Επιμέλεια: Κώστας Αγοραστός
Απόσπασμα από την εισαγωγή του βιβλίου
«Η βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόβσκι δια χειρός Μπάρι Μάιλς εξακολουθεί να είναι η πιο συμπαγής, αντικειμενική και με αριστοτεχνική απλότητα δομημένη.
Από την πρώτη κιόλας κριτικο-βιβλιογραφική έκδοση που αφορούσε τον Μπουκόβσκι, η οποία κυκλοφόρησε το 1969, έως την πιο πρόσφατη έκδοση ενθυμήσεων μίας εκ των πρώην συντρόφων του, η οποία κυκλοφόρησε το 2006, οι ανακρίβειες και οι αναλήθειες που διακινήθηκαν δεν ήταν λίγες. Με το κομφούζιο δεκάδων αντικρουόμενων καταθέσεων και ερμηνειών, η αποφυγή των ανακριβειών ήταν αδύνατη. Η επιλογή του Μάιλς να ελέγξει εξονυχιστικά όλες τις διαθέσιμες πηγές αποδείχθηκε καταλυτική. Εκτός αυτού ο Μάιλς παρουσιάζει τα βιώματα του Μπουκόβσκι και όχι τον Μπουκόβσκι σύμφωνα με τα βιώματά του, όπως έπραξαν ατυχώς οι υπόλοιποι. Ο Μάιλς είναι η πρώτος που απέφυγε να υποστηρίξει το εν πολλοίς κατασκευασμένο πορτρέτο του Μπουκόβσκι.
Ο Μπουκόβσκι εξέφρασε στα έργα του τον Μπουκόβσκι, δεν έδωσε φωνή στο «αμερικανικό προλεταριάτο», ούτε στον «υπόκοσμο», αντιθέτως ανέδειξε την αφωνία τους, την ανικανότητά τους να αναγνωρίσουν τα όρια της ζωής και τη σημασία της, εντάσσοντας και τα δύο αυτά τμήματα στον χάρτη της κοινωνικής σκλήρυνσης και καθίζησης.
Ο Μπουκόβσκι εξέφρασε στα έργα του τον Μπουκόβσκι, δεν έδωσε φωνή στο «αμερικανικό προλεταριάτο», ούτε στον «υπόκοσμο», αντιθέτως ανέδειξε την αφωνία τους, την ανικανότητά τους να αναγνωρίσουν τα όρια της ζωής και τη σημασία της, εντάσσοντας και τα δύο αυτά τμήματα στον χάρτη της κοινωνικής σκλήρυνσης και καθίζησης. Ο Μπουκόβσκι κήρυττε το μεγαλείο της μοναδικότητας ειδικά δε της μοναδικότητας που έχει αποβάλει κάθε πιθανότητα μεταβολής, της μοναδικότητας που δεν σημαίνει τίποτα, και με το ίδιο αυτό τίποτα ζει και πεθαίνει. Ο μόνος λόγος για τον οποίο έως σήμερα δεν έχει αναδειχθεί επαρκώς το λογοτεχνικό του κύρος, είναι αυτή ακριβώς η σωρεία κειμένων και σχολιασμών που ρίχνουν το βάρος τους στο ομοίωμα που δημιούργησαν τα λογοτεχνικά και μη λογοτεχνικά MME, το οποίο μέσα στην ανεγκυρότητά του υπήρξε για κάποιους ενδιαφέρον και ιδιαίτερα χρήσιμο. Στην ανά χείρας βιογραφία, καταγράφεται αδρά επίσης το τραγελαφικό φαινόμενο της αναγνώρισής του, αρχικά, από τα πολύ υποδεέστερα και κατ’ ανάγκη γραμμένα κείμενα που δημοσίευε σε ερωτικο-πορνογραφικά ή γενικότερου κοινωνικού και ειδησιογραφικού περιεχομένου έντυπα, και όχι από τα αμιγώς λογοτεχνικά, με πρώτον να ορίζει ξεκάθαρα αυτή τη σημαντικότατη διάκριση τον Τζον Μάρτιν των εκδόσεων «Μπλακ Σπάροου».
Στους κύκλους της κριτικής, της ακαδημίας μα και του ευρύτερου αναγνωστικού κοινού, με την εμφάνιση του Τσαρλς Μπουκόβσκι υπήρξε μια δυσκολία υποδοχής, πιο ορθά, μια δυσφορία που προκλήθηκε από την εμφάνισή του στο λογοτεχνικό στερέωμα, η οποία ήταν αδικαιολόγητη ως δικαιολογημένη και δικαιολογημένη ως αδικαιολόγητη. Το κλίναμεν ήταν αποκρουστικό εφόσον δεν προσφερόταν με τρόπο αναμενόμενο και πρόσφορο. Όφειλε να ήταν τουλάχιστον προαναγγελθέν, να ήταν, προς το βασικό σύνολο των τυπικών κρίσεων, ανάλογο, εμπίπτον.
Εάν ο Μπουκόβσκι διέθετε άλλο κοινωνικό προφίλ τα πράγματα θα ήταν σαφώς διαφορετικά – μην ξεχνάμε τον Ουάλας Στίβενς λόγου χάρη, ο οποίος μολονότι ήταν πολύ πιο απαξιωτικός και πολύ περισσότερο επηρεασμένος από τον αλκοολισμό του, ουδείς είχε λόγους να ασχοληθεί με αυτές τις δύο πτυχές της ζωής του∙ και όσο ο Στίβενς δεν ήταν ποιητής του σαλονιού τόσο ο Μπουκόβσκι δεν ήταν ποιητής του «περιθωρίου». Εφόσον η ποίηση είναι το ζητούμενο, ή μήπως δεν είναι, τελικώς;
Διαπιστώνει με θλίψη κανείς πως η ανάγκη ανάδειξης του συγκειμενικού μα και του βιωματικού πλαισίου είναι ισχυρότερη από την ανάγκη ανάδειξης του λογοτεχνικού περιεχομένου.
Ομοίως στην Ελλάδα, σχολιασμοί με κοινή αισθητική καταγωγή και ακόμη πιο κοινή στόχευση, τοποθέτησαν τον Μπουκόβσκι ως πεζογράφο και ποιητή, σε ατομική βιτρίνα, σε μία περιορισμένη ηθικο-αισθητική κοσμοδιάσταση, εξαίροντας το πρότυπο ενός συμβόλου και μίας εικόνας, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ο Μπουκόβσκι επιδοκιμάστηκε, βασανιστικά θα έλεγα, από μία σειρά ασχέτων με τη λογοτεχνία Αμερικανών σχολιαστών. Αμφότεροι, όντας υπόλογοι στη μιαρή θεαματικότητα και όχι στη λογοτεχνία, βάλθηκαν να θεσπίσουν τα γνωρίσματα τα οποία όντας αθέσπιστα ανεκήρυτταν τον λόγο ύπαρξης των έργων του, και να ηρωοποιήσουν καθετί τριτεύον και ανάξιο κρίσεως.
Σε διαφορετικό μήκος κύματος οι δηλώσεις των Τσερκόφσκι και Μάιλς οι οποίες όχι απλώς ταυτίζονται μα ακυρώνουν το ανδρείκελο που φέρει το όνομά του: «Ήταν κάθε άλλο παρά κυνικός, θα έλεγα πως ήταν επιδεικτικά σαρδόνιος και μολονότι ήταν ιδιαίτερα επικριτικός προς τους ανθρώπους ήταν κατά βάθος συμπονετικός», «Ήταν βαθιά ανθρώπινος και αντιφατικός, βαθιά επιφυλακτικός με όλους μα ταυτόχρονα υπερευαίσθητος».
Η ζωή του λογοτέχνη εφαρμόζει κατ’ ανάγκη στα κείμενα που γράφει∙ η αξία των κειμένων είναι άλλη από την αξία της ζωής, άλλοτε η ζωή εμπεριέχει τα κείμενα, άλλοτε τα κείμενα εμπεριέχουν τη ζωή, άλλοτε δεν συμβαίνει τίποτε απ’ τα δυο.
Παρατηρείται λοιπόν κατά τρόπο οξύμωρο, από την πλευρά αυτής της καθόλα επιφανούς «κριτικής», η επανόρθωση του κριτικο-φιλολογικού καθεστώτος στο οποίο ο Μπουκόβσκι είχε εξ αρχής αντιταχθεί και παρέμεινε σε αυτό αντιτεθειμένος ως το τέλος της ζωής του. Μόνο που αυτή τη φορά το εξελιγμένο αυτό καθεστώς τον έχει αναγνωρίσει για να τον καρπωθεί ως αισθητικό άλλοθι, και για τη χρησιμότητα αυτού του άλλοθι παρουσιάζει και θα εξακολουθήσει να παρουσιάζει τα έργα του∙ τα οποία σε επίπεδο μετάφρασης και σημειακής απόδοσης έχει έως σήμερα προσβάλει και υποβαθμίσει: η ένταση αντιμετωπίστηκε ως βία, η θλίψη ως θρήνος, η αγάπη ως έρωτας, η μοναχικότητα ως κυνισμός, η ελευθερία ως αντικοινωνικότητα.
Χρωστάμε στον Τσαρλς Μπουκόβσκι μια λογοτεχνική αναγνώριση απεμπλεγμένη από τον ρόλο που του φόρεσε η μη λογοτεχνική κριτική, και ως αφετηρία αυτής της απαλλαγής εμφανίζεται τώρα η παρούσα βιογραφία. Η ζωή του, αποτυπωμένη πλέον, μπορεί να πάψει να απασχολεί ώστε να απασχολήσει κάποια στιγμή η ποίησή του. Η εκκρεμότητα παύει και ξεκινά η επανεισαγωγή στη λογοτεχνία: «Νομίζω πως θα ήθελα λίγη παραπάνω καλοσύνη/στη δομή/τα πράγματα όμως εκ φύσεως αρνούνται να με ακούσουν».
Η ζωή του λογοτέχνη εφαρμόζει κατ’ ανάγκη στα κείμενα που γράφει∙ η αξία των κειμένων είναι άλλη από την αξία της ζωής, άλλοτε η ζωή εμπεριέχει τα κείμενα, άλλοτε τα κείμενα εμπεριέχουν τη ζωή, άλλοτε δεν συμβαίνει τίποτε απ’ τα δυο. Τα αληθινά πεδία της ζωής, όπως και της λογοτεχνίας, δεν είναι τα προφανή – χρειάζεται να διακρίνει κανείς μέχρι ποιου σημείου τα σημαινόμενα της ζωής εξαρτώνται από τα σημαίνοντα. Κατά πόσο η ζωή του λογοτέχνη είναι κάλλιστα η ζωή ενός ανθρώπου που δεν έχει με τη λογοτεχνία ουδεμία σχέση. Και τι σημαίνει, στην τελική, λογοτεχνική ή μη λογοτεχνική ζωή; Τίποτα. Μολονότι ο λογοτέχνης και η ζωή του είναι δύο πράγματα αδιαχώριστα, η συνάφεια των δύο δεν είναι δεδομένη».
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Όπως ήταν αναμενόμενο ο θάνατος του πατέρα του αποτέλεσε θέμα πάρα πολλών ποιημάτων του και διηγημάτων μέσα στα χρόνια, και οι λεπτομέρειες που αναφέρει ποικίλουν. Στο «Πάτερ ημών ο εν τους ουρανοίς» γράφει: «Τα χρήματα από το σπίτι τα ξόδεψα στα ποτά και στον ιππόδρομο», τα κατασπατάλησε όπως έπρεπε στον ιππόδρομο και στο αλκοόλ ως αντίδραση ενάντια σε όσα αντιπροσώπευε ο πατέρας του. Αυτό όμως δεν συνέβη και πολλοί από τους φίλους του ισχυρίζονται ότι ανέκαθεν ανησυχούσε πολύ για τη φτώχεια και τοποθέτησε σχεδόν όλα τα χρήματα στην τράπεζα. Παρότι υπήρξε γενναιόδωρος ως οικοδεσπότης, ήταν εκ φύσεως τσιγκούνης και, ειδικά όταν έγινε μεσήλικας, έβαζε στην άκρη όσα περισσότερα χρήματα μπορούσε. Δεν ήταν ειδικευμένος σε τίποτα και είχε μάθει να κάνει οποιαδήποτε χειρωνακτική δουλειά ή να δουλεύει σε κάποιο εργοστάσιο όταν ξέμενε από χρήματα, όμως αυτού του είδους οι δουλειές όλο και σπάνιζαν. Τα εργοστάσια έκλειναν και αντικαθίσταντο από υπηρεσίες, ταχυφαγεία, όπως το ΜακΝτόναλντ’ς, όπου δεν προσελάμβαναν ανθρώπους από το κέντρο της πόλης αλλά ανειδίκευτους νέους που παρατούσαν το σχολείο πληρώνοντάς τους με τον κατώτατο μισθό. Ο Χανκ συνειδητοποίησε ότι χρειαζόταν μία πιο μόνιμη και ασφαλή εργασία, έτσι επέστρεψε στο ταχυδρομείο και εκπαιδεύτηκε για να γίνει διαλογέας. Εργάστηκε εκεί για δώδεκα χρόνια, κυρίως στη βραδινή βάρδια ώστε να μπορεί να περνά την υπόλοιπη μέρα στον ιππόδρομο.
Ο ιππόδρομος ήταν το αποκούμπι του, ο προσωπικός του χώρος. Εκεί ήταν που έγινε ένα πραγματικός flâneur, ένας παρατηρητής, ένας άνθρωπος μέσα στο πλήθος μα διόλου ένας άνθρωπος που ανήκε στο πλήθος: «ο μυστικός παρατηρητής του θεάματος, των χώρων και των περιοχών της πόλης». Όπως έγραψε ο Κιθ Τέστερ στο βιβλίο του «Ο flâneur»: «Η flânerie μπορεί, κατά τον Μποντλέρ, να γίνει κατανοητή ως η δραστηριότητα ενός εξέχοντος παρατηρητή που τριγυρίσει στην πόλη προς αναζήτηση θεμάτων που θα μονοπωλήσουν το βλέμμα του και συνεπώς θα ολοκληρώσουν την κατά τα άλλα απογοητευμένη του ύπαρξη∙ θα αντικαταστήσουν το αίσθημα του πένθους με το αίσθημα της ζωής». Ο flâneur χρειάζεται την πόλη και τα πλήθη, εντούτοις παραμένει απολύτως διαχωρισμένος και απ’ τα δυο. Ο Χανκ ήταν δυστυχής εκτός και αν επισκεπτόταν τακτικά τον ιππόδρομο, ένιωθε ανολοκλήρωτος, χρειαζόταν να παρατηρεί τις μετακινήσεις των ανθρώπων. Δήλωσε στον Τζον Γουέμπ: «Για εμένα δεν υπάρχει τίποτα το αληθινό. Τα τραμ. Οι βόμβες. Οι κοριοί. Οι γυναίκες. Οι λαμπτήρες. Οι πελούζες. Όλα είναι εξωπραγματικά. Ζω έξω απ’ αυτά». Ο Μπουκόβσκι ερευνά τα αποτυπώματα της ανθρώπινης δραστηριότητας, όπως συμβαίνει σε μια αστυνομική ιστορία. Μοιάζει σ’ αυτό με τον Κρίστοφερ Ίσεργουντ: «Είμαι μία κάμερα, είμαι κάπως παθητικός, καταγράφω, δίχως να σκέφτομαι». Μπουκόβσκι: «Είμαι περισσότερο φωτογράφος παρά στοχαστής… Δεν έχω τίποτα να αποδείξω ή να επιλύσω. Πιστεύω πως η αποτύπωση έχει πολύ ενδιαφέρον. Ειδικά όταν βλέπεις ανθρώπους και κατόπιν γράφεις γι’ αυτούς∙ σε αυτό το σημείο εντοπίζεται κάτι ιερό, αφότου το γράψεις όμως εμφανίζεται ένα μήνυμα ή μία αίσθηση κατεύθυνσης. Μιλά για κάτι το οποίο δεν γνώριζες καν. Συνεπώς αυτό μου ταιριάζει καλύτερα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου