|
Ο ΔΡΟΜΟΣ στριφογυρνοῦσε
ἀπ’ τὸ κάτω ὣς τὸ ἄνω ἄκρο κι ἀπὸ ἐκεῖ πάλι κάτω ἕνας ἄλλος δρόμος.
Καὶ πάλι κάτω. Οἱ δρόμοι διασταυρώνονταν στὸ μέσο λίγο-πολὺ τῆς διαδρομῆς.
Λίγο παραπάνω καὶ λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ μέσο τοῦ ἀνήφορου καὶ τοῦ
κατήφορου. Οἱ δρόμοι ἦταν μονόδρομοι. Ἀδύνατο νὰ κατέβεις τὸν ἴδιο
δρόμο ποὺ ἀνέβηκες ὅπως καὶ τὸ ν’ ἀνέβεις τὸν δρόμο ποὺ κατέβηκες. Οὔτε
ἐν ὅλῳ ἀπ’ τὸ ἄνω ἢ τὸ κάτω ἄκρο οὔτε ἐν μέρει ἀπὸ κάποιο σημεῖο τῆς
διαδρομῆς. Ὁ δρόμος γιὰ πίσω ἦταν ἐκεῖ καὶ τὸ ἐκεῖ ἦταν πάντοτε πίσω.
Ἐλευθερία ἅπαξ στὸ ἄνω ἢ στὸ κάτω ἄκρο νὰ κάνεις παύση ἢ νὰ μὴν κάνεις.
Προτοῦ ἀνέβεις πάλι ἢ κατέβεις. Αἴφνης γιὰ λίγο μόνο στὰ δυὸ ἄκρα ἀφημένη
ἡ βούληση ἐλεύθερη. Βάδισμα πάνω κάτω μὲ τὸ ἴδιο πάντοτε ἀργό, βαρὺ
βῆμα. Ἕνα πόδι τὸ δευτερόλεπτο ἢ ἕνα μίλι τὴν ὥρα καὶ βάλε. Κι ἔτσι
ἀπ’ τὸ ἄνω καὶ τὸ κάτω ἄκρο ἴσαμε τὰ σταυροδρόμια θὰ μποροῦσαν τὰ
δευτερόλεπτα νὰ ἔχουν ἀριθμηθεῖ μὲ γνωστὸ ὕψος καὶ βάθος. Μόνο αὐτὰ
τὰ δευτερόλεπτα θὰ μποροῦσαν νὰ ἔχουν ἀριθμηθεῖ. Ἀγκάθια ἔκλειναν
ἀπὸ παντοῦ τὸν δρόμο. Τοὺς δρόμους. Ἡ ἴδια πάντα καταχνιά. Τὸ ἴδιο ἡμίφως.
Σὰν νά ’χει πάψει ἡ γῆ νὰ γυρίζει. Κινούμενη ἄμμος κάτω ἀπ’ τὰ πόδια.
Κι ἔτσι κανένα σημάδι ἀπὸ ἀπομεινάρια κανένα σημάδι ὅτι κανεὶς
πρίν. Οὔτε ἕνας λοιπὸν ποτὲ πρὶν –
∞
Ἐμπρὸς καὶ πίσω στὸν ἴδιο
αὐτὸ ἔρημο στριφογυριστὸ μονόδρομο. Κάτω χαμηλὰ στὴ δύση ἢ στὴν ἀνατολὴ
σταματημένος ὁ ἥλιος. Σὰν νά ’χεῖ πάψει ἡ γῆ νὰ γυρίζει. Μακρὲς σκιὲς
πρὶν καὶ μετά. Ἴδιος βηματισμὸς κι ἀπροσμέτρητος χρόνος. Ἴδια ἄγνοια
τοῦ πόσο μακριά. Ἴδια ἀνάπαυλα καὶ στὸ ἕνα ἄκρο καὶ στὸ ἄλλο νὰ κάνεις
παύση ἢ νὰ μὴν κάνεις. Καὶ στὸ ἕνα σαθρὸ ἄκρο καὶ στὸ ἄλλο. Κι ὕστερα
πάλι ἐμπρὸς ἢ πίσω. Ἀπ’ ἄκρο σ’ ἄκρο τῆς κενότητας οἱ πατημένοι δρόμοι
τόσο καλὰ στερεωμένοι σὰν περιφραγμένοι. Σὰν τὸ μάτι νὰ κοιτᾶ κενὸ
ἀπέραντο. Στὸ ἀπέραντο πέρας ἢ στὸ φῶς τῆς ἀπαρχῆς. Βραχῶδες ὑπέδαφος
κάτω ἀπ’ τὰ πόδια. Κι ἔτσι κανένα σημάδι ἀπὸ ἀπομεινάρια κάποιο
σημάδι ὅτι κανεὶς πρίν. Οὔτε ἕνας λοιπὸν ποτὲ πρὶν –
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου