|
ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ φορὰ ποὺ εἴχαμε μιλήσει πάει
καιρός. Πῆρε τηλέφωνο σήμερα. Μοῦ εἶπε γιὰ τὸν σκύλο του ποὺ πέθανε.
Τὸν εἶχε κάποια χρόνια. Τὸν σκότωσε αὐτοκίνητο προχθές. Εἶπα νὰ τὸν
παρηγορήσω. Ἔπειτα ἄρχισε νὰ θέλει συμβουλές. Νὰ πάρει ἄλλο σκύλο
ἢ νὰ μὴν πάρει; Μὲς στὸν χειμώνα; Ἀργότερα; Ἀφότου κλείσει χρόνος; Τί
ράτσα καὶ τί χρῶμα; Νὰ μοιάζει στὸν παλιό; Ὅση ὥρα κουβεντιάζαμε, ἡ
γάτα μου, ἡ Μέρλιν, χουζούρευε. Στὸ χαλί. Ὅταν ἔκλεισα, σηκώθηκε μεμιᾶς.
Μὲ ἀκολούθησε στὴν κουζίνα. Πῆγα νὰ βράσω γάλα. Μιὰ κούπα ζεστή, πρὶν
πέσω γιὰ ὕπνο. Ἄναψα τὸ γκαζάκι. Ἐκείνη κουλουριάστηκε σ’ ἕνα σκαμνί.
«Ἐγὼ εἶμαι ὑπεύθυνη γιὰ τὸν θάνατο τοῦ σκύλου τοῦ Νικόλα», τὴν ἄκουσα
νὰ λέει. Δὲν ταράχτηκα. Τὴν εἶχα ἱκανὴ γιὰ πανουργίες. Ἦταν φορέας
σκοτεινῶν δυνάμεων. Μιλᾶ τὴ γλώσσα μας κοφτά. Μιλᾶ λὲς κι εἶναι σὰν
κι ἐμᾶς. Τὴν πλησίασα. Τὴν ἄκουσα νὰ γουργουρίζει. «Ἐγώ, μετὰ τὸν θάνατό
σου, δὲν θὰ πάρω ἄλλο γατί», τῆς εἶπα, «σοῦ τὸ ὑπόσχομαι». Σκέφτηκα ὅτι
αὐτὸ θὰ τὴν εὐχαριστοῦσε. Δὲν ἔδειξε νὰ χαίρεται. Οὔτε νὰ δυσανασχετεῖ.
Τὴν πῆρα στὸ κρεβάτι. Κοιμηθήκαμε ἀγκαλιά, ὅπως κάνουμε κι ἄλλες
φορὲς τὶς κρύες νύχτες. Περνοῦσαν οἱ ὧρες. Μᾶς κατάπινε τὸ σκοτάδι.
Ξάφνου εἶδα τὰ μάτια της νὰ γυαλίζουν κάτω ἀπὸ ἕνα ὑπόστεγο, μὲς στὴ
βροχή. «Ἐσὺ θὰ πεθάνεις πρώτη», τὴν ἄκουσα νὰ λέει μέσ’ ἀπ’ τὰ δόντια
της, «ἐσύ». Πετάχτηκα ἱδρωμένη. Ἀνακάθησα. Ἡ ὥρα δύο καὶ μισή. Στὸν
δρόμο ἕνα σκυλὶ γάβγιζε πεισμωμένο. Ζητοῦσε ἐξήγηση γιὰ κάποιο ἀπρόσμενο
κακό. Καὶ λέω τότε, τί καλὰ ποὺ θά ‘ταν ὁ Νικόλας κι ἐγὼ νὰ μὴν εἴχαμε
χωρίσει. Νὰ μὴν εἴχαμε ἐμπιστευτεῖ τὴ μοναξιά μας σὲ τετράποδα τέρατα.
Μιλοῦν τὴ γλώσσα μας φαρσί, ἀλλὰ δὲν ἔχουν ἀνθρωπιὰ οὔτε γιὰ δεῖγμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου