Ο Βασίλης Βασιλικός γεννήθηκε στην Καβάλα. Από το 1953 μέχρι σήμερα έχει εκδώσει περί τα εκατό βιβλία (πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, ποίηση) και είναι ο πιο πολυμεταφρασμένος Έλληνας πεζογράφος μετά τον Νίκο Καζαντζάκη. Ανάμεσα στα χίλια βιβλία που πρότεινε στους αναγνώστες της η αγγλική εφημερίδα The Guardian («1.000 novels everyone must read», 21.1.2009) περιλαμβάνονται μόνο δύο ελληνικά: το βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και το Ζ του Βασίλη Βασιλικού. Είναι παντρεμένος με την υψίφωνο Βάσω Παπαντωνίου και έχουν μία κόρη, την Ευρυδίκη.
Είστε από τους συγγραφείς που τα βιβλία τους επανεκδίδονται συνεχώς και διαβάζονται πάντα με το ίδιο ενδιαφέρον. Ποια είναι η διαφοροποίηση ανάμεσα στις παλαιότερες και στις νέες εκδόσεις;
Διαφοροποίηση, ούτως ειπείν, δεν υπάρχει, διότι τα επανεκδιδόμενα έχουν ήδη επανεκδοθεί, προ 40ετίας, οπότε τότε έγινε η επιδιόρθωσή τους από την πρώτη ή τη δεύτερή τους έκδοση. Μόνο σε ένα από αυτά, που ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει, αλλά πρόκειται συντόμως, το Κ, από τις Εκδόσεις Ελληνική Παιδεία – Νίκας, έκοψα ένα σημαντικό κεφάλαιο διότι το βρήκα ως μη εναρμονισμένο με τον ρυθμό του μυθιστορήματος.
Η πορεία σας στα ελληνικά γράμματα είναι μακροχρόνια και άκρως δημιουργική: είστε ο πολυγραφότερος Έλληνας συγγραφέας. Ποιοι είναι οι μεγαλύτεροι σταθμοί σε αυτή τη μαγική διαδρομή;
Μου αρέσει ιδιαίτερα το «μαγική διαδρομή». Η «απομάγευση» με ενοχλεί και σαν λέξη. Για απάντηση στο ερώτημά σας θα χρησιμοποιήσω την τεχνική του Γιώργου Σκαμπαρδώνη με τις στάσεις του βιβλίου του Λεωφορείο. Λοιπόν, έχουμε και λέμε: 1η στάση: Η διήγηση του Ιάσονα, 2η: η τριλογία Το φύλλο – Το πηγάδι – Τ’ αγγέλιασμα, 3η: Οι φωτογραφίες, 4η: 8½ (δύο τόμοι), 5η: Γλαύκος Θρασάκης, 6η: Η μνήμη επιστρέφει με λαστιχένια πέδιλα και 7η: Ζ, καθότι το «λεωφορείο» έφτασε στο «ντεπό».
Την περασμένη χρονιά εκδώσατε πέντε βιβλία και φέτος τρία, μέχρι στιγμής τουλάχιστον. Καθένα από αυτά έχει τη δική του σπουδαιότητα. Τα σιλό, λόγου χάρη, που αναφέρονται στη Μακεδονία υπό τη βουλγαρική Κατοχή του 1941-1944. Θεωρείτε ότι το αναγνωστικό κοινό γνωρίζει αρκετά πράγματα γι’ αυτή την περίοδο;
Σας ευχαριστώ που αναφερθήκατε σε αυτό το βιβλίο που το έγραψα σε ηλικία 15 χρονών, στη Θάσο, το καλοκαίρι του 1949. Ναι, για τη βουλγαρική Κατοχή στην πατρίδα μας δεν υπήρξε απ’ ό,τι γνωρίζω μυθοπλαστική αναφορά, όπως για τη γερμανική ή την ιταλική. Και τα Σιλό εν μέρει φιλοδοξούν να καλύψουν αυτό το κενό.
Όσο για Τα καμάκια, μας ταξίδεψαν στο τέλος της δεκαετίας του 1970 και στη δεκαετία του 1980. Τι πιστεύετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο που προσεγγίζει ένας νέος μια κοπέλα σήμερα;
Καταρχήν, να πούμε ότι με την εμφάνιση του AIDS και στον τόπο μας και όσο αυξάνονταν οι θάνατοι απ’ αυτή τη μάστιγα, άρχισαν να αραιώνουν και τα «καμάκια». Ώσπου εξαφανίστηκαν ολοσχερώς. Καπάκι ακολούθησε η σταδιακή απελευθέρωση των γυναικών, που άλλαξε τον τρόπο προσέγγισης των δυο φύλων. Από κει και πέρα, στην αρχή της 3ης χιλιετίας μπαίνουμε στα της ψηφιακής τεχνολογίας, όπου οι νέοι άνθρωποι προτιμούν να επικοινωνήσουν εικονικά μέσω του διαδικτύου. Μόνο στο κρεβάτι βρίσκουμε σώμα με σώμα. Αλλά κι αυτό κινδυνεύει να εξαφανιστεί, όταν προκύψουν στην αγορά τα ψηφιακά στρώματα, οι ψηφιακές κιλότες και τα ψηφιακά σώβρακα.
Στο Ημερολόγιο της Μικρασιατικής Εκστρατείας είστε πρωταγωνιστές ο πατέρας σας και εσείς. Πέρα από τη γραπτή κατάθεση του πατέρα σας, υπάρχουν προφορικές του αφηγήσεις για τη Μικρασιατική Εκστρατεία που δεν έχουν συμπεριληφθεί στην έκδοση;
Ο πατέρας μου όχι μόνο δεν μας μίλησε ποτέ για το τι τράβηξε επί τέσσερα χρόνια στο μέτωπο, αλλά ούτε μας είχε πει ότι είχε κρατήσει ημερολόγιο. Το χειρόγραφο ημερολόγιό του απ’ τη Μικρασιατική Εκστρατεία μού το έστειλε το 1971 στο Παρίσι, σε άλλο όνομα στο οποίο έπαιρνα τότε την αλληλογραφία μου απ’ την Ελλάδα της Χούντας, κι έμεινα άφωνος απ’ το συγγραφικό του ταλέντο.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που είναι γραμμένο από εσάς, αναφέρεστε στην περίφημη Δίκη των Έξι. Γιατί ακόμη και σήμερα η αναφορά της προκαλεί αντιδράσεις;
Κατά τη γνώμη μου, οι αντιδράσεις προέρχονται από το γεγονός ότι εκτός από τον Αρχιστράτηγο Χατζανέστη (που ανέλαβε στο μέτωπο καθήκοντα επικεφαλής του στρατού μόνο τους τελευταίους δύο μήνες), υπεύθυνοι για την Καταστροφή κρίθηκαν μόνο οι πολιτικοί ηγέτες. Ωσάν οι στρατιωτικοί του Εκτάκτου Στρατοδικείου να μη θέλησαν να τιμωρήσουν συναδέλφους τους στρατιωτικούς. Όμως, κατά τη γνώμη μου, ο πραγματικός, αν θέλουμε να δούμε την αλήθεια κατάματα, υπεύθυνος υπήρξε ο γηγενής πληθυσμός, που επανέφερε στις εκλογές του 1920 πανηγυρικά τον Βασιλέα και αποδοκίμασε συντριπτικά τον εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, που είχε συμμάχους Άγγλους, Γάλλους και Ιταλούς.
Το μυθιστόρημά σας Ο Ασβός είναι ένα χρονικό της συμβίωσης δύο ανθρώπων σε μια γοητευτική και θορυβώδη Νέα Υόρκη. Πώς βίωνε τότε ένας Έλληνας τη διαμονή του στη Νέα Υόρκη και πώς σήμερα;
Έγραψα τον Ασβό στη Νέα Υόρκη το 1980. Αλλά από τότε δεν άλλαξε μέσα στα χρόνια. Η Νέα Υόρκη υπήρξε πάντοτε πολυεθνική. Όλες οι φυλές του Ισραήλ συνυπάρχουν επί ίσοις όροις. Εκείνο που την άλλαξε σήμερα είναι ο ακατονόμαστος Τραμπ. Τέτοιον Πρόεδρο δεν είχαν ποτέ οι ΗΠΑ. Κι αυτό δείχνει την αρχή της παρακμής τους. Η 3η χιλιετία ανήκει δικαιωματικά στους Κινέζους.
Χωρίς μύθο δεν υπάρχει ιστορία και χωρίς ιστορία δεν υπάρχει μύθος.
Η πιο πρόσφατη επανέκδοσή σας είναι το βιβλίο Οι ρεμπέτες και άλλες ιστορίες. Πόσο καθοριστική ήταν η πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης για την ιστορία της νεότερης Ελλάδας;
Σας παραπέμπω στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, που το έγραψα στην Αθήνα το 1976: Ένα μωσαϊκό της δεκαετίας του 1970, των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης. Παλαίμαχοι ρεμπέτες, η φυλή των Μπάο Μπάο, ένα παλιό μπαούλο με προσωπικά αντικείμενα, οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, μια καταπιεσμένη νοικοκυρά που ζητάει σεξουαλική ανακούφιση, η άρνηση ενός μάρτυρα του Ιεχωβά να στρατευτεί, ένας άντρας που αναπολεί τη χαμένη του αγάπη μέσα από ένα κολάζ φωτογραφιών από τον χώρο της πολιτικής, της τέχνης και του αθλητισμού, ένας οικολόγος φιλοβασιλικός, Μολούκοι τρομοκράτες που δίνουν ζωή σε έναν απόκληρο, ένας καταξιωμένος αριστερός συνδικαλιστής, το απωθημένο ενός ανθρώπου να κερδίσει το πρωτοχρονιάτικο φλουρί στα χρόνια της Κατοχής. Μικρές ψηφίδες που συνθέτουν την εικόνα μιας ολόκληρης εποχής…
Πολλά από τα μυθιστορήματά σας διακρίνονται από μια ιδιαίτερη μυθοπλασία. Ποια είναι η σημασία του μύθου στην αξία ενός βιβλίου;
Εδώ ρίξατε το βέλος στην καρδιά του προβλήματος, όχι σαν εκείνους που ρίχνουν πρώτα το βέλος και μετά σχεδιάζουν τον κύκλο του, αλλά σαν συγγραφέας που είστε ο ίδιος και ξέρω σε τι αναφέρεστε. Όμως επειδή ίσως το αγνοούν οι αναγνώστες σε τι ακριβώς, ας πούμε τη μαγική λέξη που υπάρχει μόνο στη γλώσσα μας. Στις ξενόγλωσσες λέγεται roman, novel κ.λπ., σε μας ονομάζεται μυθιστόρημα. Δηλαδή μύθος + ιστορία. Ιστορία με κεφαλαίο ή πεζό. Μύθος σκέτος, αρχαίος ή νέος, ή και μόνο η μπίρα. Χωρίς μύθο δεν υπάρχει ιστορία και χωρίς ιστορία δεν υπάρχει μύθος.
Έχω διαβάσει τα περισσότερα βιβλία σας και μου προκαλεί ξεχωριστή εντύπωση η εφευρετικότητά σας, όπως και τα πρωτότυπα θέματα, οι ανατροπές και η τόσο ρέουσα γραφή σας. Ακολουθείτε συγκεκριμένους κανόνες τεχνικής, όταν γράφετε;
Ναι. Ακολουθώ συγκεκριμένους μη κανόνες. Καταρχήν, δεν έχω θέμα. Το θέμα ενός βιβλίου μού βγαίνει μέσα από τη γραφή του. Η γραφή με οδηγεί στο θέμα. Όχι το ανάποδο. Και περίπου βρίσκω το θέμα στο τέλος της γραφής. Οπότε από κει και μετά ακολουθεί η σύνθεση, η επεξεργασία, για να έρθει εντέλει το μοντάζ. Ακολουθώ ένα παιγνίδι παιδικό που γινόταν με κομμάτια που έπρεπε να συναρμολογήσεις εσύ. Τα κομμάτια αντιστοιχούν στην πρώτη γραφή. Η συναρμολόγηση κατέληγε στο αντικείμενο του παιγνιδιού, που δεν ήξερες εκ των προτέρων ποιο ήταν. Σου έβγαινε στο τέλος με το μοντάζ-συναρμολόγηση.
Έχετε διαβάσει εκατοντάδες βιβλία. Τι είναι αυτό που σας γοητεύει σ’ ένα λογοτεχνικό κείμενο;
Η πρώτη παράγραφος που σε αγκιστρώνει. Αν δεν υπάρχει αυτή και το βιβλίο αρχίζει από την παιδική ηλικία των ηρώων, το αφήνω στην άκρη ή κάνω μια προσπάθεια ξανά από τη μέση και κάτω. Εκεί, εφόσον με συναρπάσει, επιστρέφω στην αρχή, γιατί τώρα θέλω να μάθω για την παιδική τους ηλικία και για το πώς μεγάλωσαν. Αλλά η γοητεία ενός βιβλίου μπορεί να είναι και η τυπογραφική του επιμέλεια. Ακόμα και η ασυναρτησία του. Ποτέ η πλοκή ως πλοκή, εκτός κι αν είναι του Σιμενόν ή του Γιάννη Μαρή. Τελευταία με εντυπωσίασαν τα δύο πρόσφατα μυθιστορήματα του Νίκου Μάντη (Καστανιώτης) και η ποίηση του Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη Tractatus για την έκτη φήμη (Κέδρος).
Προτιμάτε να διαβάζετε ελληνική ή ξένη πεζογραφία;
Προτιμώ ισότιμα την ελληνική και την ξένη πεζογραφία στη γλώσσα της (γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά). Ισπανούς και Γερμανούς που δεν μπορώ να διαβάσω στο πρωτότυπο τυχαίνει να έχουν στη γλώσσα μας εξαιρετικούς μεταφραστές, οπότε κι αυτοί είναι στις προτιμήσεις μου.
Για πολλά χρόνια παρουσιάζατε βιβλία στην τηλεόραση, σε περιοδικά και σε εφημερίδες. Ποια είναι η σχέση μεταξύ συγγραφής και βιβλιοπαρουσίασης/βιβλιοκριτικής;
Η σχέση είναι διττή. Όταν γράφεις, δεν σκέφτεσαι τον αναγνώστη. Όταν παρουσιάζεις όμως βιβλία στην τηλεόραση, πρέπει να σκέφτεσαι μόνο τον τηλεθεατή. Στο «Άξιον Εστί» φρόντιζα πάντα ό,τι λέγαμε να είναι κατανοητό σε όλους. Π.χ. «ενδοκειμενικότητα» έλεγε κάποιος – τι είναι αυτό; τον ρωτούσα για να το εξηγήσει. Με την κριτική βιβλίου δεν ασχολήθηκα ποτέ. «Κριτική είναι το κρασί που γίνεται ξίδι».
Αλλά θα επανέλθω, γιατί δεν μπορεί να είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει σχέδιο οργανικό για την προώθηση, προστασία και ανάπτυξη του βιβλίου.
Κατά καιρούς έχετε αναλάβει θέσεις πολιτικής ευθύνης. Πώς νιώθει ο συγγραφέας όταν μπλέκεται στα γρανάζια της εξουσίας;
Ευθύνη είχα τρία χρόνια στην ΕΡΤ και έξι στην Ουνέσκο. Αλλά ήμουν εντός του χώρου μου, του πολιτισμού, και στα δυο. Και τώρα…
Τώρα είσαστε βουλευτής Επικρατείας του ΣΥΡΙΖΑ. Τι σκοπεύετε να κάνετε για το βιβλίο από αυτή τη σημαντική θέση;
Ακριβώς. Ήδη έκανα την πρώτη μου επερώτηση στη Βουλή προς την υπουργό Πολιτισμού για το τι σκοπεύει να κάνει σχετικά με το νομοσχέδιο που είχε ετοιμάσει ο ΣΥΡΙΖΑ, και που είχε περάσει από τη δημόσια διαβούλευση, για τον «Οργανισμό Βιβλίου» που θα αντικαθιστούσε το πρώην ΕΚΕΒΙ. Και η απάντησή της δεν με ικανοποίησε. Αλλά θα επανέλθω, γιατί δεν μπορεί να είμαστε η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που δεν έχει σχέδιο οργανικό για την προώθηση, προστασία και ανάπτυξη του βιβλίου. Τα βραβεία του ΥΠΠΟ κάθε χρονιά δεν επαρκούν.
Με το έργο σας έχουν γαλουχηθεί γενιές αναγνωστών. Πώς αισθάνεστε όταν σε μια παρουσίαση βιβλίου σας συνυπάρχουν άνθρωποι τόσο διαφορετικών ηλικιών;
Δυο φράσεις έχω βαρεθεί να ακούω επί χρόνια: «Σας διαβάζει η γυναίκα μου» και «Μεγάλωσα με τα βιβλία σας». Οι νεότερες γενιές νομίζω ότι προτιμούν την οθόνη του λάπτοπ από το έντυπο κι αυτό βλάπτει τους οφθαλμούς.
Ποιο βιβλίο σας, πέρα από το θρυλικό Ζ, θα θέλατε να μεταφερθεί στη μεγάλη οθόνη;
Ήδη μεταφέρθηκαν δύο στη «μικρή». Τα σίριαλ «Το τελευταίο αντίο» και το «Θύματα ειρήνης». Υπέροχο το πρώτο, χωλό το δεύτερο.
Να υπενθυμίσουμε στους αναγνώστες μας πως η πρώτη συνέντευξη που φιλοξένησε το Diastixo, στις 2 Ιουλίου 2012 που ξεκίνησε τη λειτουργία του, ήταν η δική σας. Πιστεύετε πως έχει αλλάξει το εκδοτικό τοπίο από τότε στη χώρα μας;
Έχει αλλάξει δραματικά. Δεν θα μιλήσω για την ποίηση, η οποία έτσι κι αλλιώς δεν έχει την ίδια «πελατεία» όπως η πεζογραφία. Αλλά και για την πεζογραφία πια είναι δύσκολο να βρεις εκδότη που θα αναλάβει όλα τα έξοδα της έκδοσης. Για τους πρωτοεμφανιζόμενους πεζογράφους ζητείται συμμετοχή στα έξοδα. Για τους καθιερωμένους ίσως να μη ζητείται κάτι τέτοιο, αλλά αν ο αναγνώστης του εκδοτικού κρίνει ότι το μεν βιβλίο είναι καλό, αλλά όχι εμπορικό, ζήτημα αν ο εκδότης θα αναλάβει το ρίσκο. Και φυσικά το χειρότερο είναι ότι εκδίδονται πολλά παραλογοτεχνικά βιβλία, που έχουν βέβαια το δικό τους αναγνωστικό κοινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου