ΤΟΝ ΠΡΟΣΕΞΕ πρώτη φορὰ πρὶν ἀπὸ μερικοὺς μῆνες.
Καθόταν ἀπέναντί του στὴν ταβέρνα. Κοινὴ ὥρα διαλείμματος γιὰ μεσημεριανό.
Ἴδια θέση κάθε φορά. Ὅμοιο μὲ κεῖνον παρουσιαστικό, ὅμοιο κουστούμι
καὶ τηλέφωνο. Ὅσο ἔτρωγαν καὶ οἱ δύο, τοῦ ἔριχνε κλεφτὲς ματιές. Τὸν
πρῶτο καιρὸ τὰ πουκάμισά του ἦταν καλοσιδερωμένα καὶ οἱ γραβάτες
του χαρούμενες. Ἔστελνε κι ἔπαιρνε μηνύματα καὶ κάθε φορά χαμογελοῦσε.
Ἔτρωγε μὲ ὄρεξη. Ἀργότερα οἱ γιακάδες του στράβωναν κάπως. Ὁ κόμπος
τοῦ λαιμοδέτη του ἦταν σφιχτὸς καὶ τὸ τηλέφωνό του σταμάτησε νὰ δονεῖται.
Κοιτοῦσε τὴ μαύρη ὀθόνη καθὼς κατάπινε μὲ δυσκολία. Μετὰ παρατήρησε
ἕνα σημάδι ποὺ τοῦ αὐλάκωνε τὸ μέτωπο. Μέρα μὲ τὴ μέρα ἡ χαρακιὰ μεγάλωνε.
Ὥσπου ἕνα μεσημέρι δὲν τὸν εἶδε. Ρώτησε τὸν σερβιτόρο καὶ τοῦ εἶπε ὅτι
ὁ καθρέφτης ἦταν ἕτοιμος νὰ γίνει κομμάτια. Θὰ βάζανε καινούριο το ἀπόγευμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου