ΤΟΝ ΕΙΔΕ πρώτη φορὰ στὸ μετρό. Στεκόταν μὲ τὸ
μέτωπο ἀκουμπισμένο στὸ τζάμι τῆς πόρτας καὶ κοίταζε ἔξω. Ἦταν μελαχρινός,
μὲ ψηλὰ ζυγωματικά. Τὰ μάτια του δὲν τὰ εἶχε δεῖ ἀκόμα, ἀλλὰ ἤξερε ὅτι
θὰ εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ πάγου. Πρόσεξε τὶς ὠμοπλάτες ποὺ προεξεῖχαν ὑπερβολικὰ
ἀπὸ τὸ δερμάτινο σακάκι του. Κάτι τὸν ἔσπρωξε νὰ τὸν ἀγγίξει τότε,
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἂν καὶ ἀγγελόμορφος ἔτσι ὅπως
στεκόταν μπροστὰ στὴν πόρτα. Ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὸν ἀκούμπησε στὸν
ὦμο. Ἐκεῖνος γύρισε καὶ τὸν κοίταξε σὰν νὰ τὸν ἤξερε ἀπὸ καιρό. Τὸ
βλέμμα του τὸν ἔκανε νὰ διστάσει λίγο, ἀλλὰ ὕστερα —ποὺ βρῆκα ξαφνικὰ τέτοιο θράσος;—
ἔβαλε τὸ χέρι του κάτω ἀπὸ τὸ σακάκι του γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὰ ἐξογκώματα
στὴν πλάτη του. Ἀνέσυρε τὴν παλάμη του ματωμένη. «Πᾶμε σπίτι μου»,
τοῦ εἶπε. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι. Μάτωσε ἔτσι καὶ τὸ δικό του. Ὁ κόσμος
τοὺς κοίταζε. Κατέβηκαν στὴν ἑπόμενη στάση καὶ περπάτησαν τὴν ὑπόλοιπη
διαδρομὴ μέσα στὴ βροχή.
|
This post is
ad-supported
|
Ναταλία Θεοδωρίδου
(Natalia Theodoridou)
Ἀγγελοκέφαλοι Χίπστερς
(Angelheaded
Hipsters)
ΟΝ ΕΙΔΕ πρώτη φορὰ στὸ μετρό. Στεκόταν μὲ τὸ
μέτωπο ἀκουμπισμένο στὸ τζάμι τῆς πόρτας καὶ κοίταζε ἔξω. Ἦταν μελαχρινός,
μὲ ψηλὰ ζυγωματικά. Τὰ μάτια του δὲν τὰ εἶχε δεῖ ἀκόμα, ἀλλὰ ἤξερε ὅτι
θὰ εἶχαν τὸ χρῶμα τοῦ πάγου. Πρόσεξε τὶς ὠμοπλάτες ποὺ προεξεῖχαν ὑπερβολικὰ
ἀπὸ τὸ δερμάτινο σακάκι του. Κάτι τὸν ἔσπρωξε νὰ τὸν ἀγγίξει τότε,
γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ ὅτι ἦταν ἀληθινὸς ἂν καὶ ἀγγελόμορφος ἔτσι ὅπως
στεκόταν μπροστὰ στὴν πόρτα. Ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὸν ἀκούμπησε στὸν
ὦμο. Ἐκεῖνος γύρισε καὶ τὸν κοίταξε σὰν νὰ τὸν ἤξερε ἀπὸ καιρό. Τὸ
βλέμμα του τὸν ἔκανε νὰ διστάσει λίγο, ἀλλὰ ὕστερα —ποὺ βρῆκα ξαφνικὰ τέτοιο θράσος;—
ἔβαλε τὸ χέρι του κάτω ἀπὸ τὸ σακάκι του γιὰ ν’ ἀκουμπήσει τὰ ἐξογκώματα
στὴν πλάτη του. Ἀνέσυρε τὴν παλάμη του ματωμένη. «Πᾶμε σπίτι μου»,
τοῦ εἶπε. Τὸν ἔπιασε ἀπὸ τὸ χέρι. Μάτωσε ἔτσι καὶ τὸ δικό του. Ὁ κόσμος
τοὺς κοίταζε. Κατέβηκαν στὴν ἑπόμενη στάση καὶ περπάτησαν τὴν ὑπόλοιπη
διαδρομὴ μέσα στὴ βροχή.
Τὸ ἀγόρι ἄνοιξε τὴν πόρτα τοῦ διαμερίσματός του, πέταξε τὰ κλειδιὰ
στὸ τασάκι δίπλα στὴν εἴσοδο καὶ πῆγε στὸ μπάνιο νὰ φέρει πετσέτες. Ἐκεῖνος
στεκόταν στὸ κατώφλι, στάζοντας, ἀκίνητος. Τὸ ἀγόρι ἐπέστρεψε μὲ
τὶς πετσέτες, τὸν εἶδε ποὺ στεκόταν. «Γιατί δὲν μπαίνεις μέσα;», τὸν ρώτησε.
Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε. Τὸ ἀγόρι τὸν πλησίασε καὶ τὸν τράβηξε νὰ καθίσει
στὸ στρῶμα ποὺ σχεδὸν γέμιζε τὸ μοναδικὸ δωμάτιο τοῦ σπιτιοῦ. Τοῦ
σκούπισε τὰ μαλλιὰ μὲ τὴν πετσέτα. Ἐκεῖνος δὲν ἔλεγε τίποτα. Εἶχε τὴν
πλάτη του γυρισμένη κι ἔτσι δὲν μποροῦσε νὰ δεῖ τὰ μάτια του, ἀλλὰ ἤξερε
ὅτι κοίταζαν τὴ ματωμένη του παλάμη. Τὰ σγουρὰ μαλλιά του ἀνέδιδαν
ἕνα ἀπροσδιόριστο ἄρωμα. Τί τοῦ θύμιζε; Τοῦ ἔβγαλε τὸ σακάκι. Τὸ
μπλουζάκι του ἦταν μουλιασμένο στὸ αἷμα.
Τὸ ἀγόρι σηκώθηκε. Πῆγε στὸ μπάνιο κι ἔφερε μιὰ λεκάνη μὲ νερὸ κι ἕνα
σφουγγάρι. Ξανακάθισε στὸ στρῶμα.
«Πρέπει νὰ σὲ πλύνω», τοῦ εἶπε. Ἐκεῖνος δὲν ἀπάντησε, κοίταζε ἀκόμα
τὸ αἷμα στὴν παλάμη του.
«Πονᾶς;» τὸν ρώτησε.
Τότε μίλησε γιὰ πρώτη φορά. «Δὲν πονάω», εἶπε μὲ μιὰ ἑρμαφρόδιτη φωνὴ
ποὺ ἔκανε τὸ ἀγόρι ν’ ἀνατριχιάσει. Τοῦ ἄρεσε ἡ αἴσθηση.
Μὲ πολλὴ προσοχή, τοῦ ἔβγαλε τὸ μπλουζάκι. Τὸ δέρμα του ἦταν ἁπαλό. Ὅπου
δὲν ἦταν καλυμμένο μὲ ξεραμένο αἷμα, εἶχε τὸ χρῶμα τῆς ἄμμου. Αὐτὸ εἶναι, σκέφτηκε
τὸ ἀγόρι. Τὰ μαλλιὰ
του μυρίζουν ἔρημο. Τὸ ἤξερε, κι ἂς μὴν εἶχε πάει στὴν ἔρημο
ποτέ.
Τὸ ἀγόρι βούτηξε τὸ σφουγγάρι στὴ λεκάνη κι ὕστερα τὸ στράγγιξε. Ἄρχισε
νὰ καθαρίζει τὸ αἷμα ἀπὸ τὴν πλάτη του. Ὅταν ἔφτασε στοὺς ἀκρωτηριασμένους
χόνδρους, ἐκεῖνος ρίγησε. Τὸ σῶμα του ἦταν δυνατό, γραμμωμένο, ἀψεγάδιαστο
ἂν ἑξαιρέσεις τὶς δυὸ πληγὲς στὴν πλάτη του. Τὸ ἀγόρι δούλευε ὅσο πιὸ
μαλακὰ μποροῦσε. Μόλις τελείωσε, πῆρε τὴ ματωμένη λεκάνη καὶ τὴν
πῆγε στὸ μπάνιο. Τὴν ἄδειασε στὸ νεροχύτη, παλεύοντας μὲ τὴν αἴσθηση
ὅτι πετοῦσε κάτι πολύτιμο.
«Διψᾶς;» τὸν ρώτησε. «Νὰ σοῦ φέρω κάτι νὰ πιεῖς;»
«Δὲν πίνω», ἀπάντησε ἐκεῖνος.
«Πεινᾶς;»
«Δὲν τρώω.»
«Τί θέλεις; Θέλεις ἕνα τσιγάρο;»
«Ἁπλὰ μίλα μου. Πές μου μιὰ ἱστορία.»
Τότε τὸ ἀγόρι τοῦ εἶπε γιὰ τὸν τύπο ποὺ κατάπινε σπαθιὰ καὶ μαχαίρια
στὸ Σόχο. Μιὰ μέρα, καθὼς εἶχε στὸν οἰσοφάγο του τρία κοφτερὰ ξίφη, ἕνας
ἄντρας σταμάτησε μπροστά του καὶ τὸν κοίταζε. Ὁ περφόρμερ ἦταν γυμνόστηθος.
Φοροῦσε ἕνα πέτσινο παντελόνι καὶ μιὰ ζώνη μὲ καρφιά. Ὁ περαστικὸς
τὸν πλησίασε καὶ τοῦ ψιθύρισε κάτι στὸ ἀφτί. Ὁ περφόρμερ τότε συστράφηκε
ἀπότομα καὶ τὰ μάτια του γέμισαν τρόμο. Ἔβγαλε ὅπως-ὅπως τὰ σπαθιὰ ἀπὸ
τὸ στόμα του καὶ ἄρχισε νὰ ξερνάει αἷμα. Ὁ περαστικὸς ἔφυγε. Ὁ περφόρμερ
δὲν ξαναμίλησε ποτέ. Κάποιοι εἶπαν ὅτι εἶχε σκίσει τὶς φωνητικές
του χορδές. Κανεὶς δὲν ξέρει τί τοῦ εἶπε ὁ ἄντρας.
«Σοῦ ἄρεσε;» ρώτησε τὸ ἀγόρι.
«Μοῦ ἀρέσουν ὅλες οἱ ἱστορίες. Ἂν καὶ τὶς περισσότερες τὶς ἔχω ξανακούσει»,
ἀπάντησε ἐκεῖνος.
Τὸ πρωὶ τὸν ἄφησε στὸ
σπίτι, καθισμένο πλάι στὸ παράθυρο, καὶ πῆγε στὴ δουλειά. Τὸ δισκάδικο
ἦταν σχεδὸν ἄδειο ὅλη μέρα. Πέρασε τὴν ὥρα χαϊδεύοντας τοὺς δίσκους
μὲ τὰ δάχτυλα καὶ κοιτάζοντας ἐξώφυλλα. Ἡ Πάτι Σμίθ, ὄμορφη σὰν ἀγόρι,
ἀκουμπισμένη σ’ ἕναν τοῖχο, κοιτάζει τὸ φακὸ μὲ τὰ χέρια στὶς τιράντες
της καὶ τὸ σακάκι στὸν ὦμο. Οἱ Μπὴτλς ἔχουν λαστιχωτὲς ψυχὲς κι ὁ Τζὸν
Λένον χαμογελάει. Τὰ Μπὴτς Μπόυς ταΐζουν μηρυκαστικά. Ὁ Μέριλυν
Μάνσον μεταμορφώνεται ἀπὸ σκουλήκι σὲ ἄγγελο.
Ὅταν γύρισε, τὸν βρῆκε νὰ κοιμᾶται μπρούμυτα στὸ στρῶμα. Οἱ χόνδροι
στὴν πλάτη του ἐξεῖχαν σὰν δυὸ ξασπρισμένα βουνὰ στὴν ἐπιφάνεια μιᾶς
σάρκινης χώρας. Κάθισε δίπλα του στὸ στρῶμα καὶ διέτρεξε τὴν πλάτη
του μὲ τ’ ἀκροδάχτυλά του. Ἐκεῖνος γύρισε καὶ τὸν κοίταξε ἀπὸ τὸ μαξιλάρι.
«Ἦταν τρομερό;» τὸν ρώτησε τὸ ἀγόρι.
«Ναί.»
«Πῶς ἔνιωσες;»
«Ὁ νοῦς μου σταμάτησε κι ἡ καρδιά μου ἄρχισε νὰ χτυπάει.»
«Καὶ τώρα τί εἶσαι;»
«Ὅ,τι ἤμουν πάντα. Δὲν μπορεῖς ν’ ἀλλάξεις αὐτὸ ποὺ εἶσαι.»
«Καὶ δὲν μπορεῖς νὰ ξαναγυρίσεις;»
«Μπορῶ. Τίποτα δὲν κρατάει αἰώνια.»
«Γιατί τὸ ἔκανες;»
Ἐκεῖνος ἀνασήκωσε τοὺς ὤμους του.
«Ἤθελα νὰ δῶ τὸ Λονδίνο ἀπὸ κοντά.»
Τὸ ἀγόρι σκέφτηκε γιὰ λίγο. «Ποῦ πήγαινες ὅταν σὲ συνάντησα;», ρώτησε
τελικά.
«Θὰ σοῦ φανεῖ ἀστεῖο.»
«Πές μου, ὑπόσχομαι νὰ μὴ γελάσω.»
«Πήγαινα στὸ Ἔιντζελ. Σκέφτηκα ὅτι μπορεῖ νὰ βρῶ κι ἄλλους ἐκεῖ», εἶπε
μ’ ἕνα παιδιάστικο χαμόγελο ποὺ ἔδωσε στὴν ὄψη του κάτι ἀρχαῖο κι
ἐπικίνδυνο.
Τὸ ἀγόρι γέλασε.
«Θὰ μὲ γνωρίσεις στοὺς φίλους σου;» ρώτησε ἐκεῖνος καθὼς σηκωνόταν ἀπὸ
τὸ στρῶμα. Εἶχε ἱδρώσει καὶ τὰ μαλλιά του κολλοῦσαν στὸ μέτωπό του.
Τὸ ἀγόρι ἔνευσε καταφατικά. «Πᾶμε», εἶπε.
Οἱ φίλοι του ἔκλεισαν τὸν
ξένο μέσα σ’ ἕναν στενὸ κύκλο ἀπὸ μεθυσμένα σώματα. Ἡ Τζούλι, ὁ Μάικ,
ὁ Φίλιπ, ἱδρωμένοι δορυφόροι φτιαγμένοι μὲ ὀξὺ καὶ τριπάκια καὶ μάτια
ποὺ γυάλιζαν στὸ ἡμίφως —τὸ
φῶς μοιάζει νὰ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸ δέρμα του— πρόσωπα ἐπίμονα
νὰ κλέψουν ἕνα ἄγγιγμά του, χέρια ποὺ διψοῦσαν χωρὶς νὰ ξέρουν γιατί.
Τὸ ἀγόρι τὸν εἶδε ν’ ἁπλώνει ἕνα αὐτοκρατορικὸ δάχτυλο καὶ ν’ ἀγγίζει
τὴ Τζούλι στὸ μέτωπο. Ἐκείνη γλίστρησε κοντά του κι ἔβαλε τὸ χέρι
της στὸ στῆθος του. Ὅταν ἔσκυψε καὶ τὴ φίλησε στὰ χείλη, τὸ ἀγόρι σηκώθηκε
ἀπότομα. Χρειαζόταν ἀέρα. Κατευθύνθηκε πρὸς τὴν ἔξοδο κι εἶχε τὴν
αἴσθηση πὼς προσπαθοῦσε νὰ δραπετεύσει μέσα ἀπὸ ἕνα γιγάντιο σῶμα.
Βγῆκε ἀπὸ τὸ κλὰμπ μὲ βλέμμα θηράματος. Τὸ μπὴτ τῆς μουσικῆς ἀκουγόταν
τώρα μουντό – ἡ ταχυκαρδία κάποιου ἄλλου.
Ἀκούμπησε τὸ μέτωπό του στὸν πέτρινο τοῖχο τοῦ κτιρίου κι ἔκλεισε τὰ
μάτια προσπαθώντας νὰ κρατήσει τὴ νύχτα ἀκίνητη. Σὲ λίγο αἰσθάνθηκε
δυὸ χέρια νὰ γλιστρᾶνε στὸ στῆθος του, ὕστερα στὸ στομάχι του. Γύρισε
καὶ βρέθηκαν πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἡ ἀνάσα του μύριζε οὐρανό. Τὸ ἀγόρι
ἅρπαξε τὸ κεφάλι του καὶ τὸν φίλησε πεινασμένα. Αἰσθάνθηκε ὅτι φιλάει
τὸν γαλαξία. Τὰ χέρια του ἔψαχναν αὐτὸ τὸ σῶμα μὲ μιὰ ἀπελπισία πρωτόγνωρη
κι ὁ ἐγκέφαλός του φώναζε ψηλαφῶ
τὸν χρόνο, ποιὸς εἶσαι, ποιὸς εἶσαι, ποιὸς εἶσαι, θέλω νὰ σὲ δῶ ἀλήθεια
καὶ τότε ἐκεῖνος ἐμφανίστηκε μπροστά του ἀσύλληπτος καὶ γυμνός.
Κι ὁ ἄγγελος εἶπε στὸ ἀγόρι:
«Μπορῶ νὰ γίνω γυναίκα γιὰ σένα. Θὰ ἤθελες μιὰ γυναίκα;»
Καὶ τὸ ἀγόρι εἶπε:
«Ὄχι. Θέλω ἐσένα ὅπως εἶσαι πραγματικά.»
«Καὶ ξέρεις τί σημαίνει αὐτό;»
«Ξέρω.»
Καὶ τότε ὁ ἄγγελος ἔριξε κάτω τὴν ἀσπίδα του
καὶ πῆρε τὸ σπαθί του
καὶ τρύπησε τὸ στῆθος τοῦ ἀγοριοῦ
τρυφερά,
ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη.
Πρώτη δημοσίευση: «Angelheaded Hipsters», An Unlikely Companion, Μάϊος 2015. (Μετάφραση: Ναταλία Θεοδωρίδου.)
Ναταλία Θεοδωρίδου (Natalia Theodoridou) (Θεσσαλονίκη, 1984). Ζεῖ στὸ Ἡνωμένο Βασίλειο καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὰ ΜΜΕ καὶ τὶς πολιτισμικὲς σπουδές, ἐνῶ παράλληλα συγγράφει περίεργες καὶ παράδοξες ἱστορίες. Ἔχει κερδίσει τὸ Παγκόσμιο βραβεῖο γιὰ τὴν Μικροαφήγηση (World Fantasy Award for Short Fiction) καὶ τὸ 2018 βρέθηκε στὴ βραχεία λίστα τοῦ βραβείου Nebula στὴν ἑνότητα τῆς παιγνιώδους γραφῆς. Συνεργάζεται ὡς ὑπεύθυνη γιὰ τὴν ἀφήγηση μὲ τὸ διαδραστικὸ περιοδικὸ sub-Q. Ἐργάζεται ἐπίσης ὡς δραματουργὸς στὴν Adrift Performance Makers. Δοκίμια καὶ μικροδιηγήματά της δημοσιεύονται σὲ ἑλληνικοὺς καὶ ξένους ἱστοτόπους καὶ ἔντυπα, ἐνῶ ἐντὸς τοῦ 2019 πρόκειται νὰ ἐκδοθεῖ τὸ διήγημά της «The Forest Edna» στὸν τόμο Letters from the Grave (Οrbannin books).
This post is
ad-supported
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου