στη μνήμη της κυρα-Τασίας
Μέρες εφηβείας. Καλοκαίρι απόγευμα, κάθομαι στη βεράντα μας ανάμεσα στα λουλούδια της μαμάς. Απέναντι, σταθερά, ο Ναός, πίσω η γρανιτένια πλάτη του Τρελού. Δευτέρα και, όπως τον τελευταίο καιρό, ο Ρούλης, το καναρίνι μας, παραβγαίνει με το ραδιόφωνο. Σε λίγο που θα ξεκινήσει η εκπομπή, θα τον σκεπάσουν τα ερτζιανά… Αυτά τα απογεύματα, η μελαγχολία του άγουρου συμπλέει με τη θλίψη της ωριμότητας και ο θάνατος έρχεται «ένα πένθιμο του φθινοπώρου δείλι», που μόνο η Αγάπη θ’ αποδιώξει. Η Αγάπη, που «αν είναι να ’ρθει θε να ’ρθεί, αλλιώς θα προσπεράσει»… Μια παρέα λέξεων που ο κόρφος τους βγάζει μια αίσθηση ραγισματιάς. Η γλώσσα, φτιαγμένη από πούπουλα, πατά σταθερά και χαιρετίζει το σάλπισμα: καλό ταξίδι. Ακούω, και μια αιθέρια δόνηση με ξεριζώνει απ’ το μωσαϊκό και υπερίπταμαι σε θείους προορισμούς…
Ξάφνου, αυτή η Δευτέρα μεγάλωσε τον κόσμο που τον αναγγέλλουν αηδόνια –δεν έχω ακούσει ποτέ αηδόνια– και μια αβυσσαλέα διάσταση τεντώνει την έννοια μεταξύ του θεού και του μη θεού κι ένα πουκάμισο παίρνει ο άνεμος, γιατ’ είναι αδειανό και μια κλωτσιά στο
κουβάρι του παραμυθιού μιλά για την Ωραία, που της φόρτωσαν άσχημα πράγματα και για την πίκρα που βουτά απ’ τα μαλλιά τον σακατεμένο ήρωα και τον βουλιάζει στην άγρια αλήθεια: Μας γελάσανε… δεν ήταν αυτός ο σκοπός, δεν ήταν το φιλότιμο… απάτη ήταν… κλοπή της ανδρείας μας… ψέματα… ψέματα… ψέματα αισχρά για αφελείς και μωρόπιστους… τοξότες δίχως στόχο… την είδα, καθόταν αμέριμνη στους υπερκόσμιους τάφους, εκεί που ποταμός κιτρινωπός φλεβίζει την πυρωμένη γη και ξωτικά με χάρτινες λέμβους βυθίζονται στο γέρμα της μέρας… – Τίνος φωνή είναι αυτή; με ρωτάει η Έκσταση. Περιμένουμε μαρμαρωμένες, θέλουμε να μάθουμε τους φθόγγους της πηγής κι έτσι που πλέρια μας δόθηκε, θα φέρει και τη γνωριμία, να βρούμε τη χαμένη συγγένεια: – Η Ελένη του Γιώργου Σεφέρη, λέει μια άλλη φωνή κι οι λέξεις τρυπούν τη μνήμη και κάθονται, για πάντα, σε ευήλια θέση. Δουλειά πολλή με περιμένει, μέχρι να τον συναντήσω ξανά... Το κουφό και αγράμματο σχολείο δεν είχε μια κουβέντα να πει για τούτη τη χορδή, που έφερε στον μικρό μας τόπο –μαθημένο, άλλωστε, να γεννά ποιητές– τη μεγαλύτερη διάκριση στον αγαπημένο μου γαλαξία των ποιητών. Με πήρε από το χέρι κι έθρεψε τη ματιά με χρώματα και ρυθμούς αλλοτινούς, για να γεμίσουν το μέλλον που με περιμένει. Αυτός μου γνώρισε και το «λοξό» νεαρό, τον προπατορικό γραφιά, που πρώτος ντύθηκε τον νεοτερισμό, όπως λένε οι έχοντες το μικροσκόπιο της τέχνης. Εκείνον που σκάλισε τον μύθο της Μοιραίας, φυτεύοντας τσουκνίδες κι αγριόχορτα, τσαλαπατώντας την τιμή των δέκα χρόνων. Δεύτερη φορά ξεγελιέται ο ανδρειωμένος τώρα με τούτο το σκιάχτρο. Ποια είν’ αυτή; Ποια μυστική βουλή σέρνει στο μακρύ της πέπλο και τι γυρεύει στους ξένους τόπους, άξενη, μάρτυρας της γελοιότητάς μας; Απ’ τη βεράντα, σε λίγες μέρες, είδα τον αδελφό μου να κρατά στην αγκαλιά τού χαμόγελού του δύο βιβλία. – Κοίτα τι φέρνω, σήκωσε ψηλά τα χέρια του καθώς ανέβαινε τη σκάλα και μαϊστράλια και θάλασσες με πλημμύρισαν σέρνοντας πάνω τους Σμύρνη και Αλεξάνδρεια. Αποστήθισα γρήγορα τους παλμούς κι έκανα και δικά μου τα δικά τους σκιρτήματα. «Στην πέτρα της υπομονής κάθισες προς το βράδυ, με του ματιού σου το μαυράδι δείχνοντας πως πονείς», έλεγα από μέσα μου, καθώς περνούσα μπροστά από το σπίτι της κυρα-Τασίας στην Πύργου Αμαλίας (σήμερα η οδός έχει πάρει ένα αφηρημένο όνομα και δεν θυμίζει πια τον καλπασμό της έφιππης βασίλισσας στα περιβόλια του Ελαιώνα). Καθότανε πάνω σε μια πέτρα δίπλα σ’ έναν κομμένο κορμό μιας ελιάς, με την απλή καρδιά της κι ένα πρόσωπο όπου το ζωγράφιζαν πανάδες και χαμόγελο, κι από τα μάτια κρεμότανε η αποδοχή. Ζούσε πλένοντας τα ρούχα των εργατών του εργοστάσιου απέναντι. Η χαρά απ’ το συναπάντημα γέμιζε τις προσωπικές στερήσεις και των δυο μας: εμένα που δε μ’ άγγιξε χάδι και λόγος γιαγιάς και παππού κι εκείνη το παιδί που δεν απόκτησε, και δήλωνε την επιθυμία να με υιοθετήσει. Ερχόταν στο μαγαζί που είχαμε –πολλές φορές το κρατούσα μόνη μου– και λέγαμε, λέγαμε… Σ’ εκείνην ανοιγόμουν όσο σε κανέναν άλλον ποτέ. Όλα πια έχουν αλλάξει ή έχουν χαθεί, και τα σταθερά σημεία του ορίζοντά μου παραμένουν ο Ναός, το βουνό, οι φωνές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου