|
ΣΕ ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΣΑ ὄχι μόνο μπόρεσα καὶ ξυρίστηκα
ἀλλὰ καὶ κατάφερα νὰ ξυρίσω ἕναν-δυὸ καινούριους, διότι οἱ οὐσίες
ποὺ μοῦ χορήγησαν σὲ ἐνέσιμη μορφὴ ἔφεραν καταπληκτικὸ ἀποτέλεσμα.
Λέω καταπληκτικὸ διότι λίγες μόλις ὧρες νωρίτερα μὲ εἶχαν τσουλήσει
καθισμένο σὲ καροτσάκι μέσα ἀπὸ διαδρόμους στοὺς ὁποίους βίωσα τὴν
παραίσθηση μιᾶς ἁπαλῆς, καλοκαιρινῆς βροχῆς. Στὰ δωμάτια τοῦ νοσοκομείου
δεξιὰ κι ἀριστερὰ τὰ ἀντικείμενα —βάζα, σταχτοδοχεῖα, κρεβάτια—
μοῦ εἶχαν φανεῖ ὑγρὰ καὶ τρομαχτικά· ἔδειχναν νὰ μὴν πολυνοιάζονται
νὰ συγκαλύψουν τὰ πραγματικά τους νοήματα.
Μοῦ χορήγησαν κάμποσες δόσεις μὲ τὴ σύριγγα, κι ἔνιωθα λὲς κι
εἶχα γίνει ἄνθρωπος ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ προηγουμένως ἤμουν ἕνα ἐλαφρὺ
κομμάτι φελιζόλ. Ἔφερα τὰ χέρια μου ψηλὰ μπροστὰ στὰ μάτια μου. Τὰ χέρια
ἦταν ἀκίνητα ὅπως τὰ χέρια κάποιου γλυπτοῦ.
Ξύρισα τὸν συγκάτοικό μου στὸ δωμάτιο, τὸν Μπίλ. «Μὴν κάνεις κάνα
ἀστεῖο μὲ τὸ μουστάκι μου», εἶπε.
«Ἐντάξει ὣς ἐδῶ;»
«Ὣς ἐδῶ ναί.»
«Θὰ
σοῦ φτιάξω καὶ τὴν ἄλλη πλευρά.»
«Λογικὸ ἀκούγεται, σύντροφε.»
Ἀκριβῶς
κάτω ἀπὸ τὸ ἕνα ζυγωματικὸ ὁ Μπὶλ εἶχε ἕνα μικρὸ σημάδι στὸ σημεῖο
ὅπου μιὰ σφαίρα τὸν εἶχε βρεῖ στὸ πρόσωπο καὶ στὸ ἄλλο μάγουλο εἶχε μιὰ
ἐλαφρῶς μεγαλύτερη οὐλή· ἐκεῖ τὸ βλῆμα εἶχε φτάσει μέχρι μέσα.
«Τότε ποὺ σὲ πυροβόλησαν ἔτσι μὲς στὰ μοῦτρα, ἡ σφαίρα ἔκανε τίποτα
ἐνδιαφέρον στὴ συνέχεια;»
«Ποῦ θὲς νὰ ξέρω; Δὲν κράτησα σημειώσεις. Ἀκόμα κι ἂν αὐτὴ προχωρήσει
μέσα βαθιά, ἐσὺ νιώθεις πὼς μόλις σὲ πυροβόλησαν στὸ κεφάλι.»
«Κι αὐτὴ ἡ μικρὴ οὐλὴ ἐδῶ, στὴ φαβορίτα σου;»
«Δὲν ξέρω. Ἴσως τὴν ἔχω ἀπὸ τότε ποὺ γεννήθηκα. Πρώτη φορὰ τὴν
βλέπω.»
«Μιὰ μέρα θὰ διαβάζουν γιὰ σένα σὲ κάποιο διήγημα ἢ σὲ κάποιο
ποίημα. Θέλεις νὰ περιγράψεις τὸν ἑαυτό σου γι’ αὐτοὺς τοὺς ἀνθρώπους;»
«Χμ, δὲν ξέρω. Εἶμαι ἕνας σκατοχοντρός, κάτι τέτοιο.»
«Ὄχι, σοβαρολογῶ.»
«Σιγὰ ποὺ θὰ καθίσεις νὰ γράψεις γιὰ μένα.»
«Ρέ, εἶμαι συγγραφέας.»
«Ἀφοῦ εἶναι ἔτσι, πές τους ἁπλῶς ὅτι εἶμαι ὑπέρβαρος.»
«Εἶναι ὑπέρβαρος.»
«Μ’ ἔχουν πυροβολήσει δυὸ φορές.»
«Δυὸ φορές;»
«Μιὰ φορὰ ἡ κάθε γυναίκα μου, τρεῖς σφαῖρες στὸ σύνολο, μᾶς κάνει
τέσσερις τρύπες· τρεῖς μπαίνοντας καὶ μία βγαίνοντας.»
«Κι εἶσαι ἀκόμα ζωντανός.»
«Ἔχεις σκοπὸ ν’ ἀλλάξεις τίποτε ἀπ’ αὐτὰ γιὰ τὸ ποίημά σου;»
«Ὄχι. Θὰ μποῦν ὅλα λέξη πρὸς λέξη.»
«Πολὺ κακὸ αὐτό, διότι μὲ τὸ νὰ μὲ ρωτᾶς ἂν εἶμαι ζωντανὸς μοιάζεις
κομματάκι χαζός. Προφανῶς εἶμαι ζωντανός.»
«Κοίτα, ἴσως ἐννοῶ ζωντανὸς μὲ μιὰ βαθύτερη ἔννοια. Θὰ μποροῦσες
νὰ μιλᾶς, καὶ νὰ μὴν εἶσαι, παρ’ ὅλα αὐτά, ζωντανὸς μὲ μιὰ βαθύτερη ἔννοια.»
«Δὲν πάει πιὸ βαθιὰ ἀπ’ τὰ σκατὰ ποὺ μέσα τους κολυμπᾶμε αὐτὴ τὴ
στιγμή.»
«Τί θὲς νὰ πεῖς; Εἶναι φανταστικὰ ἐδῶ πέρα. Μᾶς δίνουν μέχρι καὶ
τσιγάρα.»
«Ἐμένα δὲν μοῦ ’δωσαν ἀκόμα.»
«Ὁρίστε, πάρε.»
«Εὐχαριστῶ, ρέ.»
«Μοῦ τὸ ξεπληρώνεις μόλις σοῦ δώσουν τὰ δικά σου.»
«Ἴσως.»
«Τί εἶπες ὅταν σὲ πυροβόλησαν;»
«Εἶπα: “Μὲ πυροβόλησες!”»
«Καὶ τὶς δυὸ φορές; Καὶ στὶς δυὸ γυναῖκες;»
«Τὴν πρώτη φορὰ δὲν εἶπα τίποτα, γιατί μὲ πυροβόλησε στὸ στόμα.»
«Ἄρα
δὲν μποροῦσες νὰ μιλήσεις.»
«Σωριάστηκα ἀναίσθητος, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσα νὰ μιλήσω. Κι ἀκόμα
θυμᾶμαι τὸ ὄνειρο ποὺ ἔβλεπα τὴν ὥρα ποὺ τὴν ἔτρωγα ἐκείνη τὴ φορά.»
«Τί ὄνειρο ἦταν;»
«Πῶς θὰ μποροῦσα νὰ σοῦ πῶ γι’ αὐτό; Ὄνειρο ἦταν. Καὶ δὲν ἔβγαζε
κανένα γαμωνόημα. Τὸ θυμᾶμαι ὅμως καλά.»
«Δὲν μπορεῖς νὰ τὸ περιγράψεις ἔστω λίγο;»
«Ἀλήθεια, δὲν ξέρω τί περιγραφὴ θὰ μποροῦσα νὰ κάνω. Μὲ συγχωρεῖς.»
«Ὁτιδήποτε. Τὸ παραμικρό.»
«Λοιπόν, τὸ μόνο σίγουρο, τὸ ὄνειρο εἶναι κάτι ποὺ ἐπανέρχεται
ξανὰ καὶ ξανά. Ἐννοῶ ἐπανέρχεται τὴν ὥρα ποὺ εἶμαι ξύπνιος. Κάθε φορὰ
ποὺ θυμᾶμαι τὴν πρώτη μου γυναίκα, θυμᾶμαι ποὺ τράβηξε τὴ σκανδάλη
σημαδεύοντάς με κι ὕστερα, νά το πάλι ἐκεῖνο τὸ ὄνειρο...
«Καὶ τὸ ὄνειρο δὲν ἦταν – θέλω νὰ πῶ δὲν ὑπῆρχε σ’ αὐτὸ τίποτα
θλιβερό. Ὅμως, ὅταν τὸ θυμᾶμαι, λέω, Γαμῶτο, ρὲ φίλε, στ’ ἀλήθεια,
στ’ ἀλήθεια μὲ πυροβόλησε. Καὶ νά το πάλι τὸ ὄνειρο.»
«Μήπως ἔχεις δεῖ ἐκείνη τὴν ταινία μὲ τὸν Ἔλβις Πρίσλεϊ, τὸ Follow That Dream;»
«Τὸ Follow That
Dream. Ναί, τό’ χω δεῖ. Τώρα δὰ θὰ τό ’λεγα κιόλας.»
«Εἶσαι ἕτοιμος. Τελείωσα μὲ τὸ ξύρισμα. Κοιτάξου στὸν καθρέφτη.»
«Ἔγινε.»
«Τί βλέπεις;»
«Πῶς κατάφερα κι ἔγινα τόσο χοντρός, ἀφοῦ δὲν τρώω ποτέ;»
«Αὐτὸ μόνο;»
«Ἔ, δὲν ξέρω. Ἐγὼ μόλις ἦρθα ἐδῶ πέρα.»
«Πές μου κάτι γιὰ τὴ ζωή σου.»
«Χά! Καλὸ κι αὐτό.»
«Πές μου κάτι γιὰ τὸ παρελθόν σου.»
«Σὰν τί θὲς ν’ ἀκούσεις;»
«Ὅταν κοιτᾶς πρὸς τὰ πίσω, τί βλέπεις;»
«Κατεστραμμένα ἁμάξια.»
«Βλέπεις κι ἀνθρώπους μέσα σ’ αὐτά;»
«Ναί.»
«Ποιοὺς βλέπεις;»
«Ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶναι τώρα παρὰ σκέτο κρέας, φίλε.»
«Εἶναι ἔτσι στ’ἀλήθεια;»
«Ποῦ θὲς νὰ ξέρω πῶς εἶναι; Ἐγὼ μόλις ἦρθα ἐδῶ πέρα. Καὶ βρομάει.»
«Πλάκα κάνεις; Ἐδῶ μας ποτίζουν ἀλοπεριδόλη μὲ τὸ λίτρο. Πάρκο
γιὰ νήπια εἶναι.»
«Τὸ ἐλπίζω. Γιατί ἔχω βρεθεῖ σὲ μέρη στὰ ὁποῖα τὸ μόνο ποὺ κάνουν
εἶναι νὰ σὲ τυλίγουν μ’ ἕνα βρεγμένο σεντόνι καὶ νὰ σοῦ δίνουν νὰ δαγκώνεις
ἕνα λαστιχένιο παιχνίδι γιὰ κουτάβια.»
«Θὰ μποροῦσα νὰ μὲ φανταστῶ νὰ ζῶ ἐδῶ δυὸ βδομάδες κάθε μήνα.»
«Κοίτα, εἶμαι μεγαλύτερος ἀπὸ σένα. Ἐσὺ μπορεῖς νὰ κάνεις μερικοὺς
ἀκόμα γύρους σ’ αὐτὸν ἐδῶ τὸν τροχὸ καὶ παρ’ ὅλα αὐτὰ νὰ κατορθώνεις
πάντα νὰ βγαίνεις μὲ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια σου στὴ σωστὴ θέση. Ἐγὼ ὄχι.»
«Ρέ, εἶσαι μιὰ χαρά.»
«Γιὰ μίλα ἐδῶ μέσα.»
«Νὰ μιλήσω μέσα στὴν τρύπα ποὺ σοῦ ’χει κάνει ἡ σφαίρα;»
«Γιὰ μίλα μέσα ἐκεῖ. Καὶ πές μου ἂν εἶμαι μιὰ χαρά.»
Περισσότερα γιὰ τὸν Ντένις Τζόνσον
δὲς ἐδῶ τὴν νεκρολογία τοῦ Λόρενς Ράϊτ:
https://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2019/11/02/lawrence-wright-…on-denis-johnson/
Πηγή: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories, New York, Picador Modern Classics / Farrar, Straus and Giroux, 2015 [πρώτη ἔκδοση: Denis Johnson, Jesus’ Son. Stories by Denis Johnson, New York, Farrar, Straus and Giroux, 1992]. Ἡ παραπάνω ἱστορία πρωτοδημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ Esquire. ΠΗΓΗ ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Ντένις Τζόνσον (Denis Johnson) (1949, Μόναχο-2017, Καλιφόρνια). Ἀμερικανὸς πεζογράφος, ποιητὴς καὶ θεατρικὸς συγγραφέας. Στὸ ἐργαστήρι γιὰ συγγραφεῖς στὴν Ἀϊόβα εἶχε γιὰ δάσκαλό του τὸν Ρέιμοντ Κάρβερ.
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἀγγλικά:
Γιῶργος Ἀποσκίτης (1984). Γεννήθηκε καὶ ζεῖ στὴν Ἀθήνα. Πραγματοποίησε σπουδὲς στὴν Ἀθήνα καὶ στὸ Ἐδιμβοῦργο. Ἔχει ἀσχοληθεῖ, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ λεξικογραφία καὶ μὲ τὰ κινούμενα σχέδια. Δουλειά του ἔχει δημοσιευτεῖ στὸ περιοδικὸ Σημειώσεις καὶ ἀλλοῦ.
Εἰκόνα: Γενικὴ Κλινικὴ τοῦ Σηάτλ. Φωτογραφία τοῦ 1917.
|
This post is
ad-supported |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου