ΠΕΡΝΑΩ συχνά, εἴτε μέ τό αὐτοκίνητο, εἴτε μέ
τά πόδια, ἀπό τή γειτονιά τοῦ Καρπούζα. Τί ἐστί Καρπούζας; Καρπούζας
ἐστί ἕνας παλιός μου συμμαθητής ἀπ᾿ τό Δημοτικό. Τόν ἔβλεπα συχνά
παλιότερα ἀλλά δέν τοῦ ἔδινα γνωριμία, κατά πᾶσαν πιθανότητα αὐτός
δέν θά μέ θυμόταν, ἴσως κι ἐγώ δέν θά τόν θυμόμουν ἄν δέν τόν εἶχα συνδέσει
μέ μιάν ἀνάμνηση.
Εἴμαστε στήν Πέμπτη τοῦ Δημοτικοῦ, στίς ἀπαρχές τῆς ἄνοιξης, κι
οἱ δάσκαλοι μᾶς λένε πώς αὔριο, ἄν κάνῃ καλό καιρό, θά πᾶμε ἐκδρομή. Ἡ
μέρα περνάει μέσα σέ μιά γλυκειά προσμονή πώς αὔριο, λέει, θά εἶναι
χαρά θεοῦ.
Καί τί πικρή ἀπογοήτευση, τό πρωί τῆς ἄλλης μέρας, πού μπλάβα
σύννεφα ἔχουν σκεπάσει τόν οὐρανό καί τόν ἥλιο, κι ἐμεῖς σκόρπιοι περίλυποι
στό προαύλιο, νά κυττᾶμε πάνω ψηλά, παρακαλῶντας ἀπό μέσα μας νά
σκάσῃ μύτη ὁ ἥλιος, νά διώξῃ ὡς διά μαγείας τά σύννεφα, ἐκεῖ, πέντε
λεπτά πρίν χτυπήσῃ τό κουδούνι, ἔχουμε ἀκόμα λίγο καιρό, ὅλα μποροῦν
νά συμβοῦν!
Καί νά πού δυό λεπτά πρίν χτυπήσῃ τό κουδούνι, μιά χλομή ἡλιαχτίδα,
φορτωμένη ὅλες τίς παιδικές ἐλπίδες, ξεπρόβαλε γιά λίγο μέσα ἀπ᾿
τά βαριά σύννεφα. Τά μαθητούδια στήσανε πανηγύρι τρελό κι ἀρχίσανε
νά κραυγάζουνε τήν γνώριμη ἰαχή: Ἐ-κδρο-μή! Ἐ-κδρο-μή!
Μά ἐγώ ἀπ᾿ ὅλ᾿ αὐτά θυμᾶμαι μόνο τόν Καρπούζα: Χοροπηδοῦσε σάν
τρελός, μέ μιά ἄφατη χαρά στό πρόσωπό του καί λές κι ἡ εἰκόνα του, μέ
φόντο τήν ἀναιμική ἀχτίδα τοῦ ἥλιου, ἀκινητεῖ γιά χρόνια στό μυαλό
μου, τά πόδια του λυγισμένα κι αἰωρούμενα στόν ἀέρα, τά χέρια του ὑψωμένα
θριαμβικά, τό γέλιο του, γέλιο παιδιοῦ πιό λαμπερό κι ἀπό τόν ἥλιο,
τήν ὥρα πού κραύγαζε: «Ζήτω ὁ ἥλιος!»
Δέν πήγαμε βέβαια ἐκδρομή αὐτή τήν ἡμέρα, πήγαμε τήν ἑπόμενη
πού ᾿χε ξαστεριά, ὅμως δέν ἦταν τό ἴδιο, ἔλειπε ἐκείνη ἡ γλύκα τῆς
προσμονῆς καί ἡ πίκρα τῆς διάψευσης.
Ἔκτοτε,
πάντως, κάθε φορά πού πέρναγα, ἀκόμα καί μεγάλος, ἀπό τήν γειτονιά
τοῦ Καρπούζα, ἔλεγα ἀπό μέσα μου: «Γειά σου ρέ Καρπούζα, Ζήτω ὁ ἥλιος!»
Ὥσπου
μιά μέρα, πρίν δυό χρόνια, εἶδα στήν κολώνα τῆς γειτονιᾶς του ἕνα κηδειόσημο
πού γνωστοποιοῦσε τόν θάνατο τοῦ προσφιλοῦς πατέρα, θείου καί ἀδελφοῦ
Γιάννη Καρπούζα. Ἀμφιβάλλω ἄν κάποιος ἀπ᾿ τούς συμμαθητές μου τοῦ Δημοτικοῦ
θυμόταν —ἤ εἶχε ἀποτυπώσει— ἐκείνη τήν σκηνή τοῦ «Ζήτω ὁ ἥλιος!»,
καί δέν ξέρω ἄν τήν θυμόταν στήν κατοπινή του ζωή κι ὁ ἴδιος ὁ Καρπούζας.
Αὐτό ὅμως πού μπορῶ νά πῶ μέ σχεδόν ἀπόλυτη βεβαιότητα εἶναι
πώς σίγουρα δέν θά τή θυμᾶται ἐκεῖ πού βρίσκεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου