ΟΙ ΘΥΡΕΣ ἀνοιγόκλειναν κάθε ἕνα μὲ δύο λεπτὰ
περίπου, καμιὰ φορὰ καὶ συχνότερα, καὶ δὲν ἦταν ἀπὸ πρὶν γνωστὸ γιὰ
πόση ὥρα θὰ παραμείνουν ἀνοιχτές. Ὕστερα ἀκουγόταν ἐκεῖνος ὁ ἐκκωφαντικὸς
θόρυβος, καὶ μέσα σὲ λίγα μόνο δευτερόλεπτα ἔπρεπε νὰ ἀποφασίσεις
ἂν θὲς νὰ μείνεις μέσα ἢ ἂν θὰ βγεῖς. Τὰ βαγόνια στοὺς συρμοὺς ἦταν πρόχειρα
ἑνωμένα μεταξύ τους, ἐνῶ εἶχε διαρρεύσει πὼς εἶχαν καιρὸ νὰ γίνουν
οἱ ἀπαιτούμενες ἐργασίες συντήρησης – κι αὐτὸ ἀναπόφευκτα ἐπηρέαζε
τοὺς ἐπιβαίνοντες τὸ ὄχημα, μόλις ἔφτανε ἐκείνη ἡ ὥρα τῆς ἀπόφασης.
Στὰ λίγα δευτερόλεπτα ποὺ θέλει ἡ πόρτα ὡσότου κλείσει, πιὸ τολμηρὰ
φανήκανε κάτι μικρὰ παιδιά· βγαίνανε τρέχοντας κι ἔμπαιναν γελώντας
πάλι, κανεὶς ὅμως δὲν ἔμαθε τί ἀπέγιναν ὅσα μὲ τὸ ξεκίνημα βρεθήκανε
μὲ τὸ ἕνα πόδι μέσα καὶ τὸ ἄλλο ἔξω. Στὴν πορεία τῆς διαδρομῆς διαπιστώσαμε
πὼς ἀρχίσαμε ξαφνικὰ νὰ λιγοστεύουμε, μὲ τὶς ἀπώλειες νὰ μὴν ἔχουν
ἴχνος λογικῆς. Κάπου ἐκεῖ μιὰ φωνὴ ἀκούστηκε νὰ λέει πὼς ἴσως δὲν ἔχει
τόση σημασία τελικὰ σὲ ποιό σταθμὸ θὰ ἀποβιβαστεῖ κανεὶς οὔτε κὰν ἂν
θὰ ἀποφασίσει ποτὲ νὰ ἐπιβιβαστεῖ. Κάποιος ἄλλος συμπλήρωσε πὼς ἔχει
πιθανὸν νόημα σὲ ποιές στιγμὲς θὰ βρίσκεσαι μέσα καὶ σὲ ποιές ἔξω. Σὲ
μιὰ γωνιὰ μιὰ ἡλικιωμένη μονολογοῦσε πὼς —ἀπὸ ἕνα σημεῖο κι ἔπειτα
τουλάχιστον— καλὸ θὰ εἶναι ὁ ἐπιβάτης νὰ φτάνει ὅσο μακρύτερα μπορεῖ
δίχως νὰ νοιάζεται γιὰ τὶς πόρτες ποὺ θὰ ἀνοίγουν μοιραῖα καὶ θὰ κλείνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου