|
ΈΦΤΑΣΕ μὲ τὸ πλοῖο τῆς ἄγονης γραμμῆς ἕνα παράωρα
ζεστὸ πρωῒ τοῦ Σεπτέμβρη καὶ ἀνέβηκε σέρνοντας μιὰ παλιομοδίτικη
βαλίτσα πρὸς τὴ Χώρα ὅπου ἤθελε νὰ μπεῖ ἄγνωστος καὶ ἀπαρατήρητος.
Μὰ ἦταν ἀδύνατο. Οἱ κάτοικοι περιμένανε μὲ ἀγωνία νὰ ἔρθει δάσκαλος
στὸ νησί. Στὴν ἀρχὴ χάρηκαν, μὰ γρήγορα ἐνοχλήθηκαν ἀπὸ τὸ ψυχρό
του ὕφος ποὺ τοὺς ἔκανε νὰ φοβηθοῦν πὼς σύντομα θὰ ἔφευγε κι αὐτὸς μὲ
ἀπόσπαση. Ἀναζητώντας μὲ ἄγχος τὸ πιὸ κατάλληλο κατάλυμα, μήπως
καὶ τὸν καλοπιάσουν, τὸ βρῆκαν ἀμέσως στὸ διώροφο ἀρχοντικὸ τῆς κυρίας
Θεανῶς. Εἶδαν κι ἔπαθαν νὰ τὴν πείσουν νὰ δώσει τὸν ἄδειο κάτω ὄροφο,
ἦταν κάπως ἰδιότροπη καὶ δὲν νοίκιαζε ποτὲ σὲ δημόσιους ὑπαλλήλους.
Μὰ αὐτὸν τὸν συμπάθησε ἀνεξήγητα.
Εὐρύχωρο καὶ ἄνετο, μὲ ἕνα μεγάλο περιφραγμένο κῆπο, τὸ σπίτι
τοῦ φάνηκε περιποιημένο καὶ εὐχάριστο, μὲ γοῦστο στολισμένο. Ἕνα
παχὺ χαλὶ στὸ σαλόνι, γιὰ νὰ κρύβει τὸ φθαρμένο πάτωμα, σκέφτηκε καχύποπτα.
Ἡ σκόνη κάτω ἀπὸ τὰ βαριὰ ἔπιπλα εὐτυχῶς δὲν φαινόταν. Νά καὶ τὸ τζάκι
ποὺ τὸν ἔκανε ἀμέσως νὰ φαντάζεται σκηνὲς τοῦ χειμώνα, τὶς φλόγες νὰ
στέλλουν λαμπρὲς ἀνταύγειες καὶ ν’ ἀντανακλοῦν στὰ καμπυλωτὰ πόδια
τοῦ τραπεζιοῦ, νὰ τρεμοπαίζουν πάνω στὸ μπρούτζινο χερούλι τῆς πόρτας,
νὰ φωτίζουν τὸ μάρμαρο καὶ τὸ κάτω μέρος τῆς καμινάδας. Στὴ μιὰ πλευρὰ
τοῦ τζακιοῦ μιὰ φαρδιὰ πολυθρόνα ἦταν ἤδη καλυμμένη μὲ φλοκάτη, ἐνῶ
πάνω στὸν μπουφὲ ἕνα σερβίτσιο τοῦ τσαγιοῦ καὶ δυὸ φωτογραφίες προπολεμικὲς
χρωμάτιζαν τὴν ἀτμόσφαιρα.
Ἡ
πρώτη μέρα ἔσβηνε μαζὶ μὲ τὰ φῶτα κι αὐτὸς ἄϋπνος ἀπὸ τὸ ταξίδι ἑτοιμάστηκε
νὰ ξαπλώσει νωρὶς στὰ σεντόνια ποὺ μύριζαν λεβάντα. Μὰ πρὶν προλάβει
νὰ χαρεῖ τὴν ἀνάπαυση καὶ νὰ σκεφτεῖ ὁτιδήποτε, ἕνα φτεροκόπημα τὸν
ἔκανε νὰ πεταχτεῖ ἀπ’ τὸ κρεβάτι γιὰ ν’ ἀνάψει πάλι τὸ φῶς. Αὐτὸ ποὺ
πετοῦσε δὲν ἦταν ἔντομο ξεχασμένο ἀπὸ τὸ Καλοκαίρι μήτε πουλὶ παγιδευμένο.
Ἦταν μιὰ νυχτερίδα. Ψάχνοντας γιὰ τὴ σκούπα ἀναρωτιόταν πῶς καὶ πότε
νὰ εἶχε μπεῖ. Ἀπὸ τὴν πόρτα ἢ τὰ παράθυρα ἀδύνατο. Ἀπὸ τὴν καμινάδα
μᾶλλον, ποὺ θὰ τὴν πέρασε γιὰ σπήλαιο καὶ ἐκεῖ ἐγκλωβίστηκε. Πῆρε τὴν
σκούπα κι ἄρχισε νὰ τὴν κυνηγᾶ μὰ οἱ πτήσεις τοῦ ἱπτάμενου θηλαστικοῦ
ἦταν τόσο ἀριστοτεχνικὲς στὸν ψηλοτάβανο κλειστὸ χῶρο ποὺ ἦταν ἀδύνατο
νὰ τὴν πετύχει τρέχοντας προσεκτικά, μὴν ἐνοχλήσει νυχτιάτικα τὴν
σπιτονοικοκυρά. Κάποια στιγμὴ ἀποκαμωμένος ὁμολόγησε τὴν ἥττα
του κι ἄνοιξε τὸ παράθυρο μὲ τὴν ἐλπίδα πὼς ἡ νυχτερίδα θὰ πετάξει
πρὸς τὴν ἐλευθερία τῆς νύχτας, πρὸς τὴ φύση ποὺ τὴν καλοῦσε. Καὶ νά ποὺ
ὁ ἀπρόσμενος ἐπισκέπτης χάθηκε. Θὰ ἔφυγε, σκέφτηκε μὲ ἀνακούφιση
καὶ ἔπεσε γιὰ ὕπνο.
Σηκώθηκε χαράματα. Μὰ μόλις ἄναψε τὸ φῶς καὶ μπῆκε στὸ μπάνιο,
ἕνα γνώριμο φτεροκόπημα φανέρωσε πὼς ἡ νυχτερίδα ἦταν ἀκόμη μὲς
στὸ σπίτι. Εἶχε κάνει ὅμως τὸ μοιραῖο λάθος. Σὲ τόσο στενὸ χῶρο τὰ περιθώρια
ἑλιγμῶν της ἦταν ἐλάχιστα. Ἡ σκούπα αὐτὴ τὴ φορὰ τὴν κατέρριψε στὴν
μπανιέρα. Κι ἐκεῖ γράφτηκε τὸ τέλος της.
Τὸ τέλος της; Ὄχι ἀκριβῶς. Ὁ δάσκαλος ποὺ γνώριζε γιὰ τὴν τύχη
ποὺ φέρνουν τὰ ὀστὰ τῆς νυχτερίδας, ἔκοψε μὲ τὴν ψαλίδα τοῦ κήπου τὰ
χειρόπτερά της καὶ τὰ ἔβαλε σὲ ἕνα ἄδειο γυάλινο βαζάκι. Ὕστερα
βγῆκε στὴν ἀρτάνα γιὰ νὰ θάψει τὸ ὑπόλοιπο λειψὸ σῶμα, προσέχοντας
μὴν τὸν δεῖ κανεὶς καὶ ἀπορήσει τί κάνει ἀξημέρωτα στὸν κῆπο. Ὅταν
τελείωσε τὴ μακάβρια αὐτὴ ταφὴ καὶ γύρισε στὴν κάμαρά του, σκέφτηκε,
κοιτάζοντας τὸ φονικὸ γούρι, τὰ κομμένα χειρόπτερα, πὼς δὲν ἄρχιζε
ἄσχημα αὐτὸ τὸ φθινόπωρο σὲ τοῦτο τὸ νησί. Καὶ χαμογέλασε.
Πηγή: Μικροκύματα. 99+1 μικρο-διηγήματα μελῶν τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων, ἔκδ. Ἡ Ἐφημερίδα τῶν Συντακτῶν, 04-06.01.2019.
Κώστας Χατζηαντωνίου (Ρόδος, 1965). Σπούδασε στὴ Νομικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Πολιτικὲς Ἐπιστῆμες καὶ Δημόσια Διοίκηση. Δοκιμιογράφος καὶ πεζογράφος, ἔχει συνεργαστεῖ μὲ ἔγκριτες περιοδικὲς καὶ ἐγκυκλοπαιδικὲς ἐκδόσεις. Σήμερα διευθύνει τὸ λογοτεχνικὸ περιοδικὸ Κοράλλι. Εἶναι μέλος τῆς Ἑταιρείας Συγγραφέων καὶ τῆς Διοικοῦσας Ἐπιτροπῆς τοῦ Ἱδρύματος Κωστῆ Παλαμᾶ. Ἔχει τιμηθεῖ μὲ τὸ βραβεῖο δοκιμίου τοῦ PENClub καὶ τὸ βραβεῖο Φωτέα γιὰ τὸ βιβλίο του Ἐναντίον τοῦ χρόνου Τὸ 2011 τιμήθηκε μὲ τὸ Βραβεῖο Λογοτεχνίας τῆς Εὐρωπαϊκῆς Ἕνωσης (European Union Prize for Literature) γιὰ τὸ μυθιστόρημά του Ἀγκριτζέντο, τὸ ὁποῖο μεταφράστηκε στὰ ἰταλικά, τὰ πολωνικά, τὰ σερβικά, τὰ κροατικὰ καὶ τὰ ἀλβανικά. Τελευταῖο του βιβλίο: Ὁ κύκλος τοῦ χώματος (Καστανιώτης, 2017).
|
This post is
ad-supported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου