Η Βασίλω Μ γεννηθηκε στὴ Λάκκα Σουλίου,
στὸ χωριὸ Δερβίζαινα ἐν ἔτει 189… Στὰ εἴκοσι δύο της παντρεύτηκε τὸν
Γιώργη Γ. κι ἔκαναν ἕξι παιδιά, ἔζησαν τὰ τέσσερα. Σκληρὴ γυναίκα
μὲ κάποιες ἐλάχιστες στιγμὲς γλυκύτητας καὶ προσήνειας. Πανέξυπνη,
διαόλου κάλτσα. Ἡ φτώχεια τοὺς ἔδερνε, ὅπως καὶ τοὺς περισσότερους,
στὴν ἄγονη γῆ ποὺ τοὺς δόθηκε. Ἕνα κηπάκι μὲ τὰ ζαρζαβατικά τους, δυὸ
κατσίκες καὶ πέντε πρόβατα ἦταν τὸ ἔχει τους. Ὁ ἄντρας της ἦταν πραματευτής,
γυρολόγος, περιδιάβαινε τὰ χωριὰ τῆς περιοχῆς πουλώντας τὴν πραμάτεια
του. Βασίλισσα τὴν εἶχε τὴ Βασίλω, ὅ,τι φτωχικὸ ἀποκτοῦσε, στὰ χέρια
της τὸ ἀπόθετε. Ἡ Βασίλω δὲν σκοτιζόταν ἰδιαίτερα γιὰ τὶς δουλειὲς
τοῦ νοικοκυριοῦ, ψόφαγε νὰ λιάζεται στὴν αὐλή της μὲ τὶς ὧρες καὶ καμιὰ
φορὰ ἔπιανε τὸ τραγούδι.
Μανουσάκια, μανουσάκια, μόσχος καὶ γαρυφαλλάκια.
Τὰ παιδιά της τὰ ἔδιωξε ἀπὸ κοντά της νωρίς, μετὰ τὸν θάνατο
τοῦ ἄνδρα της δὲν εἶχε νὰ τὰ θρέψει.
Τὰ ἔστειλε στὴν Ἀθήνα στὴν ἀδελφή της, ποὺ εἶχε τὴν τύχη νὰ κατέβει γιὰ ὑπηρετριούλα καὶ νὰ τὴν υἱοθετήσει ἕνα πλούσιο ζευγάρι ἄτεκνων μεγαλοαστῶν. Κράτησε κοντά της μόνον τὸν μεγαλύτερο, τὸν Κίτσο. Τὸν πάντρεψε μὲ προξενιὸ μὲ τὴν Ἄννα, κόρη ἐργάτη, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὴ Γερμανία. Μὲ τὸ ζευγάρι συγκατοικοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ὅταν ἀπέκτησε δύο ἐγγόνια καὶ ἀποφάσισε ὅτι φτάνουν καὶ περισσεύουν, ἐφάρμοσε μία δραστικὴ καὶ πρωτότυπη μέθοδο ἀντισύλληψης: μπούκαρε στὴν κάμαρα τοῦ ζευγαριοῦ κάθε ποὺ μυριζόταν ὅτι ἐπίκειται συνουσία καὶ τοὺς ἔκοβε τὴ φόρα: «Δύο ἔχετε, φτάνουν! Δὲν χρειάζεστε ἄλλα. Πῶς θὰ τὰ θρέψετε, μπρέ;»
Τὰ ἔστειλε στὴν Ἀθήνα στὴν ἀδελφή της, ποὺ εἶχε τὴν τύχη νὰ κατέβει γιὰ ὑπηρετριούλα καὶ νὰ τὴν υἱοθετήσει ἕνα πλούσιο ζευγάρι ἄτεκνων μεγαλοαστῶν. Κράτησε κοντά της μόνον τὸν μεγαλύτερο, τὸν Κίτσο. Τὸν πάντρεψε μὲ προξενιὸ μὲ τὴν Ἄννα, κόρη ἐργάτη, ποὺ μόλις εἶχε γυρίσει ἀπὸ τὴ Γερμανία. Μὲ τὸ ζευγάρι συγκατοικοῦσαν κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ὅταν ἀπέκτησε δύο ἐγγόνια καὶ ἀποφάσισε ὅτι φτάνουν καὶ περισσεύουν, ἐφάρμοσε μία δραστικὴ καὶ πρωτότυπη μέθοδο ἀντισύλληψης: μπούκαρε στὴν κάμαρα τοῦ ζευγαριοῦ κάθε ποὺ μυριζόταν ὅτι ἐπίκειται συνουσία καὶ τοὺς ἔκοβε τὴ φόρα: «Δύο ἔχετε, φτάνουν! Δὲν χρειάζεστε ἄλλα. Πῶς θὰ τὰ θρέψετε, μπρέ;»
Στὰ γεράματα κατέβηκε στὴν Ἀθήνα νὰ θάψει τὸ στερνοπούλι
της τὸν Νάσο ποὺ ἔφυγε στὰ σαράντα ἑφτά του. Τὴ νύφη της τὴ Μαρία, ποὺ
ἔκλαιγε καὶ χτυπιόταν στὴν κηδεία, τὴν ἀποπῆρε: «Τί κάνεις ἔτσι, γυναίκα;
Οἱ ζωντανοὶ μὲ τοὺς ζωντανοὺς καὶ οἱ πεθαμένοι μὲ τοὺς πεθαμένους!»
Ἡ Βασίλω ἀπεβίωσε στὰ ἐνενῆντα ἑφτά της ἐν Ἀθήναις.
Αἰτία ἡ ὑπερβολικὴ ἔκθεση στὸν ἥλιο, τὸν ὁποῖον λάτρευε ὅπως εἴπαμε,
γεγονὸς ποὺ τῆς προκάλεσε ντουβρουντζά*, κατὰ τὰ κοινῶς λεγόμενα.
Στὸν γιατρὸ ποὺ ἦρθε νὰ τὴν ἐπισκεφτεῖ ἑτοιμοθάνατη, ἔτεινε τὸ χέρι
«τί ἦρθες νὰ κάνεις κι ἐσύ; Ἐγὼ τώρα φεύγω. Ἄντε γειὰ καὶ καλὴ ἀντάμωση.»
Ἔτσι πέθανε, ἥσυχη καὶ ἀγέρωχη, ὅπως ἀκριβῶς ἔζησε.
ντουβρουντζάς· ἐγκεφαλικό.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση.ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Χαρὰ Νικολακοπούλου. Σπούδασε Φιλολογία καὶ πῆρε μεταπτυχιακὸ δίπλωμα στὴ Δημιουργικὴ Γραφὴ ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο Δυτικῆς Μακεδονίας. Ἐργάζεται στὴ Μέση Ἐκπαίδευση. Διηγήματα καὶ παραμύθια της ἔχουν βραβευτεῖ σὲ πανελλήνιους διαγωνισμοὺς καὶ ἔχουν δημοσιευτεῖ στὰ λογοτεχνικὰ περιοδικὰ Μανδραγόρας, Παρέμβαση, Κοράλλι, Δέκατα, Ὀροπέδιο, Πλανόδιον-Ἱστορίες Μπονζάι κ.ἄ. Ἀπὸ τὸ 2014 λειτουργεῖ στὴν Καλαμάτα τὸ δικό της ἐργαστήρι Δημιουργικῆς Γραφῆς καὶ ἔχει συνεργαστεῖ μὲ τὸ Κέντρο Δία Βίου Μάθησης (ΙΝΕΔΙΒΙΜ).
i
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου