|
ΕΙΧΕ ΦΤΑΣΕΙ ἀπόγευμα καὶ ὁ Μπὲν ἀσχολοῦνταν
μὲ τὴ συνηθισμένη του ρουτίνα. Φρόντισε τὴν Ἁγία Τράπεζα γιὰ τὴ βραδινὴ
λειτουργία, φόρεσε τὰ φρεσκοπλυμένα του ἄμφια, ἔλεγξε τὸν χῶρο ποὺ
θὰ ὑποδεχόταν σὲ λίγο τὸ ποίμνιο γιὰ τὸ ἐκκλησίασμα. Τὸν ἀέρισε λίγο
γιὰ νὰ τὸν ἐξαγνίσει ὁ κρύος ἀέρας ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες τῶν προηγούμενων
θρησκευόμενων.
Δὲν ἔνιωθε πολὺ καλὰ σήμερα. Ἕνας πονοκέφαλος ἀπὸ χθὲς τὸν
ταλαιπωροῦσε καὶ τοῦ στεροῦσε τὴ δύναμη τοῦ λόγου του, ὅταν μιλοῦσε
στοὺς πιστούς. Ἴσως νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ τοῦ χαλοῦσε τὴ διάθεση ἢ οἱ σκέψεις
ποὺ ἔχει τελευταῖα γιὰ τὸ λειτούργημά του.
Τὰ χέρια του δὲν συνεργάζονταν ὅπως παλιὰ στὴν προετοιμασία τῆς Θείας
Κοινωνίας. Σταμάτησε καὶ στάθηκε λίγο σαστισμένος. Τὰ κοίταξε καὶ
τὰ κούνησε γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώσει ὅτι δὲν ἔπαθαν κάτι. Δὲν ἤθελε νὰ
κάνει τίποτα. Σκέφτηκε ὅτι χάνει τὴν πίστη του. Καὶ ὅτι αὐτὴ ἡ ἔλλειψη
πίστης ἄρχιζε νὰ φαίνεται ἀπὸ τὰ χέρια του. Κατάλαβε μιὰ φλέβα στὸ
κεφάλι του νὰ φουσκώνει ἀπὸ τὴν ἔνταση τῆς ἐνοχῆς, ὁ πονοκέφαλος νὰ
μεγαλώνει, ἡ ἀναπνοή του νὰ δυσκολεύει. Στὰ λίγα δευτερόλεπτα λογικῆς
ποὺ τοῦ ἔμειναν ἔτρεξε μπροστὰ ἀπὸ τὸν Ἐσταυρωμένο.
Κοίταξε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ γιὰ αὐτὸν ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ἦταν ἡ ἐνσάρκωση
τῆς ἀπόλυτης στήριξης καὶ τῆς Ἀγάπης. Ὀρφανὸς καθὼς ἦταν, ἀποτέλεσε
γιὰ αὐτὸν τὸν Ἰδανικὸ Πατέρα καὶ Μητέρα μαζί. Τοῦ ἀφιερώθηκε ὅταν
ὁ πόνος τῆς ἄθλιας ζωῆς του δὲν ἀντεχόταν καὶ ἡ παγωνιὰ τῆς ψυχῆς του ἔψαχνε
θαλπωρή.
Γονάτισε. Ἡ μύτη του ἄνοιξε καὶ ζεστὸ αἷμα ἄρχισε νὰ στάζει στὴ βάση
τοῦ Σταυροῦ. Τὰ δάκρυα ἀκολούθησαν σὲ λίγο τὴ διαδρομὴ τοῦ αἵματος
καὶ αὐτὸ τὸ ἀνορθόδοξο μεῖγμα ζητοῦσε συγχώρεση γιὰ τὴν ἔλλειψη πίστης.
Δὲν μποροῦσε νὰ συλλάβει ὅτι πιὰ δὲν πίστευε ὅπως παλιά. Δὲν μποροῦσε
νὰ τὸ δεχτεῖ. Τί συνέβη; Πῶς μποροῦσε νὰ προδώσει τὸν Πατέρα του; Τὸ
στομάχι του σφίχτηκε, ἔγινε ἕνας δυνατὸς κόμπος. Δὲν μποροῦσε νὰ ἀνασάνει.
Σκέφτηκε νὰ φωνάξει γιὰ βοήθεια. Τὴν ἀρνήθηκε μέσα του τὴν ἴδια στιγμή.
Ἔπρεπε νὰ ὑποφέρει, τὸ ἄξιζε. Ἄρχισε βουβὰ νὰ προσεύχεται. Νὰ ζητάει
συγχώρεση γιὰ τὸν ξεπεσμό του, νὰ Τὸν καλεῖ νὰ ἔρθει γιὰ νὰ ἀπολογηθεῖ
γιὰ τὶς ἁμαρτωλὲς σκέψεις του. Ἡ προσευχή του ἄρχισε νὰ γίνεται πιὸ ἐπιτακτική.
Τὸν ἤθελε μπροστά του ἐδῶ καὶ τώρα. Ὁ Χριστὸς ὅμως δὲν ἐρχόταν. Δὲν τὸν
καταδεχόταν. Ξάπλωσε στὸ παγωμένο πάτωμα καὶ σπαρταροῦσε ἀπὸ τὸν
πόνο καὶ τὴ συντριβή. Δὲν ἦταν ἄξιος νὰ ἀγαπηθεῖ.
Σιωπή. Σκοτάδι. Ἕνα σάρκινο σακὶ χωρὶς ψυχή. Ὁ σταυρὸς στὸν λαιμὸ
του εἶχε σπάσει. Τὸν κοίταξε καὶ κατάλαβε ὅτι ἦταν μόνος. Ὁ Μπὲν δὲν
θὰ ἀσχολούταν πιὰ μὲ τὴ συνηθισμένη τοu ρουτίνα.
Πηγή: Πρώτη δημοσίευση. ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Πηγὴ Κούτση (Ζάκυνθος, 1972). Ζεῖ στὴν Ἀθήνα καὶ ἐργάζεται στὸ Μητροπολιτικὸ Κολέγιο. Ἔχει σπουδάσει Κοινωνικὴ Ἀνθρωπολογία στὸ Παντεῖο Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν καὶ ἀσχολεῖται μὲ τὴν ψυχολογία.
|
This post is
ad-supported
|
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου