|
ΗΤΑΝ ΕΝΑΣ ΚΑΔΟΣ κακοπαθημένος. Μὲ τὸ καπάκι
του θεόστραβο λὲς κι εἶχε περάσει πάρεση, τὸ ἐσωτερικό του νὰ χάσκει
γκρίζο, βρόμικο καὶ ἄδειο, ἢ μὲ κάποιες ἐλάχιστες σακοῦλες σκουπιδιῶν
ἀνάξιες προσοχῆς. Τὸ πέδιλό του κι αὐτὸ ξεχαρβαλωμένο συνέβαλε
στὴν ὅλη κλινικὴ εἰκόνα ἀσθενοῦς σὲ ὁριακὴ κατάσταση. Οἱ γείτονες,
ἐμφανῶς, δὲν τὸν προτιμοῦσαν. Εἶχαν ἄλλους πιὸ ἀγαπημένους.
Σὲ αὐτὸν
κατέφευγαν μονάχα σ’ ἔκτακτες περιπτώσεις, ὅπως στὰ πολλὰ τὰ κρύα
καὶ τὶς δυνατὲς μπόρες, πετάγονταν ἀλαφιασμένοι, σήκωναν τὸ καπάκι
του μὲ σιχασιὰ —σὰ νὰ μὴν ἤθελαν νὰ τοὺς πάρει εἴδηση κανένας πὼς εἴχανε
πάρε δῶσε μ’ αὐτόν —κι ἔτρεχαν πίσω γραμμὴ στὰ σπίτια τους. Ἀκόμα κι
αὐτοὶ οἱ ὑπάλληλοι τῆς Καθαριότητας ἦταν φορὲς ποὺ τὸν προσπερνοῦσαν,
μόλις καταδεχόμενοι μισὴ ματιὰ συγκατάβασης καὶ οἴκτου. «Λίγα τα
ψωμιά σου», ἔλεγαν ἀπὸ μέσα τους. «Στὴν ἑπόμενη ἀνανέωση τοῦ στόλου,
θὰ γίνεις κι ἐσὺ αὐτὸ ποὺ τρῶς: Σκουπίδι.» Ὁ γέρο-Κάδος τὰ ἤξερε ὅλα
αὐτά. Εἶχε γίνει μὲ τὰ χρόνια ἕνας σοφός, κυνικὸς μὲ τὰ σκυλιά του καὶ
στωικὸς μὲ τὶς γάτες του τὶς ἀκροβάτισσες. Ἀλλὰ κι ἐκεῖνα πιὰ τὸν ἐπισκέπτονταν
ἀραιὰ καὶ ποῦ λόγω μειωμένου περιεχομένου κι ἀνεργίας. Ὅμως εἶχε
βρεῖ ἕνα λόγο νὰ κρατιέται, νὰ μὴν τὸ βάζει κάτω. Ἕναν ἔρωτα μυστικό.
Μιὰ γριὰ φαφούτα σὰν κι αὐτὸν ποὺ περνοῦσε μὲ τὸ καροτσάκι τοῦ σουπερμάρκετ
νὰ κροταλίζει φασαριόζικα, κάθε δύο μὲ τρεῖς ἡμέρες. Τὸν ἄνοιγε
μ’ ἕνα ραβδὶ κι ἔμπαινε σχεδὸν ὁλόκληρη μέσα του, ἀφοῦ ὅ,τι περιεῖχε
ἦταν ἴσια βαθιὰ στὸν πάτο. Ἅμα ἦταν νύχτα, τοῦ ἔριχνε ἕνα φακὸ καὶ
παίζανε τὸν γιατρό, τὸν γαργαλοῦσε καὶ τότε γέλαγε πολύ, καὶ ὅπως ἔβγαζε
πάλι ἔξω το κεφάλι, μόλις ποὺ προλάβαινε νὰ τῆς δώσει ἕνα πεταχτὸ
φιλί. Τὸν παίδευε ποὺ δὲν τοῦ ἔδινε σταθερὰ ραντεβού. Ποὺ δὲν τοῦ ‘χε
χαρίσει οὔτε μιὰ λέξη. Ἄλλοι ρακοσυλλέκτες μονολογοῦσαν μέσα στοὺς
κάδους τους, ἐμπιστεύονταν τὰ πιὸ κρυφά τους μυστικά, τὶς πιὸ βαθιὲς ἐπιθυμίες.
Ἢ κουβέντες τοῦ ἀέρα, μετέωρες μπουρμπουλῆθρες, ποὺ γέμιζαν παιχνιδιάρικα
τῶν κάδων τὸ κενό. Ὅμως ἀπὸ ἐκείνη ὅλα θὰ μποροῦσε νὰ τ’ ἀντέξει, καὶ
τὴν ἀδιαφορία της ἀκόμη σὰν δῶρο ἀκριβό. Καὶ στὶς μακριὲς ὧρες τῆς
μοναξιᾶς του ὅλο καθόταν καὶ συλλογιζόταν πὼς ἔτσι μᾶλλον πρέπει νὰ
εἶναι ἡ πραγματικὴ ἀγάπη. Σιωπηλή. Σιωπηλὴ κι ἀνεκπλήρωτη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου