|
ΚΡΑΤΑ στὸ χέρι ἕναν πλαστικὸ κουβά, ἕνα κοντάρι
κι ἕνα ἐργαλεῖο ποὺ μοιάζει μὲ ὑαλοκαθαριστήρα αὐτοκινήτου. Τὰ
τζάμια σου εἶναι λερωμένα, μοῦ λέει, νὰ τὰ καθαρίσω; Φυσάει σήμερα,
τοῦ λέω, θὰ λερωθοῦν ἀμέσως ξανά. Τότε νὰ ‘ρθῶ τὴν Παρασκευή; μὲ ρωτᾶ,
τὴν Παρασκευὴ καλύτερα, τοῦ λέω. Εἶναι κοντός, μὲ σκοῦρο πρόσωπο καὶ
λαδωμένο μαλλί, μαῦρο κατράμι στρωμένο καλά, τὰ μάτια του εἶναι κίτρινα
καὶ δὲν ξέρω ἂν αὐτὸ ἦταν πάντα τὸ χρῶμα τους. Μὴ βάλεις ἄλλον, μοῦ λέει,
ἐγὼ θὰ τὰ καθαρίσω, μόνο πέντε εὐρώ, ἔλα τὴν Παρασκευή, τοῦ λέω. Συνεννοηθήκαμε
μιὰ χαρά, ἂν καὶ τὰ ἑλληνικά του δὲν ἦταν τόσο καλά.
Καθαρίζω καὶ τοῦ
Τάσου στὸ Κιάτο, μοῦ λέει. Δὲν ξέρω κάποιον Τάσο ἀπὸ τὸ Κιάτο, τοῦ λέω.
Ἔχει τὸ καφενεῖο, μοῦ λέει καὶ μοῦ δείχνει μὲ τὸ χέρι του πῶς τοῦ κάνει
ὁ Τάσος ὅταν τὸν βλέπει. Σὲ σταυρώνει, τοῦ λέω, ὅπως σὲ σταύρωνε ἡ μάνα
σου μικρό, ναί, μοῦ λέει κι ἀμέσως μετὰ μοῦ δείχνει μιὰ ἄλλη κίνηση, σὲ
μουντζώνει, τοῦ λέω, ναί, μοῦ λέει. Πρῶτα σὲ σταυρώνει καὶ μετὰ σὲ μουντζώνει,
τοῦ λέω, ναί, μοῦ λέει καὶ γελάει. Γιατί τὰ κάνει αὐτά; τοῦ λέω, δὲν ξέρω,
μοῦ λέει καὶ γελάει ξανά. Τὴν Παρασκευὴ ἄργησε λίγο, ἀλλὰ συνεπής,
εἶχε βραδιάσει, χτυπᾶ κι ἀνοίγει ἐλαφρῶς τὴν πόρτα, νὰ τὰ καθαρίσω;
μοῦ λέει, καθάρισέ τα, τοῦ λέω. Πέρασα κι ἀπὸ τὸν Τάσο στὸ Κιάτο, μοῦ
λέει καὶ μοῦ ‘δεῖξε γρήγορα γρήγορα τὶς γνωστὲς κινήσεις τοῦ Τάσου,
γελαστὸς πάντα, ἐγὼ δὲν ἔκανα σχόλιο γιατί τὰ εἴχαμε πεῖ αὐτά. Θὰ πάρω
λίγο νερό, μοῦ λέει, πάρε, τοῦ λέω. Ἀκούω ἀπέξω νὰ τρίβει τὰ τζάμια
καὶ μετὰ νὰ τὰ στεγνώνει, ὅπως γρατσουνάει ἡ γάτα τὸ πορτόφυλλο τὸ
χειμώνα ποὺ κρυώνει, δὲν τοῦ πῆρε πολύ. Ἀνοίγει τὴν πόρτα, τέλειωσα,
μοῦ λέει, ὁρίστε τὰ λεφτά, τοῦ λέω, ἐνῶ αὐτὸς καθάριζε τὸ μαρμαράκι
τῆς εἰσόδου, μὴν πατήσεις ἐδῶ, μοῦ λέει, μέχρι νὰ στεγνώσει. Εὐχαριστῶ,
μοῦ λέει. Ἡ κίνηση ἀπ’ ἔξω εἶχε ἀραιώσει. Ἔκλεισε τὴν πόρτα καὶ βγῆκε.
Ἀμέσως μετὰ εἶπε ἕνα τραγούδι, στὴ γλώσσα του, ὄχι ὁλόκληρο, ἀλλὰ
εἶπε μερικὰ λόγια καὶ νομίζω πὼς τὸ τραγούδι ἦταν ἕνα εὐχαριστῶ ἀκόμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου