Της Φαίης Τζανετουλάκου
Η επιμελήτρια της Ελληνικής Συμμετοχής στην 58η Μπιενάλε της Βενετίας, Κατερίνα Τσέλου μάς προσκαλεί σε μία διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας, μέρος της οποίας αποτελεί και ο αινιγματικός κύριος Stigl του ομώνυμου τίτλου του Ελληνικού περιπτέρου.
Μπιενάλε της Βενετίας άνοιξε σχετικά πρόσφατα τις πύλες της και το εθνικό περίπτερο της Ελλάδας άνοιξε την δική του πύλη, η οποία όμως δεν φέρει τη βυζαντινή πρόσοψη που γνωρίζουμε. Αντικρίζοντας την πύλη της Μακρονήσου μας μεταφέρει πίσω στο παρελθόν, επαναδιαπραγματεύοντας την τοπική ιστορία μέσα στο διεθνές πλαίσιο ιστορικών αλλαγών του 20ου αιώνα.
Οι Ζάφος Ξαγοράρης, Πάνος Χαραλάμπους και Εύα Στεφανή επιχειρούν μία διείσδυση στις βαθύτερες στιβάδες της ελληνικότητας, μακριά όμως από επιφάσεις και εξωραϊσμούς, με τον προσωπικό, καλλιτεχνικό του τρόπο ο καθένας, δοκιμάζοντας έναν δύσκολο διάλογο . Μένει το κοινό της Μπιενάλε να καταφέρει να πάρει μέρος σε αυτόν το διάλογο και να τον ανοίξει μέσα σε ένα υπερ-εθνικό, παγκόσμιο πλαίσιο.
Ποιο είναι το στοίχημα της Ελληνικής Συμμετοχής στη φετινή Μπιενάλε της Βενετίας; Τι ζητήματα επιδιώκει να αναδείξει;
Το αρχικό ερώτημα ήταν το εξής: πώς προσεγγίζει κανείς ένα εθνικό περίπτερο την εποχή της ρευστότητας των εθνικών ταυτοτήτων, των ταχύτατων μετατοπίσεων και αλλαγών, όταν η ιδέα του ίδιου του έθνους-κράτους όπως τη γνωρίζουμε τίθεται υπό αμφισβήτηση – και ταυτόχρονα ισχυροποιείται σε ακραίες εκδοχές; Θεωρήσαμε ότι αυτή τη στιγμή η επαναδιαπραγμάτευση της ιστορίας και των θεσμών που τη δημιούργησαν μέσω εικόνων και φωνών που έρχονται από τις παρυφές της ιστορίας και της κοινωνίας, μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονική αφήγησή της και να δημιουργήσουν νέες πιθανότητες για το μέλλον. Μέσω μικρών αφηγήσεων, άγνωστων ιστορικών λεπτομερειών και στοιχείων της παράδοσης, πλέκονται εναλλακτικές αφηγήσεις που αναζητούν να δημιουργήσουν νέες σχέσεις, τοποθετώντας, παράλληλα, την ελληνική συμμετοχή στο κέντρο του διεθνούς σύγχρονου διαλόγου.
Μιλήστε μας για τις τρεις συμμετοχές. Τι παρουσιάζουν; Ποιο είναι το κοινό συστατικό που ενοποιεί τα έργα των τριών καλλιτεχνών;
Οι εικόνες και οι ήχοι του Ζάφου Ξαγοράρη, της Εύας Στεφανή και του Πάνου Χαραλάμπους που επενδύουν την πρόσοψη, το δάπεδο και τους τοίχους του περιπτέρου αναμετριούνται με το αυστηρό του κέλυφος και υπονομεύουν τον κανονιστικό του χαρακτήρα. Το έργο των τριών καλλιτεχνών, αν και προέρχεται από διαφορετικές μορφολογικές περιοχές, συνδέεται χάρη στην πλάγια ματιά που ρίχνουν στα πράγματα, στο κοινό ενδιαφέρον τους για τις παρυφές της ιστορίας και της κοινωνίας, στον τρόπο που πραγματεύονται τις αμφισημίες των νοημάτων, της ιστορίας, της πραγματικότητας.
Η παραχώρηση μας μεταφέρει στο 1948, όταν, εξαιτίας του Εμφυλίου, η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το ελληνικό περίπτερο παραχωρήθηκε στην Peggy Guggenheim, η οποία παρουσίασε πρώτη φορά στην Ευρώπη τη συλλογή της· μια κίνηση σημαντική, που έμελλε να αλλάξει οριστικά τον εκθεσιακό χαρακτήρα της Μπιενάλε. Κατά παράδοξη αντιστοιχία, την ίδια στιγμή που η έκθεση εγκαινιαζόταν στη Βενετία μια άλλου τύπου «πολιτισμική αναμόρφωση» λάμβανε χώρα στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, όπου εκτοπισμένοι στρατιώτες και εξόριστοι πολίτες υποχρεώθηκαν να δημιουργήσουν «έργα τέχνης» εμπνευσμένα από αρχαία ελληνικά αντίγραφα ναών. Την εποχή που η αιχμή της μοντέρνας τέχνης και το προοδευτικό μήνυμα που έφερε γέμιζε το ελληνικό περίπτερο, στη Μακρόνησο η τέχνη χρησιμοποιούνταν ως μέσο προπαγάνδας εθνικιστικών ιδεών.
Η ανακατασκευασμένη πύλη της Μακρονήσου αγκιστρώνεται κυριολεκτικά στην πρόσοψη του περιπτέρου ως αποτέλεσμα μιας συμβολικής σύγκρουσης. Οι αυστηρές γραμμές της φασιστικής αρχιτεκτονικής της καλύπτουν τις αψίδες του νεοβυζαντινής εμπνεύσεως κτιρίου, προτείνοντας μια αντίστιξη δύο εκδοχών του ελληνικού μοντερνισμού. Ο Ζάφος Ξαγοράρης ξυπνά τη μνήμη του κτιρίου, τη συνδέει με ένα από τα πιο τραυματικά κομμάτια της ελληνικής ιστορίας και εξετάζει τις αμφισημίες του μοντερνισμού και των σχέσεών του στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης.
Τα Ανάγλυφα, το έργο της Εύας Στεφανή, αποτελούνται από τρία αυτόνομα έργα, που όμως λειτουργούν ως σύνολο στον χώρο του περιπτέρου:
Στην ταινία Μόνο άνδρες συνθέτει ένα ανάγλυφο προσώπων και σκηνών καθημερινότητας. Αντλεί υλικό από το πλούσιο αρχείο της και κινούμενη μπρος πίσω στον χρόνο πλέκει ιστορίες, στιγμές μοναχικές και συλλογικές ανθρώπων που ζουν στις παρυφές της κοινωνίας φτιάχνοντας μια νέα αφήγηση. Σαν μικρά διηγήματα, «οι ιστορίες αυτές του ελάχιστου» βρίσκονται μεταξύ ρεαλισμού και παραδοξότητας, δείχνουν την ευάλωτη πλευρά των πρωταγωνιστών τους, σκιαγραφώντας έναν κόσμο ανδρών διαφορετικό, αντιηρωικό, μακριά από στερεότυπα αρρενωπότητας. Θέματα όπως ο χρόνος, η δημοκρατία, η μοναξιά, η επιβίωση, η μετανάστευση, η ανδρική φιλία αναδύονται και σχολιάζονται με παιγνιώδη τρόπο τονίζοντας την παράδοξη πλευρά τους.
Το καθηλωτικό βλέμμα της Δήμητρας, μιας από τις παλιές ιερόδουλες της Αθήνας, επιβάλλεται πάνω στους άνδρες αυτούς από τη δεύτερη προβολή, το Παράθυρο, καθώς τους «παρακολουθεί» να συναναστρέφονται, να συζητούν, να εκφράζουν τις ανησυχίες, την απογοήτευση, τις ευαισθησίες τους. Το σχεδόν αδιάφορο βλέμμα της είναι διεισδυτικό και η παρουσία της τόσο κυρίαρχη που κατακλύζει τον χώρο του περιπτέρου. Πηγαίνοντας ακόμη μακρύτερα από την καταγραφή φωνών που δεν έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν, η Εύα καταγράφει μια διαφορετική ιστορία, αυτή του νεκρού χρόνου που δεν περνά, υπενθυμίζοντας τη σημασία και τη δύναμη της σιωπής και της μη δράσης ως μη καταγεγραμμένης ιστορίας.
Στο Στόμα, την τρίτη προβολή, αντιπαραβάλλει εικόνες αρχειακού υλικού από παρελάσεις και επίσημους εθνικούς εορτασμούς με θραύσματα κειμένου γραμμένου από την ίδια. Κεντρικός αφηγητής εδώ είναι η ίδια, που συσχετίζει με ποιητικό τρόπο τον ιδιωτικό με τον δημόσιο λόγο. Η γυναικεία φωνή παρεμβάλλεται, διακόπτει, «διαβάζει» και ανατρέπει τελικά την επίσημη ιστορία έτσι όπως έχει καταγραφεί.
Στην εγκατάσταση Ένας αητός καθότανε ο Πάνος Χαραλάμπους αναποδογυρίζει 20.000 ποτήρια και δημιουργεί μια «υδάτινη» διάφανη επιφάνεια. Στην επιφάνειά της βρίσκονται δύο πικάπ που παίζουν ταυτόχρονα δύο αντιφατικούς ήχους: μια παλιά ερασιτεχνική ηχογράφηση του Τάκη Καρναβά, Το παιχνίδι της μοίρας, που έγινε σε πανηγύρι της Ακαρνανίας τον Δεκαπενταύγουστο του 1987, και την φωνή του Demetrio Stratos στα τραγούδια «Lamenti de Epiro I, II» από τον δίσκο Metrodora(Cramps Records, 1976). Τα πικάπ παίζουν μέχρι που η βελόνα κολλάει σε δύο επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μπλέκοντας τις δύο πολύ ιδιαίτερες φωνές, οι οποίες γίνονται μία, και τη λαϊκή παράδοση με το αβανγκάρντ.
Ο επισκέπτης καλείται να περπατήσει στη γυάλινη σκηνή, ο ήχος που προκαλείται από τα βήματά του πάνω στα ποτήρια συμπληρώνει τα ηχητικά μοτίβα και από ακροατής-θεατής μετατρέπεται σε συμμετέχοντα. Στη μαρμάρινη πίστα που αναδύεται στο κέντρο της ο Πάνος Χαραλάμπους έχει επιτελέσει έναν χορό, γλιστρώντας πάνω σε ποτήρια, μια αναφορά σε παραδοσιακό χορό από την περιοχή της Ακαρνανίας: στη δική του εκδοχή ο χορός εκτελείται αργά, συρτά, σαν ένα χορευτικό scratching, έτσι ώστε ο ήχος των ποτηριών να συντονίζεται με τον ήχο των πικάπ, να τον συμπληρώνει και να τον διαταράσσει. Οι μετέωρες κινήσεις του συνομιλούν με τις υποθετικές κινήσεις του αετού που βρίσκεται απέναντί του και αποτελεί επίσης μέρος της εγκατάστασης: η αστάθεια του χορευτή και ο κίνδυνος της πτώσης ανατρέπουν τη σιγουριά και την ισχύ, μαζί και όλα όσα έχει ιστορικά συμβολίσει ο αετός.
Αναποδογυρίζοντας τα ποτήρια προτείνει το αναποδογύρισμα της ιστορίας, έναν τρόπο να δούμε τα πράγματα από κάτω προς τα πάνω, να διακρίνουμε μια αθέατη όψη της, φέρνοντας στο προσκήνιο το διονυσιακό στοιχείο που απουσιάζει από την επίσημη καταγραφή της.
Τι συμβολίζει ο αινιγματικός κύριος Stigl; Είναι ο αφηγητής μίας ιστορίας που διαδραματίζεται σε ζωντανό χρόνο ή μας διηγείται το παρελθόν της ιστορίας, διαμορφωμένης μέσα από το ίζημα του χρόνου;
Ο κύριος Stigl είναι ένα ιστορικό παράδοξο, αποτέλεσμα μιας παρανόησης. Είναι ο επινοημένος ήρωας μιας άγνωστης περιφερειακής ιστορίας που ζει στις παρυφές της επίσημης ιστορίας αλλά και της ίδιας της πραγματικότητας. Η αινιγματική φιγούρα του προέκυψε κατά την έρευνά μας για την ιστορία του ελληνικού περιπτέρου και συνδέεται με μια δεύτερη παραχώρηση που ανακαλύψαμε ότι πραγματοποιήθηκε το 1952, όταν το περίπτερο, για άγνωστους προς το παρόν λόγους, παραχωρήθηκε στην Ολλανδική κυβέρνηση. Στα αρχεία της επίσημης αλληλογραφίας μεταξύ ελληνικού προξενείου και ελληνικής κυβέρνησης, από παρανόηση, το De Stijl, καταγράφηκε ως Mr. Stigl, μετατρέποντας το γνωστό κίνημα του μοντερνισμού σε «γνωστό Ολλανδό ζωγράφο». Ο Mr. Stigl, λοιπόν, που είναι καταγεγραμμένος στην επίσημη ιστορία αν και ανύπαρκτο πρόσωπο, διερωτάται με τον καλύτερο τρόπο – και με χιούμορ – για την αδιαμφισβήτητη αντικειμενικότητα της ιστορικής καταγραφής και της ίδιας, τελικά, της ιστορίας όπως την γνωρίζουμε.
Με ποιους τρόπους διαμορφώνονται οι μετα-αναγνώσεις της ιστορίας και πως η τέχνη δύναται να λειτουργήσει σαν αρχείο αλλά και σαν ο ζωντανός και κριτικός δίαυλος απόδοσής τους στο σήμερα;
Το ενδιαφέρον για νέες αναγνώσεις της ιστορίας που επιχειρούνται μέσω της επανεξέτασης των ιστορικών πηγών και αρχείων ή της ανάδειξης περιφερειακών φωνών και της καταγραφής εναλλακτικών αφηγήσεων, έχει, τα τελευταία χρόνια, ξεπεράσει τα όρια της ιστορικής μελέτης, χαρτογραφώντας νέες περιοχές. Η τέχνη αποτελεί το ιδανικό πεδίο για μια τέτοια διαδικασία διότι παρέχει την ελευθερία να δημιουργηθεί, με κριτικό τρόπο, ένα αντι-αρχείο ανομοιογενών φωνών και εικόνων προς τη δημιουργία μιας υποθετικής νέας ανατρεπτικής ιστοριογραφίας.
Η Μπιενάλε της Βενετίας αποτελεί μία έκθεση με εθνικές συμμετοχές σε εθνικά περίπτερα. Σε μία χρονική στιγμή όπου, ειδικά στην Ελλάδα, ο όρος «εθνικό» διανύει μία «ετυμολογική» αναταραχή, πώς διαπραγματεύεται η συμμετοχή της Ελλάδας την αντίληψη της ελληνικότητας;
Όπως ανέφερα, η ερώτηση ακριβώς της εθνικής συμμετοχής σήμερα, στο πλαίσιο μιας διεθνούς έκθεσης όπως η Μπιενάλε της Βενετίας μας απασχόλησε από την αρχή: ξεκινήσαμε από την έρευνα της ιστορίας του ίδιου του ελληνικού περιπτέρου και των ελληνικών συμμετοχών, η οποία οδήγησε στην Παραχώρηση, το έργο του Ζάφου Ξαγοράρη που μας πάει κατευθείαν στην καρδιά της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε μία από τις πιο τραυματικές της περιόδους, εκείνη του Εμφυλίου Πολέμου. Η Εύα Στεφανή και ο Πάνος Χαραλάμπους από την πλευρά τους παρουσιάζουν εκδοχές ελληνικότητας, αυτές μάλιστα που δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένες είτε επειδή προέρχονται από τις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας είτε επειδή ανήκουν σε μη καταγεγραμμένες εκδοχές του ελληνικού πολιτισμού. Περισσότερο από μία ανάγκη να αναδειχτεί η ελληνικότητα ως ένα περιθωριακό αφήγημα που ζητά διέξοδο, η ιδέα είναι να ενωθεί με άλλες περιφερειακές φωνές στο πλαίσιο της Μπιενάλε δημιουργώντας νέους συσχετισμούς και προτείνοντας νέες αναγνώσεις.
Η φετινή Μπιενάλε της Βενετίας έχει τίτλο ένα γλυκόπικρο ευχολόγιο: «May You Live In Interesting Times»- Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Είναι μία φράση που μέχρι τώρα θεωρείτο λανθασμένα ως παλιά κινέζικη παροιμία, της οποίας η χρήση της λέξης «ενδιαφέροντες» πιθανόν να φέρει αρνητικό πρόσημο εν είδη «κατάρας», και να μεταφράζεται ως οι καιροί της κρίσης που διανύουμε. Ο Επιμελητής της φετινής Μπιενάλε Ralph Rugoff αναφέρθηκε στο πως η διασπορά των fake news και ο πολιτικός λαϊκισμός διαβρώνουν την εικόνα της αλήθειας. Ταυτόχρονα ο όρος «ενδιαφέροντες» υποδηλώνει και την έκφραση μιας κάποιας απόλαυσης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα σύγχρονο Υψηλό, του οποίου τα νέα τοπία προφέρουν τρόμο και ηδονή μαζί; Πως η ελληνική συμμετοχή επιλέγει να συνδιαλεχθεί με αυτά τα ζητήματα που θέτει η έκθεση;
Η αμφισημία του τίτλου της Μπιενάλε χαρακτηρίζει τόσο την ιστορική στιγμή που διανύουμε όσο και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε, κι εμείς από την πλευρά μας, τις σχέσεις ιστορίας, πολιτικής και κοινωνίας. Μέσω των έργων των τριών καλλιτεχνών, επιχειρούμε να ρίξουμε μια πλάγια, διεισδυτική ματιά στα πράγματα και να αναδείξουμε ακριβώς τις αμφισημίες, τις παραδοξότητες και τις αντιφάσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κάθε ειλικρινούς ανάγνωσης της πραγματικότητας που δεν επιθυμεί να είναι εμπαθής ή επιφανειακή.
Επανερχόμενη στο θέμα της φετινής Μπιενάλε, παρόλο γενικό, είναι βαθιά πολιτικό, και ταυτόχρονα σύμφωνα με τον Rugoff εμπεριέχει και το παιχνίδι και το role playing. Πριν κάποιο καιρό ο έμπειρος «μπιεναλικός» επιμελητής-curator Viktor Misiano είχε μιλήσει για την παρακμή του θεσμού των Μπιενάλε, όταν αναλώνονται στην αυταρέσκεια και παραβλέπουν την ετυμολογία του όρου «curate», της ευθύνης δηλαδή να παράξουν και να παρουσιάσουν ένα έργο κοινωνικά υπεύθυνο, σχεδόν θεραπευτικό. Πώς αντιλαμβάνεστε την ανάγκη για κοινωνικό χαρακτήρα στην τέχνη;
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αναγκαιότητά του. Είναι πιστεύω εγγενές χαρακτηριστικό της τέχνης άλλωστε, τουλάχιστον αυτής που μας αφορά, παραμένει στο έργο των σημαντικών καλλιτεχνών και των σημαντικών εκθέσεων. Το πώς μπορεί ένας επιμελητής να δουλέψει μέσα σε ένα «κουρασμένο» πλαίσιο όπως είναι αυτό των Μπιενάλε – και όλων των αντιστοίχου μεγέθους εκθέσεων, θα προσέθετα- έχει δυσκολία και ενδιαφέρον. Νομίζω ότι προϋποθέτει σκέψη πάνω στον ίδιο το θεσμό και πρόθεση να προτείνει άλλες αναγνώσεις ή μικρές μετατοπίσεις σε σχέση με την πρόσληψή του, παραμένοντας πιστός σε αυτό που είναι η ουσία της δουλειάς, ο διάλογος με τους καλλιτέχνες.
Έχοντας εμπειρία σε μεγάλες διοργανώσεις όπως η Documenta 14, μιλήστε μας για τις προκλήσεις της επιμέλειας σε ένα καθιερωμένο θεσμό όπως η Μπιενάλε της Βενετίας.
Στην περίπτωση της Μπιενάλε της Βενετίας αισθάνεται κανείς το βάρος της ιστορίας και της παράδοσης του θεσμού αλλά και των προσδοκιών που προϋποθέτει το να είσαι η «εθνική συμμετοχή» της χώρας. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο περιεχόμενο και στην διαδικασία έρευνας με τους καλλιτέχνες, νομίζω ότι αυτό είναι ένας καλός οδηγός: είναι η ουσία της δουλειάς, όλα τα άλλα ακολουθούν. Σίγουρα υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες που συνδέονται κυρίως με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και την πίεση που προκύπτει από τις απαιτήσεις παραγωγής έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον στο πλαίσιο των μεγάλων διοργανώσεων.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η ανταπόκριση του κόσμου στο ελληνικό περίπτερο και γιατί;
Η ανταπόκριση του κοινού κατά τις πρώτες αυτές μέρες ήταν απροσδόκητα θετική κάτι που μας κάνει πολύ χαρούμενους. Νομίζω δείχνει ότι τα θέματα που αναδεικνύονται αλλά ίσως και ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα έργα μεταξύ τους, ενδιαφέρουν τόσο το ελληνικό όσο και ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό, πράγμα σημαντικό.
Η επιμελήτρια της Ελληνικής Συμμετοχής στην 58η Μπιενάλε της Βενετίας, Κατερίνα Τσέλου μάς προσκαλεί σε μία διαφορετική ανάγνωση της ιστορίας, μέρος της οποίας αποτελεί και ο αινιγματικός κύριος Stigl του ομώνυμου τίτλου του Ελληνικού περιπτέρου.
Μπιενάλε της Βενετίας άνοιξε σχετικά πρόσφατα τις πύλες της και το εθνικό περίπτερο της Ελλάδας άνοιξε την δική του πύλη, η οποία όμως δεν φέρει τη βυζαντινή πρόσοψη που γνωρίζουμε. Αντικρίζοντας την πύλη της Μακρονήσου μας μεταφέρει πίσω στο παρελθόν, επαναδιαπραγματεύοντας την τοπική ιστορία μέσα στο διεθνές πλαίσιο ιστορικών αλλαγών του 20ου αιώνα.
Οι Ζάφος Ξαγοράρης, Πάνος Χαραλάμπους και Εύα Στεφανή επιχειρούν μία διείσδυση στις βαθύτερες στιβάδες της ελληνικότητας, μακριά όμως από επιφάσεις και εξωραϊσμούς, με τον προσωπικό, καλλιτεχνικό του τρόπο ο καθένας, δοκιμάζοντας έναν δύσκολο διάλογο . Μένει το κοινό της Μπιενάλε να καταφέρει να πάρει μέρος σε αυτόν το διάλογο και να τον ανοίξει μέσα σε ένα υπερ-εθνικό, παγκόσμιο πλαίσιο.
Ποιο είναι το στοίχημα της Ελληνικής Συμμετοχής στη φετινή Μπιενάλε της Βενετίας; Τι ζητήματα επιδιώκει να αναδείξει;
Το αρχικό ερώτημα ήταν το εξής: πώς προσεγγίζει κανείς ένα εθνικό περίπτερο την εποχή της ρευστότητας των εθνικών ταυτοτήτων, των ταχύτατων μετατοπίσεων και αλλαγών, όταν η ιδέα του ίδιου του έθνους-κράτους όπως τη γνωρίζουμε τίθεται υπό αμφισβήτηση – και ταυτόχρονα ισχυροποιείται σε ακραίες εκδοχές; Θεωρήσαμε ότι αυτή τη στιγμή η επαναδιαπραγμάτευση της ιστορίας και των θεσμών που τη δημιούργησαν μέσω εικόνων και φωνών που έρχονται από τις παρυφές της ιστορίας και της κοινωνίας, μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ηγεμονική αφήγησή της και να δημιουργήσουν νέες πιθανότητες για το μέλλον. Μέσω μικρών αφηγήσεων, άγνωστων ιστορικών λεπτομερειών και στοιχείων της παράδοσης, πλέκονται εναλλακτικές αφηγήσεις που αναζητούν να δημιουργήσουν νέες σχέσεις, τοποθετώντας, παράλληλα, την ελληνική συμμετοχή στο κέντρο του διεθνούς σύγχρονου διαλόγου.
Μιλήστε μας για τις τρεις συμμετοχές. Τι παρουσιάζουν; Ποιο είναι το κοινό συστατικό που ενοποιεί τα έργα των τριών καλλιτεχνών;
Οι εικόνες και οι ήχοι του Ζάφου Ξαγοράρη, της Εύας Στεφανή και του Πάνου Χαραλάμπους που επενδύουν την πρόσοψη, το δάπεδο και τους τοίχους του περιπτέρου αναμετριούνται με το αυστηρό του κέλυφος και υπονομεύουν τον κανονιστικό του χαρακτήρα. Το έργο των τριών καλλιτεχνών, αν και προέρχεται από διαφορετικές μορφολογικές περιοχές, συνδέεται χάρη στην πλάγια ματιά που ρίχνουν στα πράγματα, στο κοινό ενδιαφέρον τους για τις παρυφές της ιστορίας και της κοινωνίας, στον τρόπο που πραγματεύονται τις αμφισημίες των νοημάτων, της ιστορίας, της πραγματικότητας.
Η παραχώρηση μας μεταφέρει στο 1948, όταν, εξαιτίας του Εμφυλίου, η Ελλάδα δεν συμμετείχε στην Μπιενάλε της Βενετίας. Το ελληνικό περίπτερο παραχωρήθηκε στην Peggy Guggenheim, η οποία παρουσίασε πρώτη φορά στην Ευρώπη τη συλλογή της· μια κίνηση σημαντική, που έμελλε να αλλάξει οριστικά τον εκθεσιακό χαρακτήρα της Μπιενάλε. Κατά παράδοξη αντιστοιχία, την ίδια στιγμή που η έκθεση εγκαινιαζόταν στη Βενετία μια άλλου τύπου «πολιτισμική αναμόρφωση» λάμβανε χώρα στην Ελλάδα, συγκεκριμένα στο στρατόπεδο συγκέντρωσης της Μακρονήσου, όπου εκτοπισμένοι στρατιώτες και εξόριστοι πολίτες υποχρεώθηκαν να δημιουργήσουν «έργα τέχνης» εμπνευσμένα από αρχαία ελληνικά αντίγραφα ναών. Την εποχή που η αιχμή της μοντέρνας τέχνης και το προοδευτικό μήνυμα που έφερε γέμιζε το ελληνικό περίπτερο, στη Μακρόνησο η τέχνη χρησιμοποιούνταν ως μέσο προπαγάνδας εθνικιστικών ιδεών.
Η ανακατασκευασμένη πύλη της Μακρονήσου αγκιστρώνεται κυριολεκτικά στην πρόσοψη του περιπτέρου ως αποτέλεσμα μιας συμβολικής σύγκρουσης. Οι αυστηρές γραμμές της φασιστικής αρχιτεκτονικής της καλύπτουν τις αψίδες του νεοβυζαντινής εμπνεύσεως κτιρίου, προτείνοντας μια αντίστιξη δύο εκδοχών του ελληνικού μοντερνισμού. Ο Ζάφος Ξαγοράρης ξυπνά τη μνήμη του κτιρίου, τη συνδέει με ένα από τα πιο τραυματικά κομμάτια της ελληνικής ιστορίας και εξετάζει τις αμφισημίες του μοντερνισμού και των σχέσεών του στο πλαίσιο της πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας της Ευρώπης.
Τα Ανάγλυφα, το έργο της Εύας Στεφανή, αποτελούνται από τρία αυτόνομα έργα, που όμως λειτουργούν ως σύνολο στον χώρο του περιπτέρου:
Στην ταινία Μόνο άνδρες συνθέτει ένα ανάγλυφο προσώπων και σκηνών καθημερινότητας. Αντλεί υλικό από το πλούσιο αρχείο της και κινούμενη μπρος πίσω στον χρόνο πλέκει ιστορίες, στιγμές μοναχικές και συλλογικές ανθρώπων που ζουν στις παρυφές της κοινωνίας φτιάχνοντας μια νέα αφήγηση. Σαν μικρά διηγήματα, «οι ιστορίες αυτές του ελάχιστου» βρίσκονται μεταξύ ρεαλισμού και παραδοξότητας, δείχνουν την ευάλωτη πλευρά των πρωταγωνιστών τους, σκιαγραφώντας έναν κόσμο ανδρών διαφορετικό, αντιηρωικό, μακριά από στερεότυπα αρρενωπότητας. Θέματα όπως ο χρόνος, η δημοκρατία, η μοναξιά, η επιβίωση, η μετανάστευση, η ανδρική φιλία αναδύονται και σχολιάζονται με παιγνιώδη τρόπο τονίζοντας την παράδοξη πλευρά τους.
Το καθηλωτικό βλέμμα της Δήμητρας, μιας από τις παλιές ιερόδουλες της Αθήνας, επιβάλλεται πάνω στους άνδρες αυτούς από τη δεύτερη προβολή, το Παράθυρο, καθώς τους «παρακολουθεί» να συναναστρέφονται, να συζητούν, να εκφράζουν τις ανησυχίες, την απογοήτευση, τις ευαισθησίες τους. Το σχεδόν αδιάφορο βλέμμα της είναι διεισδυτικό και η παρουσία της τόσο κυρίαρχη που κατακλύζει τον χώρο του περιπτέρου. Πηγαίνοντας ακόμη μακρύτερα από την καταγραφή φωνών που δεν έχουν τη δυνατότητα να ακουστούν, η Εύα καταγράφει μια διαφορετική ιστορία, αυτή του νεκρού χρόνου που δεν περνά, υπενθυμίζοντας τη σημασία και τη δύναμη της σιωπής και της μη δράσης ως μη καταγεγραμμένης ιστορίας.
Στο Στόμα, την τρίτη προβολή, αντιπαραβάλλει εικόνες αρχειακού υλικού από παρελάσεις και επίσημους εθνικούς εορτασμούς με θραύσματα κειμένου γραμμένου από την ίδια. Κεντρικός αφηγητής εδώ είναι η ίδια, που συσχετίζει με ποιητικό τρόπο τον ιδιωτικό με τον δημόσιο λόγο. Η γυναικεία φωνή παρεμβάλλεται, διακόπτει, «διαβάζει» και ανατρέπει τελικά την επίσημη ιστορία έτσι όπως έχει καταγραφεί.
Στην εγκατάσταση Ένας αητός καθότανε ο Πάνος Χαραλάμπους αναποδογυρίζει 20.000 ποτήρια και δημιουργεί μια «υδάτινη» διάφανη επιφάνεια. Στην επιφάνειά της βρίσκονται δύο πικάπ που παίζουν ταυτόχρονα δύο αντιφατικούς ήχους: μια παλιά ερασιτεχνική ηχογράφηση του Τάκη Καρναβά, Το παιχνίδι της μοίρας, που έγινε σε πανηγύρι της Ακαρνανίας τον Δεκαπενταύγουστο του 1987, και την φωνή του Demetrio Stratos στα τραγούδια «Lamenti de Epiro I, II» από τον δίσκο Metrodora(Cramps Records, 1976). Τα πικάπ παίζουν μέχρι που η βελόνα κολλάει σε δύο επαναλαμβανόμενα μοτίβα, μπλέκοντας τις δύο πολύ ιδιαίτερες φωνές, οι οποίες γίνονται μία, και τη λαϊκή παράδοση με το αβανγκάρντ.
Ο επισκέπτης καλείται να περπατήσει στη γυάλινη σκηνή, ο ήχος που προκαλείται από τα βήματά του πάνω στα ποτήρια συμπληρώνει τα ηχητικά μοτίβα και από ακροατής-θεατής μετατρέπεται σε συμμετέχοντα. Στη μαρμάρινη πίστα που αναδύεται στο κέντρο της ο Πάνος Χαραλάμπους έχει επιτελέσει έναν χορό, γλιστρώντας πάνω σε ποτήρια, μια αναφορά σε παραδοσιακό χορό από την περιοχή της Ακαρνανίας: στη δική του εκδοχή ο χορός εκτελείται αργά, συρτά, σαν ένα χορευτικό scratching, έτσι ώστε ο ήχος των ποτηριών να συντονίζεται με τον ήχο των πικάπ, να τον συμπληρώνει και να τον διαταράσσει. Οι μετέωρες κινήσεις του συνομιλούν με τις υποθετικές κινήσεις του αετού που βρίσκεται απέναντί του και αποτελεί επίσης μέρος της εγκατάστασης: η αστάθεια του χορευτή και ο κίνδυνος της πτώσης ανατρέπουν τη σιγουριά και την ισχύ, μαζί και όλα όσα έχει ιστορικά συμβολίσει ο αετός.
Αναποδογυρίζοντας τα ποτήρια προτείνει το αναποδογύρισμα της ιστορίας, έναν τρόπο να δούμε τα πράγματα από κάτω προς τα πάνω, να διακρίνουμε μια αθέατη όψη της, φέρνοντας στο προσκήνιο το διονυσιακό στοιχείο που απουσιάζει από την επίσημη καταγραφή της.
Τι συμβολίζει ο αινιγματικός κύριος Stigl; Είναι ο αφηγητής μίας ιστορίας που διαδραματίζεται σε ζωντανό χρόνο ή μας διηγείται το παρελθόν της ιστορίας, διαμορφωμένης μέσα από το ίζημα του χρόνου;
Ο κύριος Stigl είναι ένα ιστορικό παράδοξο, αποτέλεσμα μιας παρανόησης. Είναι ο επινοημένος ήρωας μιας άγνωστης περιφερειακής ιστορίας που ζει στις παρυφές της επίσημης ιστορίας αλλά και της ίδιας της πραγματικότητας. Η αινιγματική φιγούρα του προέκυψε κατά την έρευνά μας για την ιστορία του ελληνικού περιπτέρου και συνδέεται με μια δεύτερη παραχώρηση που ανακαλύψαμε ότι πραγματοποιήθηκε το 1952, όταν το περίπτερο, για άγνωστους προς το παρόν λόγους, παραχωρήθηκε στην Ολλανδική κυβέρνηση. Στα αρχεία της επίσημης αλληλογραφίας μεταξύ ελληνικού προξενείου και ελληνικής κυβέρνησης, από παρανόηση, το De Stijl, καταγράφηκε ως Mr. Stigl, μετατρέποντας το γνωστό κίνημα του μοντερνισμού σε «γνωστό Ολλανδό ζωγράφο». Ο Mr. Stigl, λοιπόν, που είναι καταγεγραμμένος στην επίσημη ιστορία αν και ανύπαρκτο πρόσωπο, διερωτάται με τον καλύτερο τρόπο – και με χιούμορ – για την αδιαμφισβήτητη αντικειμενικότητα της ιστορικής καταγραφής και της ίδιας, τελικά, της ιστορίας όπως την γνωρίζουμε.
Με ποιους τρόπους διαμορφώνονται οι μετα-αναγνώσεις της ιστορίας και πως η τέχνη δύναται να λειτουργήσει σαν αρχείο αλλά και σαν ο ζωντανός και κριτικός δίαυλος απόδοσής τους στο σήμερα;
Το ενδιαφέρον για νέες αναγνώσεις της ιστορίας που επιχειρούνται μέσω της επανεξέτασης των ιστορικών πηγών και αρχείων ή της ανάδειξης περιφερειακών φωνών και της καταγραφής εναλλακτικών αφηγήσεων, έχει, τα τελευταία χρόνια, ξεπεράσει τα όρια της ιστορικής μελέτης, χαρτογραφώντας νέες περιοχές. Η τέχνη αποτελεί το ιδανικό πεδίο για μια τέτοια διαδικασία διότι παρέχει την ελευθερία να δημιουργηθεί, με κριτικό τρόπο, ένα αντι-αρχείο ανομοιογενών φωνών και εικόνων προς τη δημιουργία μιας υποθετικής νέας ανατρεπτικής ιστοριογραφίας.
Η Μπιενάλε της Βενετίας αποτελεί μία έκθεση με εθνικές συμμετοχές σε εθνικά περίπτερα. Σε μία χρονική στιγμή όπου, ειδικά στην Ελλάδα, ο όρος «εθνικό» διανύει μία «ετυμολογική» αναταραχή, πώς διαπραγματεύεται η συμμετοχή της Ελλάδας την αντίληψη της ελληνικότητας;
Όπως ανέφερα, η ερώτηση ακριβώς της εθνικής συμμετοχής σήμερα, στο πλαίσιο μιας διεθνούς έκθεσης όπως η Μπιενάλε της Βενετίας μας απασχόλησε από την αρχή: ξεκινήσαμε από την έρευνα της ιστορίας του ίδιου του ελληνικού περιπτέρου και των ελληνικών συμμετοχών, η οποία οδήγησε στην Παραχώρηση, το έργο του Ζάφου Ξαγοράρη που μας πάει κατευθείαν στην καρδιά της ελληνικής ιστορίας και μάλιστα σε μία από τις πιο τραυματικές της περιόδους, εκείνη του Εμφυλίου Πολέμου. Η Εύα Στεφανή και ο Πάνος Χαραλάμπους από την πλευρά τους παρουσιάζουν εκδοχές ελληνικότητας, αυτές μάλιστα που δεν είναι επίσημα καταγεγραμμένες είτε επειδή προέρχονται από τις παρυφές της ελληνικής κοινωνίας είτε επειδή ανήκουν σε μη καταγεγραμμένες εκδοχές του ελληνικού πολιτισμού. Περισσότερο από μία ανάγκη να αναδειχτεί η ελληνικότητα ως ένα περιθωριακό αφήγημα που ζητά διέξοδο, η ιδέα είναι να ενωθεί με άλλες περιφερειακές φωνές στο πλαίσιο της Μπιενάλε δημιουργώντας νέους συσχετισμούς και προτείνοντας νέες αναγνώσεις.
Η φετινή Μπιενάλε της Βενετίας έχει τίτλο ένα γλυκόπικρο ευχολόγιο: «May You Live In Interesting Times»- Είθε να ζήσεις σε ενδιαφέροντες καιρούς. Είναι μία φράση που μέχρι τώρα θεωρείτο λανθασμένα ως παλιά κινέζικη παροιμία, της οποίας η χρήση της λέξης «ενδιαφέροντες» πιθανόν να φέρει αρνητικό πρόσημο εν είδη «κατάρας», και να μεταφράζεται ως οι καιροί της κρίσης που διανύουμε. Ο Επιμελητής της φετινής Μπιενάλε Ralph Rugoff αναφέρθηκε στο πως η διασπορά των fake news και ο πολιτικός λαϊκισμός διαβρώνουν την εικόνα της αλήθειας. Ταυτόχρονα ο όρος «ενδιαφέροντες» υποδηλώνει και την έκφραση μιας κάποιας απόλαυσης. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για ένα σύγχρονο Υψηλό, του οποίου τα νέα τοπία προφέρουν τρόμο και ηδονή μαζί; Πως η ελληνική συμμετοχή επιλέγει να συνδιαλεχθεί με αυτά τα ζητήματα που θέτει η έκθεση;
Η αμφισημία του τίτλου της Μπιενάλε χαρακτηρίζει τόσο την ιστορική στιγμή που διανύουμε όσο και τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίσαμε, κι εμείς από την πλευρά μας, τις σχέσεις ιστορίας, πολιτικής και κοινωνίας. Μέσω των έργων των τριών καλλιτεχνών, επιχειρούμε να ρίξουμε μια πλάγια, διεισδυτική ματιά στα πράγματα και να αναδείξουμε ακριβώς τις αμφισημίες, τις παραδοξότητες και τις αντιφάσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος κάθε ειλικρινούς ανάγνωσης της πραγματικότητας που δεν επιθυμεί να είναι εμπαθής ή επιφανειακή.
Επανερχόμενη στο θέμα της φετινής Μπιενάλε, παρόλο γενικό, είναι βαθιά πολιτικό, και ταυτόχρονα σύμφωνα με τον Rugoff εμπεριέχει και το παιχνίδι και το role playing. Πριν κάποιο καιρό ο έμπειρος «μπιεναλικός» επιμελητής-curator Viktor Misiano είχε μιλήσει για την παρακμή του θεσμού των Μπιενάλε, όταν αναλώνονται στην αυταρέσκεια και παραβλέπουν την ετυμολογία του όρου «curate», της ευθύνης δηλαδή να παράξουν και να παρουσιάσουν ένα έργο κοινωνικά υπεύθυνο, σχεδόν θεραπευτικό. Πώς αντιλαμβάνεστε την ανάγκη για κοινωνικό χαρακτήρα στην τέχνη;
Δεν υπάρχει αμφιβολία για την αναγκαιότητά του. Είναι πιστεύω εγγενές χαρακτηριστικό της τέχνης άλλωστε, τουλάχιστον αυτής που μας αφορά, παραμένει στο έργο των σημαντικών καλλιτεχνών και των σημαντικών εκθέσεων. Το πώς μπορεί ένας επιμελητής να δουλέψει μέσα σε ένα «κουρασμένο» πλαίσιο όπως είναι αυτό των Μπιενάλε – και όλων των αντιστοίχου μεγέθους εκθέσεων, θα προσέθετα- έχει δυσκολία και ενδιαφέρον. Νομίζω ότι προϋποθέτει σκέψη πάνω στον ίδιο το θεσμό και πρόθεση να προτείνει άλλες αναγνώσεις ή μικρές μετατοπίσεις σε σχέση με την πρόσληψή του, παραμένοντας πιστός σε αυτό που είναι η ουσία της δουλειάς, ο διάλογος με τους καλλιτέχνες.
Έχοντας εμπειρία σε μεγάλες διοργανώσεις όπως η Documenta 14, μιλήστε μας για τις προκλήσεις της επιμέλειας σε ένα καθιερωμένο θεσμό όπως η Μπιενάλε της Βενετίας.
Στην περίπτωση της Μπιενάλε της Βενετίας αισθάνεται κανείς το βάρος της ιστορίας και της παράδοσης του θεσμού αλλά και των προσδοκιών που προϋποθέτει το να είσαι η «εθνική συμμετοχή» της χώρας. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο περιεχόμενο και στην διαδικασία έρευνας με τους καλλιτέχνες, νομίζω ότι αυτό είναι ένας καλός οδηγός: είναι η ουσία της δουλειάς, όλα τα άλλα ακολουθούν. Σίγουρα υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες που συνδέονται κυρίως με τις γραφειοκρατικές διαδικασίες και την πίεση που προκύπτει από τις απαιτήσεις παραγωγής έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί πλέον στο πλαίσιο των μεγάλων διοργανώσεων.
Ποια θεωρείτε ότι είναι η ανταπόκριση του κόσμου στο ελληνικό περίπτερο και γιατί;
Η ανταπόκριση του κοινού κατά τις πρώτες αυτές μέρες ήταν απροσδόκητα θετική κάτι που μας κάνει πολύ χαρούμενους. Νομίζω δείχνει ότι τα θέματα που αναδεικνύονται αλλά ίσως και ο ποιητικός τρόπος με τον οποίο συνδέονται τα έργα μεταξύ τους, ενδιαφέρουν τόσο το ελληνικό όσο και ένα ευρύτερο, διεθνές κοινό, πράγμα σημαντικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου