Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Τρίτη 7 Μαΐου 2019

Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου : μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­νας φαν­τα­στι­κὸς κῆ­πος





[Ἡ Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α Παν­τοῦ. Δί­μη­νη Δι­ε­θνὴς Ἐ­πι­σκό­πη­ση.


Δελ­τί­ο#7]


 

κῆ­πος

Ὁ Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ στὸ ὑ­περ­σύν­το­μο ἀ­φή­γη­μά του «Ὁ Κῆ­πος» (Τ βά­ραθρο, 1984) γρά­φει: «Κα­θὼς ἀ­νε­βαί­νω τὸν ἄ­θλιο χω­μα­τό­δρο­μο, ποὺ ὅ­λο στε­νεύ­ει κι ἀ­νη­φο­ρί­ζει, φα­νε­ρώ­νε­ται μπρο­στά μου ὁ κῆ­πος. Μιὰ σκά­λα φέρ­νει στὸ καγ­κε­λω­τὸ κι­ό­σκι μὲ τὰ με­γά­λα μα­βιὰ λου­λού­δια. Τὰ σκα­λο­πά­τια της εἶ­ναι ἀ­πὸ πέ­τρα δι­ά­φα­νη, καὶ μέ­σα τους πλέ­ουν φύλ­λα, ὡ­ραῖ­α χρώ­μα­τα καὶ λί­γα γράμ­μα­τα τοῦ ἀλ­φα­βή­του». Στὴν κο­ρυ­φαί­α μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α λληλουχία τν κήπων (1964) τοῦ Cortázar τὰ γράμ­μα­τα γί­νον­ται λέ­ξεις καὶ πο­τα­μὸς ποὺ σβή­νει τὰ ὅ­ρια ἀ­νά­με­σα στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ τὴ μυ­θο­πλα­σί­α. Στὸ δι­ή­γη­μα Ὁ κῆ­πος μὲ τὰ δι­α­κλα­δω­τὰ μο­νο­πά­τια (1941) τοῦ Borges ξε­τυ­λί­γε­ται ἕ­να δι­ά­φα­νο μυ­στή­ριο γύ­ρω ἀ­πὸ τὸν Τσού­ι Πέν, τὸν πρό­γο­νο τοῦ κεν­τρι­κοῦ ἥ­ρω­α. Ὁ Τσού­ι Πὲν ἀ­παρ­νή­θη­κε τὰ πάν­τα, κλεί­στη­κε γιὰ δε­κα­τρί­α χρό­νια στὸ Πε­ρί­πτε­ρο τῆς Λα­γα­ρῆς Μο­να­ξιᾶς, «στὴ μέ­ση ἑ­νὸς σχε­δὸν ἀ­δι­έ­ξο­δου κή­που», ὅ­που πά­λε­ψε μὲ «τὸ ἀ­βυσ­σα­λέ­ο πρό­βλη­μα τοῦ χρό­νου» κι ἔ­γρα­ψε μὲ τὸ πι­νε­λά­κι του ἕ­να βι­βλί­ο-ἰ­δέ­α μὲ τί­τλο Ὁ κῆ­πος μὲ τὰ δι­α­κλα­δω­τὰ μο­νο­πά­τια καὶ θέ­μα τὸ χρό­νο, χω­ρὶς ὅ­μως νὰ τὸν ἀ­να­φέ­ρει πο­τέ. Σὲ αὐ­τὸ συ­νέ­λα­βε τὴν πεμ­πτου­σί­α τῆς ζω­ῆς καὶ τὴν εἰ­κό­να τοῦ σύμ­παν­τος κό­σμου ὡς ἕ­να μι­κρο­σκο­πι­κὸ λα­βύ­ριν­θο.

μη­τέ­ρα φύ­ση, ἄν­θρω­πος, ζῶ­α

«Ὅ­ταν ξύ­πνη­σε, ὁ δει­νό­σαυ­ρος ἦ­ταν ἀ­κό­μα ἐ­κεῖ»[1], εἶ­ναι ὅ­λη ἡ ἱ­στο­ρί­α μὲ τί­τλο «Ὁ δει­νό­σαυ­ρος» (1959) τοῦ Augusto Mon­ter­ro­so. Στὸ βι­βλί­ο Varia­cio­nes sobre «El dinosaurio» (Mi­cro­po­lis, 2016) τοῦ Με­ξι­κα­νοῦ θε­ω­ρη­τι­κοῦ Lauro Zavala ἐ­ξε­τά­ζον­ται ἐν­δε­λε­χῶς ὅ­λες οἱ κα­τα­γε­γραμ­μέ­νες πα­ραλ­λα­γές της. Τεκ­μη­ρι­ώ­νε­ται τὸ γε­γο­νὸς ὅ­τι ἔχει μείνει στὴν ἱστορία γιὰ τὶς πο­λυ­ά­ριθ­μες με­λέ­τες ποὺ ἔ­χουν γί­νει πά­νω σε αὐ­τὴ καὶ ἀ­φο­ροῦν ἑρ­μη­νευ­τι­κὲς καὶ ἀ­φη­γη­μα­το­λο­γι­κὲς ἀ­να­λύ­σεις ὡς πρὸς τὴν πύ­κνω­ση νο­ή­μα­τος, τὴν καφ­κι­κὴ ἀ­τμό­σφαι­ρα τοῦ ἀ­να­πό­δρα­στου, τὴν ἀ­ρι­στο­τε­λι­κὴ ἑ­νό­τη­τα –χώ­ρου –χρό­νου –δρά­σης, τὰ ὁ­ποῖ­α ἀ­πο­τε­λοῦν συ­νή­θη εἰ­δο­λο­γι­κὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της σύγ­χρο­νης μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, ὅ­πως Τ ραντεβο μου μ μι Νε­ά­ντερ­ταλ τοῦ David Galef ποὺ ἑ­νώ­νει τὸ μα­κρι­νὸ πα­ρελ­θὸν τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου εἴ­δους μὲ τὸ σή­με­ρα, ἀλ­λὰ καὶ τὸ μέλ­λον. Εἰ­δι­κά, ὅ­μως, ὁ δει­νό­σαυ­ρος, ἀ­κό­μα καὶ ἂν δι­α­βα­στεῖ στὸ ἀ­πώ­τε­ρο μέλ­λον, φαί­νε­ται ὅ­τι δὲ θὰ ἀλ­λοι­ω­θεῖ ἡ δυ­να­μι­κή του, δι­ό­τι φέ­ρει στὸ dna του τὴν ἀ­να­τρε­πτι­κὴ ἰ­δέ­α ποὺ δι­α­τέ­μνει καὶ τὴν ἐ­πι­στη­μο­νι­κὴ φαν­τα­σί­α «Τί θὰ γι­νό­ταν ἐ­άν…». Ἐ­πι­πλέ­ον, κα­θὼς ἡ συν­τρι­πτι­κὴ πλει­ο­ψη­φί­α τῶν ἀ­να­γνω­στῶν θε­ω­ρεῖ ὅ­τι αὐ­τὸς ποὺ ξυ­πνά­ει εἶ­ναι ἕ­νας ἄν­θρω­πος, κω­δι­κο­ποι­εῖ τε­λι­κὰ ἕ­να ἐλ­πι­δο­φό­ρο μή­νυ­μα: ἡ ζω­ὴ συ­νε­χί­ζε­ται καὶ μὲ αὐ­τὸ τὸ δε­δο­μέ­νο θὰ μπο­ροῦ­σε κα­νεὶς νὰ συ­νει­δη­το­ποι­ή­σει καὶ νὰ ἀ­πο­δε­χτεῖ ὅ­τι πε­ρι­κλεί­ει τὰ πάν­τα καὶ εναι κα γρίως πίθανη, συμ­φω­νών­τας μὲ τὴν Καραπάνου.

Τὸ 2013 δη­μο­σι­εύ­θη­κε μέ­ρος τοῦ ἀρχείου τοῦ Πανεπιστημίου Cornell ἀ­πὸ ἤ­χους πτη­νῶν, στὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι ἐ­λεύ­θε­ρη ἡ διαδικτυακὴ πρόσβαση καὶ μπο­ροῦ­με νὰ συμ­βάλ­λου­με στὸν ἐμ­πλου­τι­σμό του. Ἐ­πι­πλέ­ον, ὅ­μως, ἔ­χει ἐν­δι­α­φέ­ρον, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ σπά­νι­ες ἠ­χο­γρα­φή­σεις πτη­νῶν, νὰ ἀ­κού­σει κα­νεὶς τυ­χαῖ­ες ἐ­πι­λο­γὲς ποὺ προ­τεί­νον­ται ἀ­πὸ τὴ βά­ση δε­δο­μέ­νων ἐ­ὰν ἀ­να­ζη­τή­σει ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα γιὰ τὸ εἶ­δος human-homo sapiens (π.χ. ἄντρας, ἐ­νή­λικας ποὺ ρο­χα­λίζει, ντου­έτο δύο ἔφη­βων κορι­τσιῶν, παραδοσιακά τρα­γού­δια ἀπὸ τὴ Γουα­δελού­πη, λειτουρ­γία σὲ μονα­στήρι στὴν Αἰ­θι­ο­πί­α, κ.ἄ.)

Ὁ Ἄγ­γλος Nicholas Royle μὲ τὴ συλλογ διηγημάτων του Ornithology (Confingo Publishing, 2017) πε­ρι­γρά­φει τὴν ἀ­κα­τα­μά­χη­τη ὀ­μορ­φιὰ καὶ τὶς ἀλ­λό­κο­τες συ­νή­θει­ες δι­ά­φο­ρων πτη­νῶν, ἀλ­λὰ μέ­σα ἀ­πὸ αὐ­τὴ τὴν ἀλ­λη­γο­ρι­κὴ πε­ρι­γρα­φή, ἀ­νι­χνεύ­ει τὸ μυ­στή­ριο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἐ­πι­θυ­μί­ας μὲ ἐκ­φρα­στι­κὰ μέ­σα καὶ ἀ­φη­γη­μα­τι­κὲς τε­χνι­κὲς ποὺ χρη­σι­μο­ποι­οῦν­ται στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α, κα­θὼς ἐ­κτὸς ἀ­πὸ συγ­γρα­φέ­ας εἶ­ναι κι ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς θεωρητικοὺς τοῦ είδους. Στὸ ἴ­διο πνεῦ­μα κι­νοῦν­ται καὶ οἱ συγ­γρα­φεῖς ἀ­πὸ τὴν Κί­να, τὸ Χὸνγκ Κὸνγκ καὶ τὴν Τα­ϊ­βάν, ὅ­πως φαί­νε­ται στὴν ἀν­θο­λο­γί­α μὲ 91 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες μὲ τί­τλο Loud Sparrows (Columbia University Press, 2006), ἀλ­λὰ καὶ πολ­λοὶ ἄλ­λοι δι­ε­θνῶς, μὲ πρό­σφα­το πα­ρά­δειγ­μα τὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ στὴ Νέ­α Ζη­λαν­δί­α Flash Frontier μὲ θέ­μα Birds. Στὸ τε­λευ­ταῖ­ο, ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ εἶ­ναι ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α τῆς Ἀγ­γλί­δας Jude Higgins μὲ τί­τλο Bird life, μὲ θέ­μα τὴν τραυ­μα­τι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α τοῦ χω­ρι­σμοῦ ἑ­νὸς ζευ­γα­ριοῦ ἀ­πὸ τὴν ὀ­πτι­κὴ τοῦ ἐγ­κα­τα­λε­λει­μέ­νου συ­ζύ­γου, ἡ ὁ­ποί­α με­τὰ τὴν ἐ­πα­νέ­νω­ση τοῦ ζευ­γα­ριοῦ δὲ συ­ζη­τή­θη­κε, ἀλ­λὰ προ­βλη­μα­τί­ζει τὴ γυ­ναί­κα μὲ ἀ­φορ­μὴ τὴν εὕ­ρε­ση ἑ­νὸς νε­κροῦ που­λιοῦ στὸ κα­τώ­φλι τους.

Ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς στὸ σύν­το­μο ἀ­φή­γη­μα «Εὕ­ρη­μα» (στὸ Βάραθρο) ξυ­πνά­ει ἀ­νή­συ­χος ἀ­πὸ μιὰ φω­νὴ ποὺ ἀ­κού­ει νὰ τὸν κα­λεῖ. Ντύ­νε­ται βι­α­στι­κὰ καὶ φτά­νει σ’ ἕ­να βρά­χο στὴ θά­λασ­σα, πε­λε­κά­ει τὴν πέ­τρα μὲ τὸν κα­σμά του ἀ­γω­νι­ών­τας νὰ βρεῖ ἀ­πὸ ποῦ προ­έρ­χον­ται τὰ βογ­κη­τά, ὥ­σπου ξε­προ­βάλ­λει ἕ­να ἀ­δύ­να­μο που­λὶ ποὺ τρί­φτη­κε σὰν δυ­ό­σμος ξε­ρὸς στὸ ἄγ­γιγ­μά του. Ὁ Γιάννης Παλαβὸς στὸ δι­ή­γη­μα «Ζῆ­νος» (συλ­λο­γὴ Τὸ Παιδί) γρά­φει γιὰ δύ­ο ἀ­δέλ­φια τὰ ὁ­ποῖ­α ἕ­να πρω­ῒ φτιά­χνουν χι­ο­νάν­θρω­πο στὴν αὐ­λὴ τοῦ σπι­τιοῦ τους. Ὁ με­γα­λύ­τε­ρος ἀ­δελ­φὸς πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὴ μη­τέ­ρα τους μέ­σα ἀ­πὸ τὸ πα­ρά­θυ­ρο τῆς κου­ζί­νας νὰ τη­λε­φω­νεῖ μὲ ἀ­γω­νί­α, προ­κει­μέ­νου νὰ μά­θει ποῦ εἶ­ναι ὁ πα­τέ­ρας τους, ὁ Ζῆ­νος, ποὺ δὲ γύ­ρι­σε τὸ βρά­δυ στὸ σπί­τι τους. Στὸ με­τα­ξύ, ἔ­χει πα­γι­δεύ­σει ἕ­να σπουρ­γί­τι ἐν ἀ­γνοί­ᾳ τῆς μι­κρῆς ἀ­δελ­φῆς του καὶ ὅ­ταν τε­λει­ώ­νουν τὸν χι­ο­νάν­θρω­πο ὁ ἀ­δελ­φὸς σκο­τώ­νει κρυ­φὰ τὸ που­λί, ἀ­νοί­γει βι­α­στι­κὰ μιὰ τρύ­πα στὸ κε­φά­λι τοῦ χι­ο­ναν­θρώ­που καὶ τὸ χώ­νει μέ­σα.

Tὸ 2016 ἀ­να­κοι­νώ­θη­κε ὅ­τι γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴν ἱ­στο­ρί­α τῆς φυ­σι­κῆς ἀ­νι­χνεύ­θη­κε ἀ­πὸ τὸ πα­ρα­τη­ρη­τή­ριο LIGO σῆ­μα τῶν βαρυτικῶν κυμάτων, ἐ­πα­λη­θεύ­ον­τας τὴ θε­ω­ρί­α ποὺ ἀ­νέ­πτυ­ξε πε­ρί­που ἑ­κα­τὸ χρό­νια πρὶν ὁ Ein­stein πε­ρὶ τῆς ὕ­παρ­ξής τους. Τὸ σῆ­μα, διάρκειας ελάχιστων δευ­τε­ρο­λέ­πτων, ἀ­πο­κα­λεῖ­ται δι­ε­θνῶς τι­τί­βι­σμα ἐ­πει­δὴ μοιά­ζει μὲ ἦ­χο που­λι­ῶν (chirp).

κα­θη­με­ρι­νὴ ζω­ή

Τὸ 2018 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συλ­λο­γὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μὲ τί­τλο Other House­hold to­xins τοῦ Ἀ­με­ρι­κα­νοῦ Christopher Allen, συν­τά­κτη τοῦ Smokelong Quarterly, τοῦ λο­γο­τε­χνι­κοῦ ἠ­λε­κτρο­νι­κοῦ πε­ρι­ο­δι­κοῦ ποὺ εἰ­δι­κεύ­ε­ται στὸ εἶ­δος ἀ­πὸ τὸ 2003. Στὴ συλ­λο­γὴ πε­ρι­λαμ­βά­νε­ται καὶ ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του μὲ τί­τλο «Target Practice» ποὺ θὰ πε­ρι­λη­φθεῖ στὴ δι­ε­θνῆ ἀν­θο­λο­γί­α Best Small Fictions 2019 (ὑπὸ ἔκδοση). Ἡ θε­μα­το­λο­γί­α τῆς συλ­λο­γῆς δὲν κρύ­βει ἐκ­πλή­ξεις ἀ­να­λο­γι­κὰ μὲ τὸν τί­τλο. Οἱ 48 μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες φω­τί­ζουν το­ξι­κὲς οἰ­κο­γε­νεια­κὲς σχέ­σεις ποὺ κρύ­βουν πολ­λὰ φαι­νο­με­νι­κὰ εὐ­υ­πό­λη­πτα σπι­τι­κά. «Ὅ­ταν σὲ ἀ­γα­ποῦν, σὲ τρῶ­νε;» ἀ­να­ρω­τι­έ­ται ἕ­νας ἥ­ρω­άς του. «Ζων­τα­νό;»

       Τὸ ἴ­διο ἔ­τος κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ἀ­με­ρι­κα­νί­δας Rita Bullwinkel μὲ τί­τλο Belly up[2]. Ἡ πρω­το­εμ­φα­νι­ζό­με­νη Bullwinkel δι­α­κρί­θη­κε καὶ γιὰ τὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α της μὲ τί­τλο «Phylum», ἡ ὁ­ποί­α ἐ­πί­σης θὰ πε­ρι­λη­φθεῖ στὴ δι­ε­θνῆ ἀν­θο­λο­γί­α Best Small Fictions 2019, κι ἔ­χει ξε­χω­ρί­σει γιὰ τὴν ἀ­φη­γη­μα­τι­κὴ οἰ­κο­νο­μί­α, τὴ φαν­τα­σί­α καὶ πρω­τό­τυ­πη μα­τιά της στὶς σύγ­χρο­νες ἀν­θρώ­πι­νες σχέ­σεις. Ἂν καὶ ὡς πρὸς τὴ θε­μα­το­λο­γί­α της καὶ τὴν ἐ­κτε­τα­μέ­νη χρή­ση τῆς με­τω­νυ­μί­ας θυ­μί­ζει τὸν Raymond Carver, συγ­κα­τα­λέ­χθη­κε στὴ λο­γο­τε­χνί­α τοῦ πα­ρά­ξε­νου καὶ φαν­τα­στι­κοῦ (weird fiction) δι­ό­τι, ὅ­πως ὁ κλα­σι­κὸς Ἄγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ εἴ­δους Robert Aickman ἔ­τσι καὶ ἡ Bullwinkel, κά­νει αὐ­το­ψί­α στὰ μι­κρά, σχε­δὸν ἀ­ό­ρα­τα, ἀ­τι­μώ­ρη­τα ἐγ­κλή­μα­τα ποὺ δι­α­πράτ­του­με κα­θη­με­ρι­νὰ ὅ­λοι.

       Τό­σο στὴν Bullwinkel ὅ­σο καὶ στὸν Aickman εἶ­ναι προ­φα­νεῖς οἱ ἀ­να­γω­γὲς στὸν Edgar Alan Poe[3], ἕ­ναν ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους προ­δρό­μους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, τὴ δε­ξι­ο­τε­χνί­α τοῦ ὁ­ποί­ου στὴν ἀ­πό­δο­ση ατμόσφαιρας μυστηρίου ἐ­ξέ­λι­ξε ὁ Borges, ἀλ­λὰ καὶ στὸν H. P. Lovecraft. Σύμ­φω­να μὲ τὸν ἴ­διο καὶ τοὺς με­λε­τη­τές του ἡ με­γα­λύ­τε­ρη πη­γὴ ἔμ­πνευ­σής του ἦ­ταν οἱ ἐ­φιά­λτες του.

       Στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των τοῦ Aickman ποὺ ἐ­πα­να­κυ­κλο­φό­ρη­σε τὸ 2018 μὲ τί­τλο Compulsory Games ἐν­το­πί­ζον­ται συγχρω­τι­σμοὶ μὲ δύ­ο κύ­ριους προ­δρό­μους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας, τὸν Franz Kafka, ὡς πρὸς τὸ χι­οῦ­μορ, τὸ πα­ρά­ξε­νο καὶ ἀλ­λό­κο­το ὡς συν­θή­κη καὶ ὡς πρὸς τὴ δο­μὴ τῆς ἀ­φή­γη­σης μὲ τὸν Anton Chekhov, ἀλ­λὰ καὶ μὲ τὶς Elizabeth Bowen καὶ Flannery O’Connor. Ὅ­πως ἀ­να­φέ­ρει στὴν εἰ­σα­γω­γὴ ἡ ἐ­πι­με­λή­τρια τῆς ἔκ­δο­σης Victoria Nelson, οἱ ἥ­ρω­ές του εἶ­ναι κα­θη­με­ρι­νοὶ ἄν­θρω­ποι. Μέ­χρι τὴ στιγ­μὴ ποὺ ὁ Aickman ξύ­νει τὴν ἐ­ξω­τε­ρι­κή τους ἐ­πι­φά­νεια, εἰ­σχω­ρεῖ στὸν ἰ­δι­ω­τι­κό τους βί­ο καὶ ἀ­να­δει­κνύ­ει τὸν με­γα­λύ­τε­ρο τρό­μο ποὺ κρύ­βει ἡ ἀ­νί­α τῆς κα­θη­με­ρι­νῆς ζω­ῆς.

       Σᾶς φαί­νο­μαι πα­ρά­ξε­νη, ἀλ­λὰ του­λά­χι­στον εἶ­μαι ζων­τα­νή, συ­νή­θι­ζε νὰ λέ­ει ἡ Carson McCullers. Ἰ­δέ­α ποὺ δι­α­τέ­μνει τὰ ἄρ­τια δείγ­μα­τα μι­κρο­μυ­θο­πλα­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης στὴ συλ­λο­γὴ τῆς Κα­να­δῆς Damhnait Monaghan μὲ τί­τλο The Neverlands (V Press, 2019), στὴ σπον­δυ­λω­τὴ νου­βέ­λα τοῦ Justin Torres, Εμες τ θηρία, ἀλ­λὰ καὶ στὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των τοῦ David James Poissant, παράδεισος τν ζώων.

Tὸ 2008 κυ­κλο­φό­ρη­σε ἡ συλ­λο­γὴ πε­ζῶν ποι­η­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν τῆς Ν. Ἀ­φρι­κα­νὴς Liesl Jobson μὲ τί­τλο 100 Papers (Botsotso), ἡ ὁ­ποί­α ἀ­πο­τε­λεῖ ση­μεῖ­ο ἀ­να­φο­ρᾶς στὴ δι­ε­θνῆ βι­βλι­ο­γρα­φί­α τοῦ εἴ­δους. Ὁ Barry Yourgrau, ὁ Ἀ­με­ρι­κα­νὸς συγ­γρα­φέ­ας καὶ περ­φόρ­μερ ποὺ ἔ­χει γεν­νη­θεῖ στὴ Ν. Ἀ­φρι­κή, εἶ­ναι ὁ πρῶ­τος δυ­τι­κὸς σύγ­χρο­νος συγ­γρα­φέ­ας τοῦ ὁ­ποί­ου οἱ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ες συμ­πε­ρι­λή­φθη­σαν στὴ σει­ρὰ τῶν σύν­το­μων ἀ­φη­γή­σε­ων (keitai sosetsu) σὲ ἰ­α­πω­νι­κὴ πλατ­φόρ­μα κι­νη­τῆς τη­λε­φω­νί­ας. Τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­φη­γή­μα­τα εἶ­ναι ἰ­δι­αί­τε­ρα δη­μο­φι­λῆ στὴν Ἰ­α­πω­νί­α καὶ γε­νι­κὰ στὴν Ἀ­σί­α καὶ δι­α­βά­ζον­ται ἀ­πὸ ἑ­κα­τομ­μύ­ρια ἀν­θρώ­πους κα­τὰ τὴ διά­ρκεια με­τα­κί­νη­σής τους μὲ τὰ μέ­σα μα­ζι­κῆς με­τα­φο­ρᾶς. Γιὰ τὴ δι­ε­θνῆ κρι­τι­κὴ ἀ­πο­τε­λοῦν μιὰ σύγ­χρο­νη ἐκ­δο­χὴ τῶν στοριν τς παλάμης τοῦ Kawabata, ἐ­νῶ με­λε­τῶν­ται συγ­κρι­τι­κὰ καὶ μὲ τὸ δι­η­γη­μα­τι­κὸ ἔρ­γο τοῦ Murakami, τὸ ὁ­ποῖ­ο εἶ­ναι δι­α­πο­τι­σμέ­νο ἀ­πὸ σου­ρε­α­λι­στι­κὰ πα­ρά­δο­ξα, ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ φαί­νε­ται στὴ συλ­λο­γή του ὁ λέφαντας ­ξα­φα­νίζεται.

       Οἱ Jobson καὶ Yourgrau, μα­ζὶ μὲ τοὺς δύ­ο Ἰσ­ρα­η­λι­νοὺς Etgar Keret καὶ Alex Epstein, θε­ω­ροῦν­ται κύ­ριοι ἐκ­πρό­σω­ποι τοῦ εἴ­δους δι­ε­θνῶς καὶ συ­νέ­βαλ­λαν στὴ δι­ά­δο­σή του στὴν Ἀ­φρι­κή, ἂν καὶ ἀ­να­κα­λύ­πτον­ται δια­ρκῶς νέ­οι συγ­γρα­φεῖς ποὺ τὴν καλ­λι­ερ­γοῦν, ὅ­πως ἡ Αἰ­γύ­πτια Riham Adly, ἢ οἱ συμ­με­τέ­χον­τες στὸ ἀ­φι­έ­ρω­μα Africa τοῦ Flash Frontier τὸν Ὀ­κτώ­βριο τοῦ 2018. Ὡ­στό­σο, κομ­βι­κὴ γιὰ τὴν ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ εἴ­δους εἶ­ναι ἡ συμ­βο­λὴ τῆς Miriam Tlali, τῆς πρώ­της ἔγ­χρω­μης Νο­τι­ο­α­φρι­κα­νῆς συγ­γρα­φέ­α ποὺ ἐ­ξέ­δω­σε μυ­θι­στό­ρη­μα τὸ 1975 καὶ ἀ­πὸ τοὺς πρώ­τους γη­γε­νεῖς ποὺ καταδίκασε δημοσίως τὸ Ἀ­παρ­τχά­ιντ. Στὴ συλ­λο­γὴ (μι­κρο)δι­η­γη­μά­των της, μὲ τί­τλο Soweto Stories (Pandora Press, 1989), ποὺ ἔ­χει τὴ μορ­φὴ σύν­το­μων καὶ πε­ρι­ε­κτι­κῶν μαρ­τυ­ρι­ῶν, γυ­ναι­κῶν κυ­ρί­ως, μιὰ μη­τέ­ρα ποὺ ἀ­σφυ­κτιᾶ στρι­μωγ­μέ­νη στὸ τρέ­νο ποὺ με­τέ­φε­ρε ὑ­πὸ ἄ­θλι­ες συν­θῆ­κες μαύ­ρους ἐρ­γα­ζό­με­νους στὸ κέν­τρο τοῦ Γι­ο­χά­νεσ­μπουργκ, πα­ρε­νο­χλεῖ­ται σε­ξου­α­λι­κὰ ἀ­πὸ ἕ­ναν συ­νε­πι­βά­τη της. Στὴν προ­σπά­θειά της ν’ ἀ­πο­φύ­γει τὸ βια­σμό της, στὸ πιὸ ἀ­πί­θα­νο ση­μεῖ­ο, ἀ­νά­με­σά σε ἑ­κα­τον­τά­δες συ­ναν­θρώ­πους της, σφίγ­γει ὅ­λους τοὺς μύ­ες της προ­κει­μέ­νου νὰ κρα­τή­σει ἑ­νω­μέ­νους τοὺς μη­ρούς της καὶ οὐρ­λιά­ζει ἀ­πὸ πό­νο κι ἀ­πελ­πι­σί­α, ἀλ­λὰ μέ­σα στὴν ὀ­χλα­γω­γί­α ποὺ ἐ­πι­κρα­τεῖ στὰ κα­τά­με­στα βα­γό­νια, κα­νεὶς δὲ δί­νει ση­μα­σί­α στὶς φω­νές της· ἑ­κα­τον­τά­δες ζευ­γά­ρια μά­τια τὴν κοι­τοῦν, ἀλ­λὰ δὲν τὴ βλέ­πουν. Ὅ­ταν φτά­νει στὸν προ­ο­ρι­σμό της, ἀ­πο­βι­βά­ζε­ται «σι­ω­πη­λή, τό­σο πλη­γω­μέ­νη καὶ τό­σο ντρο­πι­α­στι­κὰ κα­κο­ποι­η­μέ­νη». Σ’ ἕ­να ἄλ­λο ση­μεῖ­ο ἡ Tlali γρά­φει: «Εἶ­χε ἕ­να δυ­να­τό, στω­ϊ­κὸ καὶ ἀ­νέκ­φρα­στο πρό­σω­πο, τὸ ὁ­ποῖ­ο, στὰ μά­τια καὶ τῶν δύ­ο παι­δι­ῶν της, φαι­νό­ταν ἀ­πρό­σβλη­το ἀ­πὸ τὶς πε­ρι­πέ­τει­ες τῆς ζω­ῆς καὶ τοὺς ἀ­να­πό­φευ­κτους κιν­δύ­νους τῆς γή­ραν­σης.»

μη­τέ­ρα

Ὁ Ἐ. Χ. Γο­να­τᾶς στὸν «Φυ­λα­κι­σμέ­νο» (στὸ Βάραθρο) γρά­φει: «Φυ­λα­κι­σμέ­νος μὲς στὸ γυα­λί, δὲν ἔ­βλε­πα πα­ρὰ τὰ πα­χου­λὰ χέ­ρια τῆς μη­τέ­ρας μου ποὺ ξα­να­βού­λω­νε σφι­χτά το κα­πά­κι. Ὕ­στε­ρα κόλ­λη­σε μιὰ ἐ­τι­κέ­τα στὸ μπου­κά­λι καὶ μ’ ἀ­πό­θε­σε ψη­λά, σ’ ἕ­να ρά­φι τῆς κου­ζί­νας, ἀ­νά­με­σα στὰ ἄλ­λα βά­ζα μὲ τὶς μαρ­με­λά­δες». Στὰ Μεγαλώματα τῆς Cristina Peri Rosi, μά­να καὶ κό­ρη πα­ρα­μέ­νουν ἀ­χώ­ρι­στες ἀλ­λὰ σὲ σύγ­κρου­ση ὣς τὸ τέ­λος, ἐ­νῶ στὸ «Slam» τῆς Liesl Jobson ἡ μη­τρι­κὴ στορ­γὴ καὶ ἡ ἀ­νι­δι­ο­τε­λὴς ἀ­γά­πη ἀ­νά­με­σά σε μη­τέ­ρα-κό­ρη ἀμ­φι­σβη­τεῖ πλή­ρως τὸ οἰ­δι­πό­δει­ο σύμ­πλεγ­μα, τὸ ὁ­ποῖ­ο πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς πα­ρά­δειγ­μα πρὸς ἀ­πο­φυ­γὴ καὶ στὸ ἐμ­βλη­μα­τι­κὸ «Κορίτσι» τῆς Jamaica Kincaid, ἀλ­λὰ καὶ στὴν πρω­τό­τυ­πη ἐκ­δο­χή του ἀ­πὸ τὴν Riham Adly. Στὸ δι­ή­γη­μα «Τὸ ἀ­γό­ρι καὶ ὁ σκύ­λος» ἀ­πὸ τὴ συλ­λο­γὴ Πρώιμα βάσανα τοῦ Danilo Kis ἡ ἐ­ξα­φα­νι­σμέ­νη μη­τέ­ρα τοῦ μι­κροῦ ἥ­ρω­α ἐ­πι­στρέ­φει ἕ­να βρά­δυ μό­νο καὶ μό­νο γιὰ νὰ πε­θά­νει δί­πλα του, ἐ­νῶ στὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α «We see our mother go to bed» τῆς Δα­νῆς Josefine Klougart τὴ στιγ­μὴ ποὺ ἡ μη­τέ­ρα ἀ­πο­σύ­ρε­ται αἰφ­νί­δια ἀ­πὸ τὸ βρα­δι­νὸ τρα­πέ­ζι καὶ πη­γαί­νει γιὰ ὕ­πνο τὰ παι­διά της συ­νει­δη­το­ποι­οῦν τὸ δυ­σα­να­πλή­ρω­το κε­νὸ ποὺ θὰ αἰ­σθά­νον­ται πάν­τα μα­κριά της. Στὴ Σημαδεμένη τῆς Σο­φί­ας Νι­κο­λα­ΐ­δου, τὸ οἰ­δι­πό­δει­ο ἀ­να­χαι­τί­ζε­ται προ­σω­ρι­νά: ἕ­νας ἄ­σω­τος πα­τέ­ρας, ὅ­ταν ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ ἐγ­κα­τα­λεί­ψει σύ­ζυ­γο καὶ παι­δί, ση­μα­δεύ­ει τὸ μπρά­τσο τῆς μι­κρού­λας μὲ τὸ σου­γιά του, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ τὴν ἀ­να­γνω­ρί­σει ἂν πέ­σει μελ­λον­τι­κὰ στὸ κρε­βά­τι του. Στὸ «Mother» τῆς Grace Paley, ἡ κό­ρη ἐ­πι­θυ­μεῖ νὰ δι­α­τη­ρή­σει τὴ μνή­μη τῆς μη­τέ­ρας της ζων­τα­νή, πα­ρὰ τὴν ἔλ­λει­ψη ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας ποὺ εἶ­χαν με­τα­ξύ τους: τὴ βλέ­πει νὰ στέ­κε­ται στὴν πόρ­τα τῆς κου­ζί­νας καὶ νὰ ἀ­νη­συ­χεῖ ἀ­κό­μα γιὰ τὸ γε­ρα­σμέ­νο πιὰ παι­δί της. Ἡ ἐ­πι­θυ­μί­α δι­α­τή­ρη­σης ζων­τα­νῆς τῆς μνή­μης τῆς μη­τέ­ρας ἄγ­γι­ξε τὰ ὅ­ρια τῆς ἐμ­μο­νῆς στὴν πε­ρί­πτω­ση τῆς Virginia Woolf, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πέ­στη στὰ δε­κα­τρί­α της τὸν πρῶ­το νευ­ρι­κὸ κλο­νι­σμὸ με­τὰ τὸ θά­να­το τῆς μη­τέ­ρας της, Julia Stephens (Μά­ι­ος, 1895).

.


θε­ω­ρη­τι­κὲς δι­α­κλα­δώ­σεις

Στὸ Σο­νέ­το 27[4]δημοφιλέστερος συγγραφέας William Shakespeare (ἔ­ρευ­να Instagram & Google, 2018) γρά­φει: Τρέ­χει τὸ σῶ­μα τὸ πρω­ί, τὸ βρά­δυ ἡ φαν­τα­σί­α. Ὁ Shakespeare ἀ­σχο­λή­θη­κε ἐλάχιστα μὲ τὴ μητρότητα ὅ­πως τὴν ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε σή­με­ρα καὶ ὅ­πως πα­ρου­σι­ά­ζε­ται σὲ πολ­λὰ ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὰ κεί­με­να μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας[5]. Πα­ρό­λα αὐ­τά, ἀ­να­φέ­ρε­ται σὲ πολ­λὲς με­λέ­τες τοῦ εἴ­δους, τό­σο γιὰ τὴ ση­μα­σί­α ποὺ ἔ­χουν στὸ ἔρ­γο του ἡ φαν­τα­σί­α καὶ τὰ ὄ­νει­ρα, ὅ­σο καὶ γιὰ τὶς δύ­ο κομ­βι­κὲς φρά­σεις του στὸν Ἄμ­λετ, ἡ συν­το­μί­α εἶ­ναι ἡ ψυ­χὴ τοῦ πνευ­μα­τώ­δους λό­γου καὶ τὰ ὑ­πό­λοι­πα εἶ­ναι σι­ω­πή, κα­θὼς φαν­τα­σί­α, συν­το­μί­α καὶ σι­ω­πὴ ἀ­πο­τε­λοῦν θε­μέ­λιους λί­θους στὴν ἀ­νά­πτυ­ξη, τὴ δο­μή, ἀλ­λὰ καὶ τὴν ἐ­πι­κοι­νω­νί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­στι­κῆς ἀ­φή­γη­σης.

       Σύμ­φω­να μὲ τὴν πα­ρα­πά­νω ἔ­ρευ­να, ὅ­μως, τὸ δη­μο­φι­λέ­στε­ρο δρά­μα τοῦ Shakespeare εἶ­ναι Ὁ Ρω­μαῖ­ος καὶ ἡ Ἰ­ου­λι­έ­τα. Ἡ τρα­γι­κὴ ἱ­στο­ρί­α τῶν δύ­ο νέ­ων ποὺ πα­ρέκ­κλι­ναν ἀ­πὸ τὶς κοι­νω­νι­κὲς συμ­βά­σεις καὶ ὕ­μνη­σαν τὸν ἔ­ρω­τα καὶ τὴν ἀ­γά­πη θυ­σι­ά­ζον­τας τὴ ζω­ή τους. Ἡ Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα τοῦ Perrault, ἐ­πί­σης πα­ρά­κου­σε τὶς ἐν­το­λὲς τῆς μη­τέ­ρας της κι ἔ­τσι ξε­κί­νη­σε ἡ πε­ρι­πέ­τεια τῆς ἀ­να­ζή­τη­σής της στὸ δά­σος. Πα­ρό­τι ἦ­ταν γιὰ αἰ­ῶ­νες τὸ δη­μο­φι­λέ­στε­ρο πα­ρα­μύ­θι δι­ε­θνῶς ἐ­κτο­πί­στη­κε τὸν 20ο αἰ. ἀ­πὸ τὸν Μι­κρὸ Πρίγ­κη­πα (1943) τοῦ Saint-Exupery. Ὅ­μως, εἶ­χαν προ­η­γη­θεῖ Ἡ Ἀ­λί­κη στὴ χώ­ρα τῶν θαυ­μά­των (1865) τοῦ Lewis Caroll, ἡ ὁ­ποί­α ἔ­πε­σε μέ­σα σὲ μιὰ λα­γό­τρυ­πα καὶ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἕ­ναν θαυ­μα­στὸ κό­σμο καὶ ὁ Πῆ­τερ Πάν του James Barrie ποὺ ξε­πή­δη­σε ὡς ἥ­ρω­ας ἀ­πὸ τὸ μυ­θι­στό­ρη­μά του The little white bird (1902), ἐγ­κα­τέ­λει­ψε τὴν οἰ­κο­γε­νεια­κὴ ἑ­στί­α καὶ συ­νε­χί­ζει τὶς πε­ρι­πέ­τει­ές του μα­ζὶ μὲ τὴν πα­ρέ­α του στὴ χώ­ρα τοῦ Πο­τέ, ἀ­γέ­ρα­στος καὶ ἀ­θά­να­τος.

       Ὁ Ἄγ­γλος συγ­γρα­φέ­ας Paul Kavanagh στὴν ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κὴ κι ἐ­φι­αλ­τι­κὴ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α του ντουν ντ Σντ ξιπερί ἀ­να­δει­κνύ­ει τὴν ὀ­πτι­κή του Borges, ἡ ὁ­ποί­α πα­ρα­πέμ­πει στὴν ἰ­δέ­α τοῦ Πλάτωνα γιὰ τὸ παι­χνί­δι: «Ἡ λο­γο­τε­χνί­α εἶ­ναι ἕ­να παι­χνί­δι, τὸ ὁ­ποῖ­ο, ὅ­μως, πρέ­πει νὰ τὸ παί­ζου­με μὲ τὴ σο­βα­ρό­τη­τα ποὺ ἀ­πο­δί­δουν στὸ παι­χνί­δι τους τὰ παι­διά.» [6] Ἀ­να­ρω­τι­έ­ται κα­νεὶς τί θὰ γι­νό­ταν ἐ­ὰν στὴ σά­λα τοῦ Kavanagh μὲ τὸν πε­ρί­τε­χνο πο­λυ­έ­λαι­ο, ἢ στὸ Πε­ρί­πτε­ρο τῆς Λα­γα­ρῆς Μο­να­ξιᾶς στὸν κῆ­πο τοῦ Borges, συ­ναν­τι­οῦν­ταν τὰ παι­διὰ ποὺ ἑ­τοι­μά­ζον­ταν νὰ κρε­μά­σουν τὸν Ἄλ­φρεντ, δι­α­βά­ζον­τάς του ἀ­πο­σπά­σμα­τα ἀ­πὸ τὸν Μι­κρὸ Πρίγ­κη­πα, μα­ζὶ μὲ τὴν Κοκ­κι­νο­σκου­φί­τσα, τὴν Ἀ­λί­κη, τὸν Πῆ­τερ Πάν, τὸν Μι­κρὸ Πρίγ­κη­πα, τὴ Μικρ Μπιζού τοῦ Modiano, τὸ Γερασμένο κορίτσι  τῆς Erpenbeck, τὸν Μαρτίνο τοῦ Le Clézio (ὁ ὁ­ποῖ­ος μᾶς ἔ­χει πεῖ ὅ­τι ὅ­λα ἔ­χουν γρα­φτεῖ, ἀρ­κεῖ νὰ τὰ δι­α­βά­σει κα­νείς), τὴν Κασσάνδρα τῆς Καραπάνου καὶ τὸν Θε­άν­θρω­πο μὲ τὴ μορ­φὴ βρέ­φους ἀ­πὸ τὸ Παιδί τοῦ Παλαβοῦ. Τί βι­βλί­ο θὰ γρα­φό­ταν καὶ τί μορ­φὴ θὰ εἶ­χε;

.


Προ­τά­σεις πλο­ή­γη­σης

Τὴ συλ­λο­γὴ δι­η­γη­μά­των καὶ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σι­ῶν Μικρή μυθολογία τοῦ Σταμάτη Δαγδελένη.



Ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα γραφήματα μὲ τὴ μορφή δικτύων ἀ­πὸ τὴ με­λέ­τη τῆς πλο­κῆς τῶν κυ­ρι­ό­τε­ρων σαιξ­πη­ρι­κῶν δρα­μά­των καὶ τῶν σχέ­σε­ων τῶν ἡ­ρώ­ων με­τα­ξύ τους.

Μάϊος 2019 ΠΗΓΗ  ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ

[1]. Πα­λαι­ο­λό­γος Κων­σταν­τῖ­νος (ἐ­πιμ.)· Mini71cuentos, Ἀνθολογία ἱσπανόφωνου μικροδιηγήματος, Ἐκ­δό­σεις Μι­χά­λη Σι­δέ­ρη, Ἀ­θή­να, 2014, σελ. 45.

[2] . Ἀ­να­μέ­νε­ται προ­σε­χῶς (Μά­ϊ­ος 2019) καὶ στὰ ἑλ­λη­νι­κά, Ἐκ­δό­σεις Χα­ρα­μά­δα.

[3]. Ἡ τε­λευ­ταί­α δε­κα­ε­τί­α τοῦ 19ου αἰ. θε­ω­ρεῖ­ται ἡ κο­ρυ­φαί­α πε­ρί­ο­δος γιὰ τὸ ἀγ­γλό­φω­νο δι­ή­γη­μα. Καί­ρια ὑ­πῆρ­ξε ἡ συμ­βο­λὴ τῶν Nathaniel Hawthorne καὶ Edgar Allan Poe, στὰ ἔρ­γα τῶν ὁ­ποί­ων τὸ πα­ρά­δο­ξο, ἡ ἀμ­φι­ση­μί­α καὶ τὸ φαν­τα­στι­κὸ ἔ­δω­σαν νέ­ες δι­α­στά­σεις στὸ Ρο­μαν­τι­σμό. O Poe πί­στευ­ε ὅ­τι τὰ ἀόρατα πράγματα εἶναι ἡ μόνη πραγματικότητα. Τὰ δι­η­γή­μα­τά του μα­γνη­τί­ζουν τὸ ἐν­δι­α­φέ­ρον ἕ­ως σή­με­ρα ὡς πρὸς τὴν ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη μορ­φὴ καὶ τὸ πε­ρι­ε­χό­με­νό τους. Θε­ω­ρεῖ­ται ἕ­νας ἀ­πὸ τοὺς κύ­ριους προ­δρό­μους τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας γε­νι­κὰ (καὶ εἰ­δι­κό­τε­ρα τοῦ ὑ­πο­εί­δους τοῦ φαν­τα­στι­κοῦ) δι­ό­τι σύμ­φω­να μὲ τὸν Poe ὁ συγ­γρα­φέ­ας ὀ­φεί­λει νὰ δί­νει τὸν κα­λύ­τε­ρό του ἑ­αυ­τὸ λέ­γον­τας ὅ,τι ἔ­χει νὰ πεῖ στὴ μι­κρό­τε­ρη δυ­να­τὴ ἔ­κτα­ση: ἐ­φό­σον τὸ δι­ή­γη­μα ἀ­φη­γεῖ­ται μί­α στιγ­μή, ἕ­να ἐ­πει­σό­διο, μί­α σκη­νή, αὐ­τὴ πρέ­πει νὰ συλ­λαμ­βά­νει καὶ νὰ ἀ­να­με­τα­δί­δει στὴν ὁ­λό­τη­τά της ὥ­στε τὸ κεί­με­νο «νὰ μπο­ρεῖ νὰ δι­α­βά­ζε­ται σὲ μία κα­θι­σιά». Κεν­τρι­κὴ ἔν­νοι­α στὸ βι­βλί­ο του The Philosophy of Composition (1846) καὶ πλέ­ον κα­νο­νι­στι­κὴ ἀρ­χὴ στὴ δι­δα­σκα­λί­α τῆς μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας μὲ τὴν προ­έ­κτα­ση «καὶ νὰ χω­ρά­ει στὸ μά­τι ἢ τὴν ὀ­θό­νη» (Lee Rourke, Lauro Zavala, κλ.π).

[4]. Shakespeare William, Τὰ σο­νέ­τα, Εἰ­σα­γω­γὴ–Με­τά­φρα­ση Λ. Ζα­φει­ρο­πού­λου, Gutenberg 2016.

[5] . Στὸ α­να­γεν­νη­σια­κὸ καὶ προ­τε­σταν­τι­κὸ πα­τρι­αρ­χι­κὸ πνεῦ­μα ποὺ κυ­ρι­αρ­χού­σε τὴν ἐ­πο­χὴ τοῦ Shakespeare ἡ μη­τρι­κὴ ἐ­πι­θυ­μί­α καὶ πα­ρου­σί­α πε­ρι­ο­ρι­ζό­ταν ἐν­τὸς τοῦ ἰ­δι­ω­τι­κοῦ καὶ αὐ­στη­ρὰ ὣς τὴ λή­ξη τῆς πε­ρι­ό­δου γα­λού­χη­σης, ἐ­νῶ σὲ σχέ­ση μὲ τὴ δη­μό­σια, ἐ­νή­λι­κη ζω­ὴ ἡ μη­τρι­κὴ πα­ρου­σί­α θε­ω­ροῦν­ταν ἐ­πι­κίν­δυ­νη, κα­τώ­τε­ρη ἢ πε­ρι­φε­ρεια­κή. Αὐ­τὲς οἱ ἐκ­δο­χὲς ἐν­το­πί­ζον­ται στὸ σαιξ­πη­ρι­κὸ ἔρ­γο, οἱ ὁ­ποῖ­ες ἀ­νά­γον­ται στὴν οἰ­δι­πό­δεια πλο­κή, ὅ­που, σὲ σχέ­ση μὲ τὸν ἥ­ρω­α, ἡ ἰ­δα­νι­κὴ μη­τέ­ρα εἶ­ναι ἡ ἀ­ποῦ­σα ἢ νε­κρὴ μη­τέ­ρα καὶ ἡ ἰ­δα­νι­κὴ κοι­νω­νί­α βα­σί­ζε­ται στὴν κα­τα­στο­λὴ τῆς μη­τρι­κῆς ἐ­πι­θυ­μί­ας.

[6] . Ὅ­πως ση­μει­ώ­νει ὁ Ἀ­χιλ­λέ­ας Κυ­ρι­α­κί­δης στὴ Μικρή Περιοχή.


Πη­γή: Πρώτη δημοσίευση.


Προηγήθηκαν:


Δελτίο#6: Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἕ­να ρεῦ­μα ζω­ῆς, ἐ­δῶ καὶ τώ­ρα (Μάρτιος 2019).


Δελτίο#5: Συνέντευξη μὲ τὴν Ta­nia Hersh­man (Ἰανουάριος 2019).



Δελτίο#4: Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α: ἡ κο­ρυ­φὴ ἑ­νὸς πα­γό­βου­νου (ἰριδισμοὶ τοῦ μι­κροῦ)
 (Νοέμβριος 2018).


Δελτίο#3: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α στὸ μι­κρο­σκό­πιο: ἀν­τα­πό­κρι­ση ἀ­πὸ τὴν Μπραγ­κάν­ζα, τὸ Σὲν Γκά­λεν καὶ τὴ Λι­σα­βό­να (Σεπτέμβριος 2018).


Δελτίο#2: Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­α παν­τοῦ: ἀ­πὸ τὸν Αἴ­σω­πο, τὸν Ὅ­μη­ρο καὶ τὴν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κὴ γραμ­μα­τεί­α ἕ­ως σή­με­ρα. (Ἰούλιος 2018).


Δελτίο#1: Γιὰ τὸ 8ο Δι­ε­θνὲς Συ­νέ­δριο Μι­κρο­μυ­θο­πλα­σί­ας (2014)


καὶ τὰ Πρα­κτι­κά του (2017)  (Μάϊος 2018).


καὶ


Νέ­α: 07-05-2018. Ἡ μι­κρο­μυ­θο­πλα­σία παν­τοῦ! Μιὰ νέ­α στή­λη! 


Δή­μη­τρα Ἰ. Χρι­στο­δού­λου (Γι­ο­χά­νεσ­μπουρκ, 1971). Δι­ή­γη­μα, Με­τά­φρα­ση, Με­λέ­τη. Με­τα­πτυ­χια­κὴ εἰ­δί­κευ­ση στὴν Πο­λι­τι­στι­κὴ Δι­α­χεί­ρι­ση στὸ Παν­τεῖ­ο. Ἀ­πό­φοι­τη Εὐ­ρω­πα­ϊ­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Τμῆ­μα Ἀν­θρω­πι­στι­κῶν Σπου­δῶν, ΕΑΠ. Ἀ­πό­φοι­τη Ἰ­σπα­νι­κοῦ Πο­λι­τι­σμοῦ, Πα­νε­πι­στή­μιο Menendez Pe­la­yo, San­tander. Με­τα­φρά­στρια, Βρε­τα­νι­κὸ Συμ­βού­λιο καὶ Ἰν­στι­τοῦ­το Γλωσ­­σο­λο­γί­ας, Λον­δί­νο.


Εἰκόνα: Φωτογραφία: Ἕλενα Παπαδοπούλου.



This post is ad-supported

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου