|
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ποτὲ δὲν ἔγραψα κανένα ποίημα. Ἡ
ἄνθιση, ἡ διαύγεια ἤτανε πολὺ αἰσθησιακὴ γιὰ μένα. Ἤμουνα λυπημένος
τὸ καλοκαίρι. Μὲ τὸ φθινόπωρο κατέβαινε μιὰ μελωδία στὸν κόσμο. Ἤμουν
ἐρωτευμένος μὲ τὴν καταχνιά, τὴ σκοτεινιὰ ποὺ ξεκινοῦσε κιόλας ἀπὸ
νωρίς, τὴν παγωνιά. Τὸ χιόνι τό ’βρισκα θεϊκό, μὰ ἴσως ἀκόμα πιὸ ὄμορφες
καὶ θεϊκὲς μοῦ φαινόντουσαν οἱ σκοτεινές, ἄγριες, θερμὲς καταιγίδες
τῆς πρώιμης ἄνοιξης. Μὲς στὸν παγερὸ χειμώνα λαμπυρίζανε κι ἀχνίζανε
μαγικὰ τὰ βράδια. Οἱ ἦχοι μὲ γοήτευαν, τὰ χρώματα μοῦ μιλοῦσαν. Δὲ
χρειάζεται κὰν νὰ τὸ πῶ, πὼς ζοῦσα σ’ ἀτέλειωτη μοναξιά. Ἡ μοναξιὰ ἦταν
ἡ νύφη ποὺ λάτρευα, ὁ σύντροφος ποὺ προτιμοῦσα, ἡ συνομιλία ποὺ ἀγαποῦσα,
ἡ ὀμορφιὰ ποὺ ἀπολάμβανα, ἡ παρέα ποὺ μέσα της ζοῦσα. Δὲν ὑπῆρχε γιὰ
μένανε τίποτα πιὸ φυσικό, πιὸ φιλικό. Ἤμουν ὑπαλληλάκος, πολὺ συχνὰ
δίχως τὴν ἁρμόζουσα θέση. Κι αὐτὸ ἅρμοζε σὲ μένα. Ὤ, πόση τρυφερὰ ὀνειρικὴ
μελαγχολία, ἡδονικὴ ἀπελπισία, οὐράνια ἀθυμία, ἀγαπημένη
θλίψη, γλυκιὰ σκληρότητα. Ἀγαποῦσα τὰ προάστια μὲ τὶς μοναχικὲς φιγοῦρες
τῶν ἐργατῶν. Τὰ χιονισμένα λιβάδια μοῦ μιλούσανε μ’ οἰκειότητα,
τὸ φεγγάρι μοῦ φαινότανε σὰ νὰ χαμηλώνει γιὰ νὰ κλάψει ἀπάνω στὸ χιόνι,
τὸ λευκὸ σὰν τὸ φάντασμα· τ’ ἀστέρια! Τόσο λαμπρά! Ἤμουνα τόσο ἀρχοντικὰ
φτωχός, τόσο βασιλικὰ λεύτερος. Στεκόμουν μὲς στὴ χειμωνιάτικη νύχτα,
πρὸς τὸ ξημέρωμα, πλάι στ’ ἀνοιχτὸ παράθυρο· μὲ τὴν παγερὴ πνοὴ νὰ
φυσάει στὸ πρόσωπό μου καὶ τὸ στῆθος, καλυμμένο μονάχα μὲ τὴ νυχτικιά.
Καὶ τότε μοῦ ’ρχόταν μιὰ παράξενη ὀπτασία, πὼς ὁλόγυρά μου φώτιζε.
Πολὺ συχνά, μέσα στὴν ἀπομονωμένη κάμαρα ποὺ κατοικοῦσα, ἔπεφτα
στὰ γόνατα κι ἱκέτευα τὸ Θεὸ γιὰ ἕναν ὄμορφο στίχο. Ὕστερα, ἄνοιγα
τὴν πόρτα, ἔβγαινα ἔξω καὶ χανόμουνα μὲς στὴ Φύση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου