To νέο μυθιστόρημα του Χρήστου Αστερίου Η θεραπεία των αναμνήσεων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πόλις μπορεί να διαβαστεί σε πολλά επίπεδα. Ο ίδιος ο τρόπος που είναι χωρισμένο, Το χρονικό μιας πτώσης, Σημειώσεις για τη ζωή μου και Η θεραπεία των αναμνήσεων ορίζει και τις διαφορετικές του παραμέτρους.
Στο πρώτο μέρος, εξαιρετικές παρατηρήσεις τόσο για τον χρόνο που περνά, τα γηρατειά που πλησιάζουν ως απειλή, το τέλος μιας σχέσης αλλά και για το χιούμορ. Ο ήρωάς του, γνωστός συγγραφέας που έχει ασχοληθεί με τη standup comedy, καταρρέει σε μια παρουσίαση κάτι που τον οδηγεί σε μια μεγάλη ενδοσκόπηση.
Στη συνέχεια ένας απρόσμενος έρωτας, ο θάνατος τού πατέρα και ένας γρίφος για τη ζωή του που πρέπει να λύσει, οδηγούν το μυθιστόρημα σε άλλους δρόμους, όπου δεν λείπει και το σασπένς της ανακάλυψης.
Εξαιρετική γραφή και πρωτότυπη πλοκή, πολλές σκέψεις που αποτελούν τροφή για προβληματισμό, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό.
Ο Χρήστος Αστερίου, από βιβλίο σε βιβλίο, σίγουρα δεν επαναλαμβάνεται και έχει πάντα μια νέα οπτική για τη ζωή να μοιραστεί μαζί μας.
Μπορούν όντως οι αναμνήσεις να λειτουργήσουν θεραπευτικά ή υπάρχει ο κίνδυνος να μας εγκλωβίσει η νοσταλγία στο παρελθόν;
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια υπαρκτή θεραπεία για το Αλτσχάιμερ κατά την οποία οι ανοϊκοί ασθενείς υποβοηθούνται, με συγκεκριμένες τεχνικές, να θυμηθούν. Συνήθως οδηγούνται σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια, ένα είδος θεματικών πάρκων του παρελθόντος, όπου όλα είναι φερμένα από περασμένες δεκαετίες: αντικείμενα, μουσικές, φαγητά. Δεν υπάρχει καμία δόση νοσταλγίας στην όλη υπόθεση, παρά μόνο μια στιγμιαία επιστροφή στο παρελθόν, μια φευγαλέα ανάκτηση της μνήμης που δρα ανακουφιστικά έστω και για μερικά μόνο δευτερόλεπτα.
Όσοι ακόμα θυμούνται, από την άλλη, καλούνται συχνά να «θεραπεύσουν» δυσάρεστες αναμνήσεις που έχουν απωθήσει –ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Πρόκειται για μια διαδικασία αρκετά επώδυνη, μια αναμέτρηση με φαντάσματα της παλιάς τους ζωής.
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, πρώην κωμικός σταντ απ και νυν επιτυχημένος συγγραφέας κωμικής λογοτεχνίας, είναι μια τυπική περίπτωση καλλιτέχνη που αναγκάστηκε να σπάσει τα δεσμά της οικογένειας για να οδηγηθεί στη χειραφέτηση. Η σύγκρουση με τον πατέρα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του για ελευθερία. Όμως, η σχέση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές αποδεικνύεται αρκετά πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται αρχικά. Στην πορεία του βιβλίου εξελίσσεται σ’ ένα διανοητικό παιγνίδι ανάμεσα σε πατέρα και γιο, σε μια φάρσα που στήνει ο ένας στον άλλο. Δεν βλέπω, ωστόσο, καμία διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην πραγματικότητα: θεωρώ πως ό,τι περιγράφω θα μπορούσε να έχει συμβεί πραγματικά.
Τι σας έκανε να επιλέξετε τον συγκεκριμένο ήρωα μυθιστορήματος; Υπάρχουν κάποια κοινά σας χαρακτηριστικά;
Δεν έχω κοινά χαρακτηριστικά με τον Μιχάλη Μπουζιάνη, αλλά έχω χρησιμοποιήσει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία κατά την συγγραφή κυρίως σε ό,τι αφορά τα γράμματα που γράφει στον πατέρα του. Η λογοτεχνία αντλεί πάντοτε από τη δεξαμενή του προσωπικού βιώματος. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να καταλήξει μια υπόθεση εργαστηρίου.
Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα όσα γράφετε για το χιούμορ. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση; Θα γράφατε μια αστεία ιστορία, όπως ο ήρωάς σας;
Πάντοτε μου ασκούσαν έλξη οι μεγάλοι κωμικοί, άνθρωποι που σκορπούν μεν απλόχερα το γέλιο αλλά κρύβουν συνήθως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκοτεινή πλευρά. Σε μια συνομιλία του Μάικ Μπουζιάνη με τον φίλο του Μπάρι Επστάιν, κατά την διάρκεια του εορτασμού για τα 25 χρόνια από την εμφάνισή του στην λογοτεχνία, προσπαθώ να αναπτύξω κάποιες σκέψεις για την ουσία και την λειτουργία του γέλιου. Στην «θεραπεία των αναμνήσεων», ωστόσο, το χιούμορ είναι μάλλον υποδόριο αφού ο αναγνώστης δεν θα βρει ούτε μια κωμική σκηνή. Συχνά υποτιμούμε την κωμική λογοτεχνία παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολο είδος.
Μείνατε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη. Τι κρατάτε ως βασική εμπειρία;
Η εξάμηνη παραμονή μου στην πόλη της Νέας Υόρκης μου έδωσε τη δυνατότητα να ολοκληρώσω την έρευνα για το βιβλίο και να ανακαλύψω την άγνωστη σ’ εμένα ιστορία της ελληνικής κοινότητας του Ουάσιγκτον Χάιτς. Είκοσι χιλιάδες Έλληνες ζούσαν την δεκαετία του ’50 στην πάνω ανατολική πλευρά του Μανχάταν, ενώ πολλά ελληνικά μαγαζιά –μεταξύ αυτών και το φαρμακείο του πατέρα της Μαρίας Κάλλας– γνώρισαν μέρες οικονομικής ακμής. Από εκείνη την εποχή έχει απομείνει, δυστυχώς, μόνο η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα να θυμίζει το πέρασμα των Ελλήνων. Είχα επίσης τη δυνατότητα να μάθω περισσότερα για την κουλτούρα του σταντ απ και να ακούσω ιστορίες Ελλήνων μεταναστών. Θεωρώ σημαντική την έρευνα που προηγείται της συγγραφής, αλλά προσπαθώ να χρησιμοποιώ το πραγματολογικό υλικό με φειδώ, εντάσσοντάς το όσο το δυνατόν πιο ομαλά στην αφήγηση.
* Η φωτογραφία του συγγραφέα είναι της ΖυράνναςΣτόικου
Στο πρώτο μέρος, εξαιρετικές παρατηρήσεις τόσο για τον χρόνο που περνά, τα γηρατειά που πλησιάζουν ως απειλή, το τέλος μιας σχέσης αλλά και για το χιούμορ. Ο ήρωάς του, γνωστός συγγραφέας που έχει ασχοληθεί με τη standup comedy, καταρρέει σε μια παρουσίαση κάτι που τον οδηγεί σε μια μεγάλη ενδοσκόπηση.
Στη συνέχεια ένας απρόσμενος έρωτας, ο θάνατος τού πατέρα και ένας γρίφος για τη ζωή του που πρέπει να λύσει, οδηγούν το μυθιστόρημα σε άλλους δρόμους, όπου δεν λείπει και το σασπένς της ανακάλυψης.
Εξαιρετική γραφή και πρωτότυπη πλοκή, πολλές σκέψεις που αποτελούν τροφή για προβληματισμό, σε ένα από τα πιο ενδιαφέροντα ελληνικά μυθιστορήματα που διαβάσαμε τον τελευταίο καιρό.
Ο Χρήστος Αστερίου, από βιβλίο σε βιβλίο, σίγουρα δεν επαναλαμβάνεται και έχει πάντα μια νέα οπτική για τη ζωή να μοιραστεί μαζί μας.
Πώς επιλέξατε το νέο σας μυθιστόρημα να διαδραματίζεται εκτός Ελλάδος;
Από τον νεαρό Νίκο Μπουζιάνη, πατέρα του κεντρικού πρωταγωνιστή, ο οποίος γοητεύεται από την τζαζ που παίζουν οι Αμερικανοί του Έκτου στόλου στις πλατείες του Πειραιά, και την περιπέτεια της μετανάστευσής του, ως την άγνωστη ιστορία της ελληνικής κοινότητας του Ουάσιγκτον Χάιτς, η Αμερική παίζει καταλυτικό ρόλο στο μυθιστόρημα. Κυρίως γιατί είναι ένας τόπος συνώνυμος της ελευθερίας (τουλάχιστον για κάποια από τα πρόσωπα της ιστορίας) αλλά κι επειδή προσφέρεται για την ανάπτυξη του μύθου. Μεγάλο μέρος του τρίτου κεφαλαίου διαδραματίζεται, ωστόσο, στην Ελλάδα.Μπορούν όντως οι αναμνήσεις να λειτουργήσουν θεραπευτικά ή υπάρχει ο κίνδυνος να μας εγκλωβίσει η νοσταλγία στο παρελθόν;
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει σε μια υπαρκτή θεραπεία για το Αλτσχάιμερ κατά την οποία οι ανοϊκοί ασθενείς υποβοηθούνται, με συγκεκριμένες τεχνικές, να θυμηθούν. Συνήθως οδηγούνται σε ειδικά διαμορφωμένα δωμάτια, ένα είδος θεματικών πάρκων του παρελθόντος, όπου όλα είναι φερμένα από περασμένες δεκαετίες: αντικείμενα, μουσικές, φαγητά. Δεν υπάρχει καμία δόση νοσταλγίας στην όλη υπόθεση, παρά μόνο μια στιγμιαία επιστροφή στο παρελθόν, μια φευγαλέα ανάκτηση της μνήμης που δρα ανακουφιστικά έστω και για μερικά μόνο δευτερόλεπτα.
Όσοι ακόμα θυμούνται, από την άλλη, καλούνται συχνά να «θεραπεύσουν» δυσάρεστες αναμνήσεις που έχουν απωθήσει –ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Πρόκειται για μια διαδικασία αρκετά επώδυνη, μια αναμέτρηση με φαντάσματα της παλιάς τους ζωής.
«Η λογοτεχνία αντλεί πάντοτε από την δεξαμενή του προσωπικού βιώματος. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να καταλήξει μια υπόθεση εργαστηρίου»Στο επίκεντρο και οι σχέσεις πατέρα-γιου. Ποια είναι τα κρίσιμα σημεία αυτής της σχέσης στο βιβλίο σας και στην πραγματικότητα;
Ο κεντρικός πρωταγωνιστής, πρώην κωμικός σταντ απ και νυν επιτυχημένος συγγραφέας κωμικής λογοτεχνίας, είναι μια τυπική περίπτωση καλλιτέχνη που αναγκάστηκε να σπάσει τα δεσμά της οικογένειας για να οδηγηθεί στη χειραφέτηση. Η σύγκρουση με τον πατέρα είναι αποτέλεσμα της ανάγκης του για ελευθερία. Όμως, η σχέση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές αποδεικνύεται αρκετά πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι φαίνεται αρχικά. Στην πορεία του βιβλίου εξελίσσεται σ’ ένα διανοητικό παιγνίδι ανάμεσα σε πατέρα και γιο, σε μια φάρσα που στήνει ο ένας στον άλλο. Δεν βλέπω, ωστόσο, καμία διαφορά ανάμεσα στο μυθιστόρημα και στην πραγματικότητα: θεωρώ πως ό,τι περιγράφω θα μπορούσε να έχει συμβεί πραγματικά.
Τι σας έκανε να επιλέξετε τον συγκεκριμένο ήρωα μυθιστορήματος; Υπάρχουν κάποια κοινά σας χαρακτηριστικά;
Δεν έχω κοινά χαρακτηριστικά με τον Μιχάλη Μπουζιάνη, αλλά έχω χρησιμοποιήσει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία κατά την συγγραφή κυρίως σε ό,τι αφορά τα γράμματα που γράφει στον πατέρα του. Η λογοτεχνία αντλεί πάντοτε από τη δεξαμενή του προσωπικού βιώματος. Σε διαφορετική περίπτωση κινδυνεύει να καταλήξει μια υπόθεση εργαστηρίου.
Είναι πολύ ενδιαφέροντα τα όσα γράφετε για το χιούμορ. Ποια είναι η δική σας τοποθέτηση; Θα γράφατε μια αστεία ιστορία, όπως ο ήρωάς σας;
Πάντοτε μου ασκούσαν έλξη οι μεγάλοι κωμικοί, άνθρωποι που σκορπούν μεν απλόχερα το γέλιο αλλά κρύβουν συνήθως μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σκοτεινή πλευρά. Σε μια συνομιλία του Μάικ Μπουζιάνη με τον φίλο του Μπάρι Επστάιν, κατά την διάρκεια του εορτασμού για τα 25 χρόνια από την εμφάνισή του στην λογοτεχνία, προσπαθώ να αναπτύξω κάποιες σκέψεις για την ουσία και την λειτουργία του γέλιου. Στην «θεραπεία των αναμνήσεων», ωστόσο, το χιούμορ είναι μάλλον υποδόριο αφού ο αναγνώστης δεν θα βρει ούτε μια κωμική σκηνή. Συχνά υποτιμούμε την κωμική λογοτεχνία παραγνωρίζοντας το γεγονός ότι πρόκειται για εξαιρετικά δύσκολο είδος.
Μείνατε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα στη Νέα Υόρκη. Τι κρατάτε ως βασική εμπειρία;
Η εξάμηνη παραμονή μου στην πόλη της Νέας Υόρκης μου έδωσε τη δυνατότητα να ολοκληρώσω την έρευνα για το βιβλίο και να ανακαλύψω την άγνωστη σ’ εμένα ιστορία της ελληνικής κοινότητας του Ουάσιγκτον Χάιτς. Είκοσι χιλιάδες Έλληνες ζούσαν την δεκαετία του ’50 στην πάνω ανατολική πλευρά του Μανχάταν, ενώ πολλά ελληνικά μαγαζιά –μεταξύ αυτών και το φαρμακείο του πατέρα της Μαρίας Κάλλας– γνώρισαν μέρες οικονομικής ακμής. Από εκείνη την εποχή έχει απομείνει, δυστυχώς, μόνο η ορθόδοξη εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα να θυμίζει το πέρασμα των Ελλήνων. Είχα επίσης τη δυνατότητα να μάθω περισσότερα για την κουλτούρα του σταντ απ και να ακούσω ιστορίες Ελλήνων μεταναστών. Θεωρώ σημαντική την έρευνα που προηγείται της συγγραφής, αλλά προσπαθώ να χρησιμοποιώ το πραγματολογικό υλικό με φειδώ, εντάσσοντάς το όσο το δυνατόν πιο ομαλά στην αφήγηση.
* Η φωτογραφία του συγγραφέα είναι της ΖυράνναςΣτόικου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου