|
|
Η ΑΝΗΦΟΡΑ σὲ ἐξάντλησε, μόλις ἔφτασες, κι ἔχεις
σταθεῖ σὲ μίαν ἄκρη νὰ ξαποστάσεις. Ὁ ἥλιος εἶναι στὸ ψηλότερό του
σημεῖο καὶ σὲ τυφλώνει καθὼς ψάχνεις τοὺς δικούς σου σὰν παιδὶ μικρὸ
πού ’χει χάσει τὸν δρόμο του – κι ἔχεις πατήσει τὰ τριάντα. Δροσίζεις
τὸ μέτωπό σου μὲ λίγο ἀπ’ τὸ νερὸ ποὺ κουβαλᾶς στὴν πλάτη καὶ συνεχίζεις.
Φτάνεις στὴν οὐρὰ ποὺ περιμένει νὰ σερβιριστεῖ καὶ ξαφνικὰ τὸν βλέπεις
ὁλοζώντανο νὰ στέκεται μπροστά σου καὶ μειλίχιος νὰ περιμένει τὴ
σειρά του. Ἔχει πεθάνει δέκα χρόνια. — Θὰ προχωρήσετε ἐπιτέλους;
Τί θὰ γίνει; — Μὲ συγχωρεῖτε, ἀφαιρέθηκα.
Λίγο πιὸ πέρα κάτι ἄλλα
γεροντάκια μόλις πῆραν τὸ κρασί τους καὶ τὸ πᾶνε στὰ παιδιά τους, στὰ ἐγγόνια
καὶ στοὺς φίλους. Ἕνα κορίτσι μὲ βατραχοπέδιλα περνᾶ ἀπὸ μπροστά
σου. «Μὴν τὰ κοιτᾶτε ἔτσι», λέει, «ἄκουσα στὶς εἰδήσεις πὼς θ’ ἀνέβει
ἀπότομα ἡ στάθμη τοῦ νεροῦ τὶς ἑπόμενες ὧρες». «Λέτε νὰ βυθιστοῦμε;»,
τῆς ἀπαντᾶς χαμογελώντας, καὶ συνεχίζεις τὴ βόλτα σου ἀνάμεσα στὶς
λεῦκες καὶ στὶς παρέες πού ’χουν στρώσει τραπεζομάντιλα στὸ χῶμα, καὶ
σκέφτεσαι τὸν χρόνο – πῶς κυλᾶ, τὴ ζωγραφιὰ ποὺ ὅλο ἀλλάζει χρώματα,
τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν εἶναι πιὰ κοντά, τὶς γιορτὲς ποὺ δὲν εἶναι πιὰ γιορτές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου