ΟΤΑΝ ἤμουν ὀχτὼ χρονῶν πέρασα ἕνα μεγάλο χρονικὸ
διάστημα μαζὶ μὲ τὴν γιαγιά μου σ’ ἕνα φτωχικὸ σπιτάκι. Ἕνα ἀπόγευμα
τῆς ζήτησα πολλὲς φορὲς μιὰ πολύχρωμη μπάλα ποὺ ἔβλεπα συνέχεια στὸ
κατάστημα. Στὴν ἀρχὴ ἡ γιαγιά μου μοῦ εἶπε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ τὴν
ἀγοράσει καὶ νὰ μὴν τὴν ἐνοχλοῦσα ἄλλο. Μετὰ μὲ ἀπείλησε πὼς θὰ μὲ
δείρει, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ λίγο, ἀπ’ τὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ —ἕτοιμος νὰ τρέξω
ἂν χρειαζόταν— τῆς ξαναζήτησα νὰ μοῦ ἀγοράσει τὴν μπάλα. Πέρασαν
λίγα λεπτὰ κι ὅταν σηκώθηκε ἀπ’ τὴν ραπτομηχανή, ἐγὼ βγῆκα ἔξω
τρέχοντας. Ἀλλά, ἐκείνη, δὲν μὲ πῆρε στὸ κυνήγι, παρὰ ἄρχισε νὰ ψάχνει
μέσα σὲ ἕνα μπαοῦλο καὶ νὰ βγάζει ἔξω κουρέλια. Ὅταν κατάλαβα ὅτι
σκόπευε νὰ φτιάξει μιὰ μπάλα ἀπ’ τὰ κουρέλια, θύμωσα πολύ. Αὐτὴ ἡ μπάλα
δὲν θὰ ἦταν ποτὲ σὰν ἐκείνη τοῦ καταστήματος. Ὅσο τὴν γέμιζε καὶ τὴν
ἔραβε μοῦ ἔλεγε ὅτι δὲν μποροῦσε νὰ μοῦ ἀγοράσει τὴν ἄλλη κι ὅτι δὲν
ὑπῆρχε ἄλλη λύση ἀπ’ τὸ νὰ συμβιβαστῶ μ’ αὐτή. Τὸ χειρότερο ἦταν ὅτι
μου ἔλεγε ὅτι αὐτὴ μὲ τὰ κουρέλια θὰ ἦταν πιὸ ὡραῖα, αὐτὸ μὲ ἐξόργιζε.
Ὅταν τὴν εἶχε σχεδὸν τελειώσει, εἶδα πὼς τῆς ἔδινε σχῆμα καὶ γιὰ μιὰ
στιγμὴ ἐξεπλάγην καὶ ἕνα χαμόγελο ζωγραφίστηκε στὸ πρόσωπό μου, ἀμέσως,
ὅμως, πείσμωσα πάλι. Ὅταν τὴν κλώστησα στὸν τοῖχο τῆς αὐλῆς τὸ λευκὸ ὕφασμα
τοῦ καλύμματός της γέμισε λάσπες. Ὅσο τὴν τίναζα, ἡ μπάλα ἔχανε τὸ
σχῆμα της. Μὲ ἔθλιβε νὰ τὴν βλέπω τόσο ἄσχημη, αὐτὸ δὲν ἦταν μπάλα, ἐγὼ
εἶχα ἀκόμα στὸ μυαλό μου τὴν ἄλλη κι ἄρχισα ξανὰ νὰ θυμώνω. Ἀφοῦ τὴν
κλώτσησα μὲ ὅσο θυμὸ εἶχα, εἶδα πὼς ἡ μπάλα ἄρχισε νὰ κουνιέται: ἔπαιρνε
δικές της κατευθύνσεις καὶ πήγαινε σὲ μέρη ποὺ δὲν ἦταν αὐτὰ ποὺ ἐγὼ
εἶχα στὸ μυαλό μου. Ἦταν σὰν νὰ εἶχε δική της θέληση καὶ ἔμοιαζε μὲ ζωάκι.
Ἔκανε πράγματα ποὺ μὲ ἔκαναν νὰ σκέφτομαι ὅτι οὔτε ἐκείνη ἤθελε νὰ
παίξει μαζί μου. Μερικὲς φορὲς γινόταν ἐπίπεδη καὶ ἔτρεχε μὲ τόση
δυσκολία ποὺ ἦταν γελοῖο νὰ τὴ βλέπεις, ξαφνικὰ ἔμοιαζε σὰν νὰ ἤθελε
νὰ σταματήσει, μετὰ ὅμως, ἀποφάσιζε νὰ κάνει ἄλλες μιὰ-δυὸ βόλτες.
Μιὰ ἀπὸ τὶς φορὲς ποὺ τὴν χτύπησα μὲ ὅλη μου τὴ δύναμη, δὲν κουνήθηκε
ἀπ’ τὴν θέση της κι ἄρχισε νὰ περιστρέφεται μὲ ἰλιγγιώδη ταχύτητα.
Θέλησα νὰ τὸ ἐπαναλάβω, ἀλλὰ δὲν τὰ κατάφερα. Ὅταν κουράστηκα νὰ
τὸ προσπαθῶ, σκέφτηκα ὅτι αὐτὸ ἦταν ἕνα πολὺ χαζὸ παιχνίδι, ὅτι ὅλη
τὴν προσπάθεια ἔπρεπε νὰ τὴν κάνω ἐγώ. Εἶχε πλάκα νὰ χτυπᾶς τὴν μπαλά,
ἀλλὰ μετὰ κουραζόσουν νὰ τρέχεις συνέχεια νὰ τὴν πιάσεις. Ἔτσι, τὴν
παράτησα στὴ μέση της αὐλῆς. Μετὰ ἀπὸ λίγο ἄρχισα πάλι νὰ σκέφτομαι
τὴν μπάλα τοῦ καταστήματος καὶ νὰ ζητάω ἀπ’ τὴν γιαγιά μου νὰ μοῦ τὴν ἀγοράσει.
Ἐκείνη ἀρνήθηκε πάλι, μὲ ἔστειλε ὅμως νὰ πάω νὰ πάρω γλυκὸ ἀπὸ κυδώνι.
(Ὅταν ἦταν γιορτινὴ μέρα ἢ ὅταν εἴμασταν στεναχωρημένοι τρώγαμε
γλυκὸ ἀπὸ κυδώνι.) Τὴ στιγμὴ ποὺ διέσχιζα τὴν αὐλὴ γιὰ νὰ πάω στὸ κατάστημα,
εἶδα τὴν μπάλα νὰ στέκεται τόσο ἥσυχα ποὺ μοῦ ἦρθε ἡ ὄρεξη νὰ τὴν κλωτσήσω
δυνατὰ στὸ κέντρο. Ἀναγκάστηκα νὰ τὸ προσπαθήσω πολλὲς φορὲς γιὰ νὰ
τὸ καταφέρω, ἀλλὰ ἐπειδὴ πήγαινα στὸ κατάστημα ἡ γιαγιά μου μοῦ πῆρε
τὴν μπάλα καὶ μοῦ εἶπε ὅτι θὰ μοῦ τὴν ἔδινε μετά. Στὸ κατάστημα δὲν θέλησα
νὰ κοιτάξω τὴν ἄλλη, ἂν καὶ ἔνιωθα τὸ βλέμμα της πάνω μου μὲ τὰ ἔντονα
χρώματά της. Ἀφοῦ φάγαμε τὸ γλυκό, ἐγὼ ἄρχισα νὰ θέλω πάλι τὴν μπάλα
ποὺ μοῦ εἶχε πάρει ἡ γιαγιά μου, ὅταν μοῦ τὴν ἔδωσε ὅμως κι ἔπαιξα λίγο,
γρήγορα βαρέθηκα. Ἀποφάσισα τότε νὰ τὴν ἀφήσω δίπλα στὴν αὐλόπορτα
κι ὅταν θὰ περνοῦσε κάποιος νὰ τὴν κλωτσοῦσα. Κάθισα πάνω της καὶ περίμενα,
ἀλλὰ δὲν πέρασε κανείς. Μετὰ ἀπὸ λίγο σταμάτησα γιὰ νὰ συνεχίσω νὰ
παίζω καὶ ὅπως κοίταξα τὴν μπάλα μοῦ φάνηκε πιὸ γελοία ἀπὸ ποτέ. Εἶχε
γίνει πλάκα σὰν τηγανόψωμο. Στὴν ἀρχὴ μοῦ φάνηκε ἀστεῖο καὶ τὴν ἔβαζα
στὸ κεφάλι μου, τὴν πετοῦσα στὸ ἔδαφος γιὰ ν’ ἀκούσω τὸν ξερὸ ἦχο ποὺ
ἔβγαζε καθὼς ἔσκαγε στὸ χῶμα καί, τέλος, τὴν γύριζα στὸ πλάι καὶ τὴν ἔκανα
νὰ τρέχει σὰν νὰ ἦταν ρόδα.
|
Για όσους πάνε γυρεύοντας στο χώρο της Οικολογίας και του Πολιτισμού. Υπό τη διαχείριση του Γιάννη Σχίζα
Ημέρες ορειβασίας
Κυριακή 2 Ιουνίου 2019
Φελισμπέρτο Ἐρνάντεθ (Felisberto Hernández :Ἡ μπάλα (La Pelota
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου