|
Η Β ΙΣΙΔΩΡΑ ἔφτασε λαχανιασμένη στὸ σχολεῖο
ποὺ τὴν περίμεναν οἱ ἄλλοι γονεῖς. Δίπλα της ἡ κόρη της νὰ παίζει σὰν
γατὶ στὰ πόδια της. Ὁ Μάνος τὴν εἶδε ἀπὸ μακριὰ νὰ ἔρχεται. Σὰν ἀπὸ ἔνστικτο
βγῆκε γιὰ λίγο ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ κάθισε μόνος στὸ πεζοδρόμιο κοιτώντας
πέρα στὸν δρόμο. Σὰν νὰ τὴν περίμενε. Τὴν περίμενε.
Καθημερινὰ ροῦχα ἐκείνη τὴ μέρα, ἁπλὰ ντυμένη, μὰ πάντα προσεγμένη.
Χωρὶς κραγιὸν ἢ ἄλλο βάψιμο, ἡ Ἰσιδώρα ἔδειχνε συνήθως φυσική. Μιὰ φορὰ δὲν τὴν ἔχω δεῖ μὲ κραγιόν.
Θὰ τῆς πήγαινε, σκέφτηκε ὁ Μάνος, ἀλλὰ οἱ σκέψεις του περὶ
αἰσθητικῆς διακόπηκαν ἀπὸ τὴν κοφτή της καλημέρα. Καλὰ τὸ κατάλαβα,
σκέφτηκε πάλι ὁ Μάνος, ποὺ εἶχε νιώσει τὸν ἐκνευρισμό της ἀπὸ τὴ
στιγμὴ ποὺ τὴν εἶδε νὰ ἔρχεται ἀπὸ μακριά. Τί ἔχεις; Τὴ ρώτησε στὸ μυαλό του.
Τίποτα, ἄκουσε μιὰ γυναικεία φωνὴ νὰ λέει. Τίποτα σημαντικό.
Τὴν κοίταξε, ἔπειτα καὶ τὸ κοριτσάκι στὰ πόδια της καὶ τὴν ἀκολούθησε
στὴν αὐλή. Στὴ συνάντηση μὲ τοὺς ἄλλους γονεῖς γιὰ κάποια βαρετὰ θέματα
τοῦ σχολείου, ὁ Μάνος εἶχε γυρίσει τὴν καρέκλα του ἔτσι, ὥστε νὰ τὴν
κοιτάει. Γιατί εἶσαι
ἐκνευρισμένη; Τί σὲ τρώει; Ρωτοῦσε στὸ μυαλό του. Ἄλλη ὥρα, τοῦ ἀπάντησε
μὲ μιὰ φευγαλέα ματιὰ ἐκείνη, καθὼς ἔνιωθε τὸ βλέμμα του νὰ καίει
πάνω της καὶ ἔγερνε τὸ κεφάλι της πρὸς τὸ μέρος του.
— Τώρα...
— Μετά...
Καὶ συνέχισαν ἔτσι τὸν διάλογό τους δίχως νὰ ἀκούσουν λέξη ἀπὸ ὅσα
λέγονταν στὴν αἴθουσα.
Τελείωσε ἡ συνάντηση, τελείωσε καὶ ὁ βουβὸς διάλογος.
Φεύγοντας, πέρασε ἀπὸ δίπλα της κι ἐκείνη ἅπλωσε τὸ χέρι καὶ τὸν σταμάτησε.
Περίμενε ἔξω,
τοῦ εἶπε μὲ ἕνα ἀκόμα σφίξιμο στὸ μπράτσο. Ἔτσι κι ἀλλιῶς, σὲ περιμένω κάθε φορὰ ὅπου
καὶ νὰ εἶσαι, σκέφτηκε ἐκεῖνος καὶ προχώρησε γρήγορα μήπως
καὶ τὸν εἶχε ἀκούσει.
Ἄδειασε ἡ αὐλὴ ἀπὸ κόσμο σιγὰ-σιγὰ κι ἐκείνη ἔμεινε τελευταία, περιμένοντας
τὸ κοριτσάκι της νὰ πάει τουαλέτα. Ὁ Μάνος καθόταν στὸ παγκάκι καὶ
λιαζόταν. Χωρὶς λόγο. Ἢ μᾶλλον ἤξερε μέσα του γιατί. Σήκωσε τὸ κεφάλι
καὶ τὴν εἶδε ποὺ τὸν κοίταζε. Ἔλα
νὰ κάτσεις, τῆς ἔγνεψε. Μόλις κάθισε, τὴν κοίταξε μέσα στὰ
μάτια. Πές μου τί ἔχεις.
Εἶμαι ἐδῶ γιὰ σένα, ἔλεγε τὸ βλέμμα.
Κάτι θέλω, κάτι δὲν θέλω, ἀπάντησε μὲ ἕνα ὁλοφάνερα
μπερδεμένο χαμόγελο.
Μίλησέ μου. Ξέρω ὅτι θὰ ἤθελες νὰ πᾶς κάπου, τὴν
καθησύχασε τὸ δικό του χαμόγελο.
Τὸ κοριτσάκι γύρισε καὶ τοὺς βρῆκε νὰ κοιτάζονται βαθιὰ μέσα στὰ μάτια.
«Τί λέτε;» Ρώτησε μὲ τὴ γλυκιά της φωνή. Οὔτε αὐτὴ μιλοῦσε πολύ, ἀλλὰ
τώρα δὲν μποροῦσε νὰ μὴ ρωτήσει.
«Θὰ σοῦ τὰ γράψω», τοῦ εἶπε ἡ Ἰσιδώρα καὶ ἡ φωνή της τὸν ξύπνησε ἀπὸ τὴ
θαλπωρὴ τῆς λιακάδας.
«Νὰ τὸ κάνεις ὀπωσδήποτε», τῆς εἶπε λίγο μετὰ καθὼς ἐκείνη εἶχε φτάσει
στὴν πόρτα τοῦ σχολείου.
Γύρισε καὶ τὸν κοίταξε, αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ ἕνα χαμόγελο ὑπόσχεσης.
Εὐχαριστῶ, σκέφτηκε ὁ Μάνος καὶ βγῆκε στὸν δρόμο μὲ τὸ κεφάλι γεμάτο
ἥλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου