ΔΕΝ ΘΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΝΟΜΟΥΝ μὲ τὴν προοπτική τῆς
καταστροφῆς. Τὸ Αἰγαῖο, βαθὺ μπλέ, ἀσάλευτα στίγματα τὰ καράβια καὶ
τὸ ἄσπιλο λευκὸ νὰ συμπληρώνει χρωματικὰ τοὺς γκρίζους ὄγκους τῶν νησιῶν,
ἁπλώνονταν σὰν κεντημένο χράμι. Χρώματα καὶ σχήματα αἰχμάλωτα τῆς
ἀσάφειας ποὺ δημιουργοῦσε ἡ ἐξάτμιση τοῦ νεροῦ καὶ ἡ φυσικὴ κούραση
τῆς ματιᾶς ποὺ παρατηρεῖ ἢ καλύτερα, ποὺ προσπαθεῖ νὰ ἐντοπίσει μέσα
στὸ χάος μιὰ γνώριμη μορφή, μιὰ πατρίδα. Ναί, μιὰ πατρίδα ποὺ τὴν μπόλιασαν
οἱ ὑγρασίες τοῦ πόντου μὲ τὰ βαλαντωμένα ἀνεμοσούρια καὶ τὴν πυρίκαυστη
ἐπιφάνεια τῶν βράχων, θρυμματισμένη στὴν πρέσα τοῦ διάπυρου μύδρου
νὰ γίνεται σκόνη κι ἄλλη σκόνη φερμένη ἀπὸ τὶς κοντινὲς στεριές, ἀφράτο
βούτυρο, παραχωμένη στὸ ραϊδιὸ τῶν βράχων γκαστρωμένη, ἕτοιμη νὰ
γεννήσει τὴν πουρναριὰ καὶ τὰ λειψόχορτα μὲ τὴν κάπαρη καὶ τὸ θρούμπι
νὰ εὐωδιάζουν στὴ σάρκα τῆς ἐλιᾶς, τὰ κρίταμα καὶ τ’ ἄλλα λιανοφάγια.
Μέσα στὸ φῶς, μέσα στὴ φεγγοβολιὰ τοῦ Αἰγαίου, κύλησε ξανθό το λάδι
–εὐλογία χειμωνιάτικη– στὰ σκασμένα ἀπὸ τὴν ἁλμύρα χέρια,
στὰ ροζιασμένα δάκτυλα μὲ τοὺς διογκωμένους σταυρούς, μέσα στὴ φεγγοβολιὰ
μπολιάστηκε κι ἄνθισε ἡ ζωὴ ἀποδιώχνοντας τὰ σκοτάδια τοῦ θανάτου».
Γιὰ νὰ ἀνθίσει ἡ ζωὴ πετούσαμε μὲ ἑλικόπτερο ἀπὸ τὴν Ἀμοργό, ὅπου
ἔκανα τὸ Ἀγροτικό, τὴν ὑπηρεσία ὑπαίθρου, στὴν Ἀθήνα ἔτσι Ἀπρίλιο
μήνα, σὲ μιὰ πτήση διάσωσης, καὶ γιὰ χρόνια ἀνέβαλα νὰ περιγράψω τὴν
ὀμορφιὰ μὲ τὰ νησάκια ἀνάγλυφα νὰ γλιστρᾶν κάτω ἀπὸ τὸ ἑλικόπτερο
τοῦ ΕΚΑΒ, καὶ νὰ ποὺ ὅλως τυχαίως πέφτουν τὰ μάτια μου στὸ βιβλίο τοῦ Ἀλέκου
Ζούκα «Στὴ Χίο μὲ τὸν Anatol de Meibohm», ἐκεῖ στὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Φαρφουλᾶ,
καὶ ἀνοίγοντάς το ἔπεσα στὴ συγκεκριμένη σελίδα. Μιλάει γιὰ πτήση
μὲ ἀεροπλάνο, ἀλλὰ χάρη στὴ μαγεία τῆς παρανάγνωσης, αὐτὸν τὸν ὕστερο
βαθμὸ τῆς ἀπόλαυσης τοῦ κειμένου, ἐγὼ κατακλύζομαι ἀπὸ τὸ ρυθμικὸ
βόμβο τοῦ ἑλικοπτέρου, οἱ μεταλλικὲς ἕλικες στριφογυρίζουν καὶ γεμίζουν
μὲ τὸν ἦχο τους τὸ βιβλιοπωλεῖο τοῦ Διαμαντῆ, ὅπως στὴν πρώτη σκηνὴ
τῆς «Ἀποκάλυψης» τοῦ Κόπολα, ὁ ἀνεμιστήρας ὀροφῆς μπλέκεται μὲ τὶς
ἕλικες τῶν ἑλικοπτέρων σὲ ἕνα μοντὰζ ποὺ καταγράφηκε στὴν ἱστορία
τοῦ κινηματογράφου.
Τώρα εἶναι οἱ ἕλικες τοῦ ἑλικοπτέρου ποὺ στριφογυρίζουν πάνω ἀπὸ
τὴν πόλη τῆς Νέας Ὑόρκης σὲ ἕνα πολὺ ἰδιωτικὸ ταξίδι-προσφορὰ μὲ
λίγους καὶ ἐξέχοντες συναδέλφους. Εἶναι πάλι Ἄνοιξη, εἶναι ἀπὸ τὶς
πρῶτες πτήσεις ποὺ ἐπιτρέπονται πέντε χρόνια μετὰ ἀπὸ τὴν κατάρρευση
τῶν Δίδυμων Πύργων, καὶ ἕνα γυναικεῖο χέρι μοῦ σφίγγει τὸ μπράτσο: Ἀπὸ
φόβο; Ἀπὸ ἀνασφάλεια; Ἀπὸ ἀγάπη; Δὲν ξέρω… Ξέρω μόνο πὼς τὸ σπαρακτικὸ
θέαμα τῆς μεγαλούπολης πέρασε αὐτόματα σὲ δεύτερο πλάνο, τὸ ἐρωτικὸ
σκίρτημα κυριάρχησε στὸν ἐγκέφαλό μου, αὐτὰ τὰ γυναικεῖα νύχια ποὺ
εἶχαν φτάσει νὰ ξεσκίζουν τρυφερὰ τὴ γυμνή μου σάρκα ὑπερκέρασαν καὶ
τὴν ἔνταση καὶ τὴν ἄγρια ὀμορφιὰ τῆς πτήσης, τὸ ἐρωτικὸ ξύπνημα ἀκούστηκε
ἀπὸ μένα πιὸ ἰσχυρὸ κι ἀπὸ τὸ μουσικὸ βόμβο τοῦ ἑλικόπτερου, ὅπως ἀκριβῶς
μὲ τὴν τέχνη τοῦ μοντὰζ στὴν ταινία γίνεται ἡ εἰσαγωγὴ στὶς πρῶτες νότες
τοῦ «The End» τῶν Doors.
Χάρη σ’ αὐτὴ τὴ μίξη τῶν ἤχων, ποὺ οἱ εἰδικοὶ προσπαθοῦν νὰ τὴν ἀντιγράψουν
ἀπὸ τὶς ἀνώτερες νοητικές μας λειτουργίες, τὴ συνείδηση γιὰ νὰ τὸ
ποῦμε μὲ ἄλλα λόγια, ἔμπλεξαν μὲς στὸ μυαλό μου δύο ἀναβολές: ἡ ἀναβολὴ
τῆς περιγραφῆς τῆς πτήσης μου μὲ ἑλικόπτερο, καὶ ἡ ἀναβολὴ τῆς ἐρωτικῆς
ἱστορίας μὲ τὴ συνάδελφο στὴ Νέα Ὑόρκη, γιατί δὲν κατάφερα νὰ ὁλοκληρώσω
ἐκεῖνο τὸ ἐρωτικὸ κάλεσμα καὶ νὰ τὸ μετατρέψω σὲ ἐρωτικὴ ἱστορία.
Ἔτσι, μὲ τοὺς βόμβους τῶν διάφορων ἑλικόπτερων νὰ βουίζουν στὰ αὐτιά
μου, βγῆκα ἀπὸ τὸ βιβλιοπωλεῖο καὶ πάτησα στὴ Μαυρομιχάλη 18 μισοζαλισμένος
κι ἐρωτευμένος γι’ ἄλλη μιὰ φορά, αὐτὴ μὲ τὸν Ἀλέκο Ζούκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου