|
|
ΠΑΜΕ γιὰ κεράσια;
Ἡ
πρόταση ἔγινε στὸ μοναδικὸ διάλειμμα τοῦ ἀπογευματινοῦ προγράμματος.
Ἦταν τέσσερις περίπου καὶ σὲ μιὰ ὥρα θὰ σχολάγαμε. Ὁ Διαμαντῆς τὸ
πρότεινε. Ὄχι σὲ ὅλους, ἀλλὰ σὲ μένα, τὴν Ντίνα καὶ τὸν Γιάννη. Δὲν ξέρω
ἂν μᾶς ἐπέλεξε ἢ ἁπλῶς ἔτυχε νὰ πέσει πάνω μας τὴ στιγμὴ ποὺ τοῦ ἦρθε
ἡ ἰδέα. Ὁ Διαμαντὴς ἦταν ἕνα χρόνο μεγαλύτερος καὶ πολὺ πιὸ ψηλὸς
καὶ γεροδεμένος ἀπὸ μᾶς. Εἶχε χάσει χρονιὰ καὶ ἐπαναλάμβανε τὴν τάξη.
Πηγαίναμε στὴ Δευτέρα Δημοτικοῦ.
Ἡ
ἀπάντηση ἦταν ἐνθουσιώδης.
— Ναίιιιιιιιιιιιι, ξεφωνίσαμε ὅλοι μεμιᾶς, χωρὶς νὰ τὸ
σκεφτοῦμε.
Στὴν ὥρα τοῦ μαθήματος εἶχα τόσο πολὺ ξεσηκωθεῖ ποὺ δὲν παρακολουθοῦσα
καθόλου τὴ δασκάλα, μιὰ χοντρὴ καὶ στριμμένη, μὲ κότσο στὸ κεφάλι της
σὰν περικεφαλαία. Μοῦ ἄρεσε πολὺ ἡ Ντίνα, ἤθελα νὰ εἴμαστε συνέχεια
μαζί, ἀλλὰ τὴ λοξοκοιτοῦσε κι ὁ Διαμαντῆς. Τὸν ἀντιπαθοῦσα αὐτόν,
μὲ νεύριαζε ποὺ τὸν γυρόφερναν ἀπροκάλυπτα οἱ περισσότερες συμμαθήτριές
μας. Ἡ Ντίνα ἦταν ἕνα ὄμορφο καὶ πρόσχαρο κορίτσι, μὲ ἀνοιχτὴ σταρένια
ἐπιδερμίδα, σαρκώδη χείλη καὶ βαθιὰ γαλαζωπὰ μάτια. Ὅταν τὴν κοιτοῦσα
ἀναστατωνόμουν, κι ἂς μὴν καταλάβαινα γιατί. Στὸ δρόμο μ’ ἔπιασε
κι ἕνας ἄλλος φόβος. Μιὰ κερασιὰ εἴχαμε ὅλη κι ὅλη, στὴν Πάνω Ρούγα,
κοντὰ στὸ σπίτι τοῦ Διαμαντῆ, ἀλλὰ ἦταν θεόρατη. Θὰ μποροῦσα ἄραγε
ν’ ἀνεβῶ; Καὶ τί ντροπή, μπροστὰ στὴν Ντίνα, ἂν δὲν τὰ κατάφερνα...
Περπατούσαμε καὶ πειραζόμαστε.
— Ν’ ἀνεβάσουμε τὴν Ντίνα στὴν κερασιά, νὰ μᾶς ρίχνει κεράσια νὰ
τρῶμε, εἶπε κάποια στιγμὴ ὁ Γιάννης.
— Ναί, καλά…, ἀπάντησε γελώντας ἐκείνη.
Μόλις φτάσαμε, ὁ Διαμαντῆς σκαρφάλωσε σὰν αἴλουρος στὸ δέντρο
κι ἔφτασε γρήγορα στὴν κορυφή. Τὸν κοιτούσαμε ὅλοι μὲ θαυμασμὸ καὶ
ζήλεια. Μετὰ ἀπὸ δυὸ-τρεῖς ἀποτυχημένες ἀπόπειρες τὰ κατάφερε κι
ὁ Γιάννης.
Ἐγὼ
οὔτε κὰν τὸ ἐπιχείρησα. Ντρεπόμουν ἀλλὰ προσπαθοῦσα νὰ δείχνω ἄνετος.
Κοιτοῦσα στὰ κλεφτὰ τὴν Ντίνα – εὐτυχῶς δὲν μοῦ ἔκανε κανένα σχόλιο.
Θαύμαζα τὴν ὡραία πλισὲ φούστα καὶ τὶς καλλίγραμμες γάμπες της. Οἱ ἄλλοι
ἐπάνω τρώγανε καὶ ποῦ καὶ ποῦ, μαζὶ μὲ τὰ κουκούτσια ποὺ φτύνανε, πετοῦσαν
καὶ κανένα κεράσι. Τὰ μάζευα καὶ τὰ πρόσφερα εὐγενικὰ σὲ κείνη. Χαιρόταν
καὶ τὰ μασουλοῦσε λαίμαργα. Τὰ χείλη της κοκκίνιζαν ἀπὸ τὰ ζουμιά, λὲς
κι εἶχε βάλει κραγιόν.
— Ἄντε, φάε κι ἐσύ, μοῦ ἔλεγε.
Ἐμένα,
τὸ μόνο ποὺ μ’ ἔνοιαζε ἦταν νὰ τὴν εὐχαριστήσω, νὰ κερδίσω τὴ συμπάθειά
της.
Κάποια στιγμὴ ἀκοῦμε μιὰ δυνατὴ φωνὴ ἀπὸ ψηλά.
— Ντίνα!
Βλέπουμε τότε τὸν Διαμαντῆ
νὰ κραδαίνει τὴ χούφτα του γεμάτη μὲ κεράσια.
— Νά, πιάσ’ τα, τῆς λέει, κι ἀνοίγοντας τὰ χέρια του τ’ ἀφήνει νὰ
πέσουν.
Τὰ κεράσια πῆραν τὴν κατιούσα. Γυάλιζαν στὸ μπλὲ τοῦ οὐρανοῦ σὰν
κόκκινα μικρὰ μπαλόνια ποὺ χτυποῦσαν μεταξύ τους καὶ ἁπλώνονταν, διαγράφοντας
ἄτακτες τροχιές. Καὶ τὰ χέρια νὰ σηκώναμε ἕνα-δυὸ τὸ πολὺ ὁ καθένας
θὰ πιάναμε, κι αὐτὰ ἦταν πάνω ἀπὸ εἴκοσι. Τότε ἡ Ντίνα ἐνστικτωδῶς,
γιὰ νὰ μαζέψει ὅσο γίνεται περισσότερα κεράσια, σηκώνει ἀπότομα
τὴ φούστα της, σχηματίζοντας μιὰ ὑφασμάτινη λεκάνη.
Γιὰ κλάσματα τοῦ δευτερολέπτου βλέπω τὰ πόδια της ἀπὸ τὰ γόνατα
καὶ πάνω, ποὺ ποτὲ δὲν τὰ εἶχα ξαναδεῖ, δυὸ χυτοὺς κατάλευκους χειμάρρους,
κι ἐκεῖ ποὺ σμίγανε, ἀνάμεσά σε μιὰ χλόη ξανθή, ἕνα μεγάλο μακρουλὸ
κεράσι ρόζ, σκασμένο μπροστὰ ἀπὸ πάνω μέχρι κάτω.
Ἡ
ἀνάσα μου κόπηκε. Ζαλίστηκα κι ἔχασα τὴ μιλιά μου. Δὲν μποροῦσα νὰ
καταλάβω πῶς ἀκριβῶς βρέθηκε ἐκεῖνο τὸ περίεργο κεράσι ἀνάμεσα
στὰ πόδια της. Ἡ καρδιά μου χτυποῦσε δυνατὰ καὶ τὰ μέλη μου μούδιαζαν.
Στὸ μεταξὺ ἐκείνη, χαμογελώντας πλατιά, ἔλα, μοῦ λέει, πᾶρε,
καὶ μοῦ ἔτεινε τὴ φούστα της, γεμάτη κεράσια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου