|
ΣΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ μέσα πίσσα σκοτάδι. Ἡ Μ. δὲν εἶναι
δίπλα του. Περίεργο. Τὴ φωνάζει. Καμιὰ ἀπάντηση. Σηκώνεται ἀπότομα
ἀπὸ τὸ κρεβάτι καὶ περπατάει στὰ τυφλά, πατάει τὸν διακόπτη, τὸ φῶς
δὲν ἀνάβει, γυρνάει πίσω, πιάνει ψηλαφίζοντας τὸν ἀναπτήρα ἀπὸ τὸ
κομοδίνο, ἁρπάζει μαζὶ κι ἕνα κερὶ ποὺ ἔχει στὸ πρῶτο συρτάρι γιὰ ὥρα
ἀνάγκης. Ἀνάβει τὸ φυτίλι καὶ παρατηρεῖ πὼς οἱ τοῖχοι στὸ δωμάτιο ἔχουν
ἀλλάξει χρῶμα, ἀπὸ λαδὶ ποὺ ἦταν ἔχουν γίνει ἕνα βαθὺ κόκκινο. Πιάνει
τὸ πόμολο τῆς πόρτας, τὸ γυρνᾶ, μπροστά του βλέπει τὸν διάδρομό του
σπιτιοῦ καὶ τὸ μικρὸ χὼλ ποὺ βγάζει στὴ βεράντα. Ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τίποτα,
τὰ ὑπόλοιπα δωμάτια δὲν εἶναι ἐκεῖ, ἀντὶ γιὰ πόρτες βρίσκει παντοῦ
τοίχους. Οἱ τοῖχοι τοῦ διαδρόμου ἔχουν βαφτεῖ κι αὐτοὶ τὸ χρῶμα τῆς
πορφύρας. Βαστώντας γερὰ μὲ τὰ δυό του χέρια τὸ κερὶ παίρνει τὴν εὐθεία
βῆμα-βῆμα. Στὴ
μέση περίπου τῆς διαδρομῆς ἐμφανίζεται ἡ Μ.· στὸ χλωμό της πρόσωπο εἶναι ζωγραφισμένο ἕνα χαμόγελο παγωμένο, ἀνοιγοκλείνει τὸ στόμα της, κάτι τοῦ λέει, ὅμως ἐκεῖνος τίποτα δὲν ἀκούει. Τὴν παρακαλεῖ νὰ τὸ ἐπαναλάβει, μήπως καὶ καταφέρει καὶ διαβάσει τὰ χείλη της. Ἐκείνη τὸν ἀγγίζει ἐλαφριὰ στὴν πλάτη δυὸ φορές, κι ὕστερα ἡ μορφὴ της ξεθωριάζει λίγο λίγο μέχρι ποὺ χάνεται τελείως. Χτυπάει τοὺς τοίχους μὲ ὅλη του τὴ δύναμη καὶ δοκιμάζει γρυλλίζοντας νὰ ἀρθρώσει τὸ ὄνομα τοῦ Χ., ὁ ἴδιος —σκέφτεται— σὰν νὰ ἔχει ἀπωλέσει τὴν ἀκοή του, ἴσως οἱ ἄλλοι ὅμως τὸν ἀκοῦνε. Τίποτα. Φτάνει στὴ μπαλκονόπορτα, κοντοστέκεται γιὰ λίγη ὥρα προτοῦ τελικὰ τὴν ἀνοίξει καὶ στρέψει ἀργὰ-ἀργὰ τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἔξω. Στὴ θέση τῆς βεράντας εἶναι ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ ἴσα τὸν χωράει νὰ ἀνέβει. Μὲ τὸ ποὺ πατᾶ πάνω του, τὸ κομμάτι τὸ ξύλο ἀρχίζει νὰ μετεωρίζεται ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα νιώθει ἔντονο μούδιασμα στὰ πόδια καὶ κάτι πρωτόγνωρο νὰ τὸν διαπερνᾶ. Τὰ καταφέρνει μὲ δυσκολία νὰ ἰσορροπήσει καὶ κοιτᾶ πρὸς τὰ κάτω. Δὲν ὑπάρχει τίποτα, τίποτα τουλάχιστον ὅπως τὸ ξέρει καὶ τὸ θυμόταν. Τὰ πάντα μοιάζουν νὰ εἶναι καλυμμένα ἀπὸ μιὰ πηχτὴ κίτρινη σκόνη.
μέση περίπου τῆς διαδρομῆς ἐμφανίζεται ἡ Μ.· στὸ χλωμό της πρόσωπο εἶναι ζωγραφισμένο ἕνα χαμόγελο παγωμένο, ἀνοιγοκλείνει τὸ στόμα της, κάτι τοῦ λέει, ὅμως ἐκεῖνος τίποτα δὲν ἀκούει. Τὴν παρακαλεῖ νὰ τὸ ἐπαναλάβει, μήπως καὶ καταφέρει καὶ διαβάσει τὰ χείλη της. Ἐκείνη τὸν ἀγγίζει ἐλαφριὰ στὴν πλάτη δυὸ φορές, κι ὕστερα ἡ μορφὴ της ξεθωριάζει λίγο λίγο μέχρι ποὺ χάνεται τελείως. Χτυπάει τοὺς τοίχους μὲ ὅλη του τὴ δύναμη καὶ δοκιμάζει γρυλλίζοντας νὰ ἀρθρώσει τὸ ὄνομα τοῦ Χ., ὁ ἴδιος —σκέφτεται— σὰν νὰ ἔχει ἀπωλέσει τὴν ἀκοή του, ἴσως οἱ ἄλλοι ὅμως τὸν ἀκοῦνε. Τίποτα. Φτάνει στὴ μπαλκονόπορτα, κοντοστέκεται γιὰ λίγη ὥρα προτοῦ τελικὰ τὴν ἀνοίξει καὶ στρέψει ἀργὰ-ἀργὰ τὸ βλέμμα πρὸς τὰ ἔξω. Στὴ θέση τῆς βεράντας εἶναι ἕνα κομμάτι ξύλο ποὺ ἴσα τὸν χωράει νὰ ἀνέβει. Μὲ τὸ ποὺ πατᾶ πάνω του, τὸ κομμάτι τὸ ξύλο ἀρχίζει νὰ μετεωρίζεται ἐνῶ τὴν ἴδια ὥρα νιώθει ἔντονο μούδιασμα στὰ πόδια καὶ κάτι πρωτόγνωρο νὰ τὸν διαπερνᾶ. Τὰ καταφέρνει μὲ δυσκολία νὰ ἰσορροπήσει καὶ κοιτᾶ πρὸς τὰ κάτω. Δὲν ὑπάρχει τίποτα, τίποτα τουλάχιστον ὅπως τὸ ξέρει καὶ τὸ θυμόταν. Τὰ πάντα μοιάζουν νὰ εἶναι καλυμμένα ἀπὸ μιὰ πηχτὴ κίτρινη σκόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου