Ο ΣΩΤΗΡΗΣ τριάντα τεσσάρων, φορτηγατζῆς χρόνια ἄνεργος.
Ὁ Παναγιώτης σαράντα πέντε, φύλακας ἀνασφάλιστος σὲ μιὰ μάντρα. Εἶχαν
τελειώσει καὶ οἱ δυὸ τὴν πρώτη μὲ δεκαεννιά, δευτέρα τώρα ἀρχὴ τῆς
χρονιᾶς, θὰ τό ’βγαζαν, ἔλεγαν, ὁπωσδήποτε τὸ Γυμνάσιο.
Ὁ
καβγὰς ἔγινε γιὰ τὸ ἀπουσιολόγιο. Δεκαεννιὰ μὲ δεκαεννιά, ἁρπάχτηκαν
ποιός θὰ τὸ πάρει, σηκώνει ὁ Σωτήρης μιὰ καρέκλα νὰ τὴ φέρει στὸ κεφάλι
τοῦ Παναγιώτη, τὴν κοπανάει μὲ τὴ γροθιά του αὐτός, πάει τὸ δαχτυλάκι
του τὸ δεξί.
Στὸ νοσοκομεῖο τοῦ βάλανε νάρθηκα, ἀποσπαστικὸ κάταγμα. Ἐνημερώνει
γυρίζοντας ὅτι δὲν θὰ πάει τὸ πρωῒ στὴ δουλειὰ λόγῳ ἀτυχήματος, δὲν
χρειάζεται νὰ ξανάρθεις, τοῦ ἀπαντᾶνε.
Στὸν Σύλλογο τὴν ἑπόμενη, μᾶς εἴπανε ὅτι ἤτανε λάθος τους καὶ
δὲν θὰ τὸ ξανακάνουν. Δώσανε καὶ τὰ χέρια μπροστά μας, ὁ Παναγιώτης
τὸ ἀριστερό. Τοὺς ρίξαμε τριήμερη ἀποβολή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου