|
Ὁ Ἀντρέας Ἀδελφουλᾶκος (1941-2016), ὁ μεγαλύτερος γιὸς τοῦ καπετὰν-Νίκου Ἀδελφουλάκου τοῦ Καραπέτση, ἦταν ναυτικὸς (μηχανικὸς μὲ ἄριστες γνώσεις ναυσιπλοΐας) ὅπως τὰ περισσότερα μέλη τῆς οἰκογένειας. Ἕνα βράδυ, στὶς 13 Μαρτίου 1991, ἀφηγήθηκε στὴν παρέα μας, ποὺ ἀποτελοῦνταν ἀπὸ 6-7 Πυθαγορίτες —ἤμαστε μαζεμένοι σὲ μιὰ ταβέρνα στὴ γειτονιά του, τὴν Καλλίπολη τοῦ Πειραιὰ— τὴν παρακάτω ἱστορία, ὑποστηρίζοντας ὅτι τὰ πράγματα ἔγιναν ὅπως τὰ λέει. Δὲν εἶχα μαζί μου μαγνητόφωνο, ἀλλὰ μόλις γύρισα στὸ διαμέρισμά μου στὴν Ἀργυρούπολη, ὅπου ἔμενα ἐκείνη τὴ χρονιὰ γιὰ κάποιες συμπληρωματικὲς σπουδές, κάθισα καὶ ἔγραψα τὴ μικρὴ παράξενη ἱστορία. Ὁμολογῶ ὅτι ὅσοι τὴν ἀκούσαμε νιώσαμε ἀμηχανία, ἴσως καὶ δυσπιστία. Τὴν παραθέτω σὲ ἐλεύθερη ἀπόδοση στὴ μνήμη του καθὼς καὶ στὴ μνήμη τῶν πρόωρα χαμένων ἀδερφῶν του Γιάννη καὶ Σταύρου.
Β. Δημ.
ΤΑΞΙΔΕΥΑΝ μὲ τὸ «Κωνσταντῖνος». Εἴχανε καβατζάρει
τὸν Καβο-Πάπα καὶ περνοῦσαν τὸν Τσικνιὰ ἀφήνοντας πίσω τὴ ραχοκοκαλιὰ
τῆς Ἰκαρίας νὰ μικραίνει καὶ νὰ θολώνει σὰ σύννεφο ἀπ’ τοὺς ἀγέρηδες
ποὺ κατέβαζαν τὰ βουνά της μέχρι τὴ θάλασσα.
Εἶχε μπόλικη λοιπὸν θαλασσίτσα ἀλλὰ συνηθισμένα πράματα γιὰ
τὸ μικρὸ φορτηγό, ποὺ μιὰ φορὰ τὴ βδομάδα ἐκτελοῦσε μεταφορὲς ἐμπορευμάτων
ἀπὸ τὴ Σάμο στὸν Πειραιὰ καὶ ἀντίστροφα.
Καπετάνιος στὸ «Κωνσταντῖνος» ἦταν ὁ συχωρεμένος Ἄγγελος Μάρκου.
Πλήρωμα, τὸ Κολλημένο, ὁ Μανόλης ἡ Καβαλίνα, ὁ Μανόλης ὁ Κουτσλίτης
καὶ δυὸ τρεῖς ἄλλοι, ὅλοι παλικαρόπουλα ἀπὸ τὸ Τηγάνι τῆς Σάμου. Ὁ Ἀντρέας
ὁ Καραπέτσης, μουτζούρης μέχρι χτὲς στὸ μηχανοστάσιο τῆς Μπουντούραινας,
μιᾶς χαμηλοκώλας ἀνεμότρατας τοῦ χωριοῦ, ἤτανε πρωτόμπαρκος μηχανικός.
Ἐρωτευμένος στὸ φοὺλ μὲ μιὰ μικρὴ τῆς γειτονιᾶς του, μπαινόβγαινε στὸ
μηχανοστάσιο, ἀνέβαινε στὸ χειριστήριο, κουβέντιαζε μὲ τὸ πλήρωμα,
ἦταν ὅλο νεῦρα καὶ τσατίλα. Μὰ ὅπως καὶ νά ’χε τὸ πράμα, τί νὰ κάμεις ἅμα
ταξιδεύεις φορτωμένος μέχρι τὰ μπούνια λάδι καὶ χαμάδα καὶ ἀρμενίζεις
βία ἑφτὰ μίλια τὴν ὥρα δευτερόπριμα τὸν Τσικνιά...
Ἐκείνη
τὴν ὥρα ποὺ ἦταν νὰ γίνει ὅ,τι ἔγινε, ὁ Ἀντρέας μίλαγε μὲ τὸν καπετάνιο
βαριεστισμένα. Τὸν ἀπασχολοῦσε ἡ μικρὴ καθυστέρηση τοῦ καραβιοῦ
ἀπὸ τὴ λοξὴ πορεία ποὺ χάραζαν, γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὴ ρεματίσια θάλασσα.
Βέβαια δὲν εἶχε κανένα σοβαρὸ λόγο ν’ ἀνησυχεῖ. Στὸν Πειραιὰ πήγαιναν,
δὲν γύριζαν στὸ νησί. Μέχρι τότε εἶχαν ἕνα σωρὸ σκοτοῦρες μπροστά
τους.
Ἀμήχανος
μπῆκε στὴν καμπίνα τῆς γέφυρας, ἄνοιξε τὸ ραδιοτηλέφωνο καὶ πασπάτευε
τὰ κουμπιά του. Μέσα ἀπὸ τὴ συσκευὴ ἔβγαινε ἕνα περίεργο παράσιτο.
Ὁ μηχανικὸς ἔβαλε τὶς φωνὲς γυρνώντας στὸν καπετάνιο. «Πάλι κανένας
σκατομπάσταρδος θά ’βαλε τὸ χέρι του.» Κι ὕστερα, ἀπευθυνόμενος
στὸ πλήρωμα ποὺ λιαζόταν τοῦ καλοῦ καιροῦ στὴν πλωριὰ κουβέρτα πάνω
σε κάτι ντανιασμένους μουσαμάδες, φώναξε μὲ τὴν ἀγριοφωνάρα του:
«Ρὲ πούστηδες, ρὲ κωλογαμημένοι, ποιός ἦρθε καὶ πασπάτεψε τὸ ραδιοτηλέφωνο
καὶ τοῦ ’βγαλε τὰ μάτια;»
Τὸ πλήρωμα δὲν ἀπάντησε. Χωριανοὶ ὅλοι, ξέρανε τὸν Καραπέτση
σὰν κάλπικη μονέδα, γελούσανε.
Στὸ μεταξὺ ὁ καπετάνιος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὸ καμαρίνι του καὶ κοίταζε
τὴν κεραία τοῦ ραδιοτηλέφωνου. Ὕστερα φώναξε τὸ μηχανικό. «Ἀντρέα,
κοίτα τὴν κεραία. Τελώνια. Ἄντε, φέρε γρήγορα ἕναν τενεκέ.»
Ὁ
μηχανικὸς γύρισε καὶ κοίταξε τὴν κεραία πρὶν κάνει αὐτὸ ποὺ τοῦ ’λέγε
ὁ καπετάνιος. Πάνω σ’ ὅλο το μῆκος της εἶχε καθίσει ἕνα πράμα, σὰν
κόλλα, σὰ μύξα. Ἔμοιαζε μὲ δεμάτι ἀπὸ ξόβεργες. Πρώτη φορὰ τοῦ τύχαινε,
ἀλλὰ εἶχε ξανακούσει γιὰ τελώνια. Μόνο ποὺ δὲν τὰ πίστευε, ὅπως οἱ
πιὸ πολλοὶ νέοι της ἡλικίας του.
Κατέβηκε στὸ μηχανοστάσιο ἀναστατωμένος. Πίστευε καὶ δὲν πίστευε
αὐτὰ ποὺ γίνονταν στὸ ραδιοτηλέφωνο καὶ στὴν κεραία του.
Σὲ λίγο ἀνέβηκε στὸ κατάστρωμα μὲ ἕναν ἄδειο λαδοτενεκὲ στὰ
χέρια καὶ βρέθηκε μπροστά σε ἕνα παράξενο θέαμα, ποὺ τελικὰ τὸν ἀνάγκασε
νὰ βάλει τὰ γέλια. Ὁ καπετάνιος, μαλλιαρὸς καὶ χοντρός, εἶχε κατεβάσει
τὰ βρακιά του καὶ χτυποῦσε τὸν κῶλο του μὲ τὶς παλάμες του. Σὲ κάθε χτύπημα
τὰ ξίγκια καὶ τὰ κρεμασμένα ἀπαυτά του κουνιοῦνταν πάνω-κάτω καὶ μπρὸς-πίσω
σὰν τὸ καμπανάκι τῆς πλώρης. Πιὸ πέρα ὅλα τὰ μέλη τοῦ πληρώματος μιμοῦνταν
στὸ ἀκέραιο τὶς κινήσεις του.
Ὁ
καπετάνιος ἔδειξε νὰ πειράχτηκε ἀπὸ τὰ χάχανα τοῦ μηχανικοῦ.
«Σκάσε καὶ χτύπα τὸν τενεκέ», τοῦ ’βαλε τὶς φωνές. Τί νὰ κάνει,
χτύπαγε ὁ Ἀντρέας τὸ τούμπανο, χτυποῦσαν οἱ λοιποὶ τοὺς κώλους τους, ὅλοι
συγχρονισμένοι στὸ ρυθμὸ τοῦ καπετὰν-Ἄγγελου, ὥσπου σὲ μιὰ στιγμὴ
βλέπουν τὴν παράξενη μάζα νὰ μαζεύεται στὸ κέντρο τῆς κεραίας, σὰν
σμάρι ἀπὸ μελίσσια καὶ νὰ φεύγει στὸν οὐρανό.
«Μπράβο παιδιά», λέει ὁ καπετάνιος στὸ πλήρωμα ποὺ κοιτοῦσε μὲ
γουρλωμένα μάτια. «Τά ’δες, βρὲ βλάκα; Εἶσαι καὶ μεγαλύτερος...», ἀποσώνει
στὸ μηχανικὸ σοβαρὰ-σοβαρά, τραβάει τὰ βρακιά του καὶ μπαίνει στὴν
καμπίνα του σὰ νὰ μὴ συνέβηκε τίποτα...
Πηγή: Ἀπὸ τὸ περ. Τὸ Τηγάνι, ἀρ. 25 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 2107).ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ
Βαγγέλης Δημητριάδης (Πυθαγόρειο Σάμου, 1948). Ὑπηρέτησε στὴν πρωτοβάθμια ἐκπαίδευση σὲ σχολεῖα τῆς γενικῆς καὶ εἰδικῆς ἀγωγῆς καὶ ὡς σχολικὸς σύμβουλος στὴν Περιφέρεια Σάμου. Ἱδρυτικὸ καὶ μόνιμο μέλος τῆς συντακτικῆς ἐπιτροπῆς τοῦ περιοδικοῦ Ἀπόπλους (1991κἑξ) καὶ ἐκδότης τοῦ περιοδικοῦ Τὸ Τηγάνι (2010κἑξ). Ἔχει ἐκδώσει πέντε ποιητικὲς συλλογές, βιβλία γιὰ τὴν ἐκπαίδευση καὶ τὴν τοπικὴ ἱστορία. Ποιήματα καὶ κριτικά του κείμενα δημοσιεύονται σὲ ἔντυπα καὶ ἠλεκτρονικὰ περιοδικά. Τελευταῖο του ποιητικὸ βιβλίο: Κυπαρίσσια (Γαβριηλίδης, 2017).
Ἀπὸ δεξιά: Δημήτρης Βασιλειάδης, Ἀνδρέας Ἀδελφουλᾶκος, Τοῦρκος ὑπήκοος
καὶ Νίκος Μανιάτης στὸ Κουσάντασι τὸ 1968.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου