|
|
Ο ΝΤΕΝΙΣ ΤΖΟΝΣΟΝ, ὁ ὁποῖος πέθανε τὴν περασμένη
Τετάρτη, σὲ ἡλικία ἑξήντα ἑφτὰ ἐτῶν, ἔκλαιγε μὲ εὐκολία, δίχως νὰ
ντρέπεται γι’ αὐτό. «Εἶναι ἁπλῶς κάτι ποὺ τὸ κάνω πολύ», εἶπε στοὺς μαθητές
του στὴν Ἁγία Πετρούπολη, στὴ Ρωσία, τὸν Ἰούλιο τοῦ 2000 σὲ κάποιο
σεμινάριο γραφῆς, στὸ ὁποῖο ἀμφότεροι διδάσκαμε. Τὰ δάκρυα ἐν προκειμένῳ
ἦταν ἡ ἀντίδραση, ὅταν κάποιος μαθητὴς τὸν ρώτησε πῶς διαλέγει τοὺς
τίτλους γιὰ τὰ βιβλία του. Ἦταν ἀνησυχαστικὰ ἀνοιχτὸς ὅσον ἀφορᾶ
τοὺς δαίμονες ποὺ τὸν καταδίωκαν. Ἀκόμη κι ὅταν ἤμαστε στὴ Ρωσία, ἔψαχνε
νὰ βρεῖ παράρτημα τῶν Ἀλκοολικῶν Ἀνωνύμων. Ἦταν πάντοτε ἐν διεγέρσει,
βαδίζοντας σ’ ἕνα μονοπάτι σπαρμένο μὲ πειρασμούς, ἐθισμὸ καὶ βία.
Λόγῳ ἴσως τοῦ ὅτι βρισκόμασταν στὴν Ἁγία Πετρούπολη, ὅταν τὸν πρωτογνώρισα,
ὁ Ντένις μου θύμισε τὸν Ντοστογιέφσκι, συγγραφέα διατεθειμένο νὰ
βυθομετρήσει τὶς πιὸ σκοτεινὲς γωνιὲς τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς του προκειμένου
νὰ ἀποδώσει μὲ εἰλικρίνεια τὴ φύση τῆς ἀνθρωπότητας.
Ζοῦσε μέσα στὸ δάσος, στὸ βορειοτερο τμῆμα τοῦ Ἀϊντάχο, στὴν
κορυφὴ τῆς ἔκτασης αὐτῆς ποὺ μοιάζει μὲ ψηλὸ μακρόστενο καπέλο, κοντὰ
στὰ σύνορα μὲ τὸν Καναδά. Εἶχε στὴν κατοχή του πυροβόλα ὅπλα καὶ βιβλία
καὶ μιὰ Κορβέτ, εἶχε καὶ μιὰ εὔθυμη σύζυγο, τὴ Σίντυ, ἀπὸ τὴν ὁποία πιανόταν
ὅπως πιάνεται κανεὶς ἀπ’ τὸ κατάρτι στὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα.
Νομίζω πὼς κρατιόταν ἔξω ἀπ’ τὴν κοινωνία διότι παραῆταν ἑλκυστικός.
Σαγήνευε τοὺς ἄλλους μὲ τὸ χιοῦμορ του καὶ μὲ τὴ σπιρτάδα του, ἡ κολακεία
ὅμως ἦταν μιὰ ἀκόμη μορφὴ μέθης ποὺ τὴν ἀπέφευγε μὲ μανία.
Ὁ
Ντένις ἔλεγε πὼς δὲν διάβαζε ποτὲ τὶς κριτικές, παρ’ ὅτι συγκαταλεγόταν
στοὺς πλέον ἀναγνωρισμένους Ἀμερικανοὺς συγγραφεῖς. Τὸν καιρὸ ποὺ ἤμαστε
στὴ Ρωσία, ἡ παρουσίαση τῆς νουβέλας του The Name of the World ἀπὸ τὸν Ρόμπερτ
Στόουν βρέθηκε στὴν πρώτη σελίδα τῆς Times
Book Review. Ὅταν ὁ ἐκδότης τοῦ τηλεφώνησε γιὰ νὰ τοῦ ἀναγγείλει
τὸ νέο, ὁ Ντένις μοῦ εἶπε: «Χρειάστηκε νὰ διαβάσω τὴ Βίβλο μου γιὰ νὰ ἡσυχάσω.»
Κι ἐπρόκειτο γιὰ καλὴ κριτική. Εἶπε πὼς σταμάτησε νὰ διαβάζει κριτικές,
μόλις οἱ φίλοι του ἄρχισαν νὰ τοῦ τηλεφωνοῦν στὶς ἕξι τὸ πρωί, προειδοποιώντας
τον νὰ μὴ διαβάσει κάποιο ἀδιάφορο σημείωμα στοὺς Times. Καθένας ἀπὸ
τοὺς φίλους του ἀνέφερε ἕνα κομμάτι τῆς κριτικῆς τὸ ὁποῖο ἀρκοῦσε ὥστε
νὰ νιώσει ὁ Ντένις πὼς τὴν εἶχε διαβάσει ὁλόκληρη. «Ἡ κακὴ κριτικὴ
μοιάζει μὲ τὰ παράσιτα ἐκεῖνα στὸν Ἀμαζόνιο ποὺ φτάνουν κολυμπώντας
στὸ πέος σου μέχρι μέσα», μοῦ ἔλεγε. «Ἂν τὴ διαβάσεις, κάπως γίνεται
καὶ δὲν μπορεῖς νὰ τὴ βγάλεις ἀπὸ μέσα σου μὲ τίποτα.»
Ἡ
φωνὴ τοῦ Ντένις ἦταν συγχρόνως λυρικὴ καὶ τραχιά, κάτι ποὺ φάνταζε ἐνίοτε
ἀταίριαστο μὲ τὴν ἀλέγρα προσωπικότητά του. Κάποτε ποὺ τοῦ ἐκμυστηρεύτηκα
τὴν ἀγωνία μου ἀναφορικὰ μὲ τὸ γράψιμο κάποιου μυθιστορήματος, ἀνησυχώντας
γιὰ τὸ ὅτι δὲν ἤξερα ποῦ ὁδεύει, ὁ Ντένις εἶπε πὼς αὐτὸ δὲν εἶναι πρόβλημα.
«Ξεκινᾶς νὰ κάνεις κουπὶ μὲ προορισμὸ τὴν Αὐστραλία», εἶπε, «κι ἂν
καταλήξεις στὴν Ἰαπωνία, μένεις ἐκστατικός».
Κατὰ καιροὺς δίδασκε στὸ Κέντρο Μίτσενερ, στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ
Τέξας, στὸ Ὄστιν. To 2012, σὲ κάποια ἀνάγνωση, μιὰ παλιὰ μαθήτριά του
διατύπωσε μιὰ ἐρώτηση. Εἶπε πὼς ὁ Τζόνσον τοὺς εἶχε προτρέψει νὰ
γράψουν τρεῖς κανόνες, ὅμως τῆς ἦταν ἀδύνατο νὰ θυμηθεῖ τὸν τρίτο ἀπὸ
αὐτούς. Ὁ Ντένις τοὺς ἀπήγγειλε:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου