζομαι ὅταν τὸ ἐπισημαίνει, «κάποιο ζωάκι ταράζεις
καὶ κουνιέται καὶ νά, ντόμινο πέφτει ἡ κοτρώνα».
«Ὄχι, μιλάω μὲ τὸ βουνό», λέει.
«Τότε, ἀξίζει νὰ δώσεις μιὰ εὐκαιρία πιστεύω.»
Παραπονιέται ὅτι ἔχει νὰ τρέξει σὲ δουλειές. Δὲν προλαβαίνει νὰ
σχεδιάσει ἄλλο αὐτοκτονία μὲ μηνύματα σήμερα. Δὲν τρέχει Δευτέρες
σὲ δουλειὲς ὁ κόσμος ποὺ θέλει νὰ αὐτοκτονήσει, διαμαρτύρομαι. Ἀπαιτεῖται
πρῶτα μιὰ παραίτηση. Κάποιος εἶχε πεῖ πὼς τέτοια πράγματα —ὅπως ἕνα
ἀπονενοημένο διάβημα— ἢ τὰ κάνεις ἢ τὰ συζητᾶς. Ἂν τὰ συζητᾶς δὲν
τὰ κάνεις ποτέ. Καὶ ἐμεῖς λέμε, ἐντάξει, μπορεῖ νὰ διαψεύσουμε τὰ
προγνωστικά. Ἀλλὰ ἔχουμε νὰ παραγγείλουμε πίτσα ἀπόψε. Θεέ μου,
πόση πίτσα ξόδεψες γιὰ νὰ μᾶς κρατήσεις στὴ ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου