|
ΕΦΤΑΣΑ στὴν Ἡφαιστία μεσημέρι, τὴν ὥρα τῆς κάψας.
Στὴν εἴσοδο τοῦ ἀρχαιολογικοῦ χώρου ἦταν μόνο ὁ γέρος φύλακας τοῦ
θεάτρου. Ἂς ποῦμε φύλακας, δηλαδή. Τί νὰ φυλάξει, πῶς, ἀπὸ ποιόν; Καθόταν
κάτω ἀπὸ τὸ φριχτὸ φῶς τοῦ Αὐγούστου, κι ἔλεγε. Γιὰ τὸ μεγάλο ταξίδι
ποὺ δὲν ἔκανε, γιὰ ἕνα σῶμα ἀπὸ μαῦρο σμάλτο ποὺ δὲν ἀγάπησε τελικά,
κι ἂς ἤθελε τόσο νὰ τ' ἀγαπήσει. Καὶ γιὰ τὸ κιτρινιασμένο μάτι τ' οὐρανοῦ,
ποὺ ὅλα τὰ βλέπει καὶ ποὺ τίποτα δὲ συγχωρεῖ.
Τὸν χαιρέτησα μὲ τὸ χέρι καὶ πῆρα τὸ χωματόδρομο γιὰ τὸ ἀμφιθέατρο.
Ἡ σκόνη κολλοῦσε στὰ παπούτσια μου, στὰ μαλλιά μου. Ἐρημιὰ καὶ φῶς καὶ
λιθάρια. Καὶ δυὸ κυπαρίσσια σὲ μιὰ ἄκρη, μόνα, κατάμονα. Κάπου ἐδῶ
μποροῦσα νὰ πιστέψω πὼς αὐτὴ εἶναι πράγματι ἡ Λῆμνος ἡ κυματοζωσμένη,
ἀπάτητη, ἀκατοίκητη – ἐξὸν ἀπὸ ἕναν Φιλοκτήτη, ἴσως.
Ὁ Λευτέρης ἦταν ἤδη ἐκεῖ, στὴ μέση της ὀρχήστρας. Ὁ ἥλιος τὸν χτυποῦσε
κατακόρυφα, μουτζούρωνε τὸ πρόσωπό του μὲ σκιὲς κάθετες, σὰ σπαθιές.
Πῆγα καὶ στάθηκα δίπλα του, νὰ κοιτάξω πρὸς τὸ κοῖλον, τὸν λίθινο λόφο
πίσω του· ἀρχαῖο κίτρινο καὶ ξεραΐλα. Ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ Καστροβούνι.
Πῶς νὰ φωτίσεις αὐτὸν τὸν τόπο, τὸν μυθικό, σκεφτόμουνα, πῶς νὰ τὸ κάνεις
δίκαια – νὰ βλέπουν οἱ ἄνθρωποι τὸν Φιλοκτήτη, ποὺ ἄνθρωπο δὲ βλέπει.
«Τί πᾶμε νὰ κάνουμε;» εἶπε.
Τὸν κοίταξα, μὲ κοίταξε. Ἔτρεχε ὁ νοῦς τοῦ σκηνοθέτη, φαινότανε. Δυὸ
χρόνια παλεύαμε μὲ τὶς ὑπηρεσίες ἀρχαιοτήτων νὰ πάρουμε ἄδεια γιὰ
τὴν παράσταση. Καὶ τώρα κόντευε νὰ κάνει πίσω.
Χαμογέλασα, νὰ τὸν ἡσυχάσω. «Μιὰ-δυὸ μπαλαντέζες, κι ὅλα γίνονται»
εἶπα.
Κρατήσαμε τὶς σημειώσεις μας στὸ πόδι, σκουπίσαμε μέτωπα σὲ μανίκια,
πήραμε τὸ δρόμο γιὰ τὸ λιμάνι, νὰ βροῦμε τὸ θίασο. Ἡ ὥρα τραβοῦσε
τσίπουρο καὶ θάλασσα. Οἱ μικρὲς ἡδονὲς τοῦ καλοκαιριοῦ. Ὁ Λευτέρης
πῆγε νὰ μᾶς μαλώσει. «Θυμήσου τὸν Ὀδυσσέα» τοῦ 'πα. «Μιὰ μέρα ἀχρεῖος
τώρα καὶ ἔπειτα σ' ὅλη τὴ ζωή σου δόξα κι ἔντιμος.» Γέλασε. Ἂς ἦταν
καὶ μέρα δουλειᾶς, ποιός θὰ μᾶς κατηγοροῦσε;
Ὁ θίασος μόνο ἄντρες: ὁ Ὀδυσσέας, καλὸς φίλος ἀπὸ τὰ χρόνια της Σχολῆς.
Ἡρακλῆ δὲν εἴχαμε ζωντανό, προηχογραφημένο μόνο. Ὁ Φιλοκτήτης, ἠθοποιὸς
παλιός, ἄλλης γενιᾶς καὶ στόφας. Αὐτὸς δὲν ἔπινε οὔτε μὲ τὴν ἄδεια τοῦ
Λευτέρη. Δυὸ δάχτυλα ἔβαζε μόνο σ' ἕνα ποτηράκι γιὰ νὰ τσουγκρίζει.
Καὶ πάντα μ' ἕνα λινὸ πουκάμισο. Ὄχι σὰν ἐμᾶς ποὺ τριγυρνάγαμε μὲ τὰ
μαγιό, σὰν τοὺς τουρίστες. Ὁ χορὸς ἀπὸ ναυτάκια, τελειόφοιτοι ἀπὸ τὴ
Σχολή, κάνανε καὶ τὶς διακοπές τους παρεμπιπτόντως. Καὶ μιὰ γυναίκα
ὅλη κι ὅλη, ἡ ἐνδυματολόγος. Τραβιότανε μὲ τὸν Νεοπτόλεμο. Καλὰ
παιδιά, ταλέντο δὲν ἔλειπε.
Δυὸ βδομάδες οἱ πρόβες πήγανε καλά, καλύτερα ἀπ' ὅσο περιμέναμε.
Γέμισε τὸ νησὶ ἀφίσες, προπωλήθηκαν σχεδὸν ὅλα τα εἰσιτήρια, θὰ ἐρχόταν
κόσμος κι ἀπὸ τὰ γύρω μέρη. Παραμονὴ τῆς πρεμιέρας ἔκανε μιὰ ζέστη
ἄλλο πράμα, κοντέψαμε νὰ σκάσουμε κι ἐμεῖς μαζὶ μὲ τὰ τζιτζίκια. Πήγαμε
γιὰ μπάνιο ὅλος ὁ θίασος παρέα. Πέτρα πάνω στὴν πέτρα καὶ λιθάρι πάνω
στὸ λιθάρι αὐτὲς οἱ θάλασσες. Περπάτησα παράμερα ψάχνοντας λίγη ἀμμουδιὰ
μέσα στὸ νερό, σακατεύοντας τὶς πατοῦσες μου στὸ μεταξύ. Κάποια
στιγμὴ ἔνιωσα ἕνα τράνταγμα. Εἶδα τὸ θίασο ἀπὸ μακριά, κουνοῦσαν
χέρια πόδια καὶ φωνάζανε. Σεισμός. Παραπάτησα, βούτηξα ὁλόκληρος
μέσα στὸ νερό, σχεδὸν ἔσκισα τὰ χέρια μου στὶς πέτρες. Δέκα δευτερόλεπτα,
εἴκοσι, τριάντα. Ἔτριξε ἡ θάλασσα καὶ τὸ νησὶ μαζί.
Θύματα δὲν ὑπῆρξαν, ἐκτὸς ἀπὸ ἕνα, λίγο-πολὺ ἔμψυχο κι αὐτό: τὸ ἀρχαῖο
θέατρο τῆς Ἠφαιστίας. Κατέρρευσε μέρος τοῦ κοίλου. Παράσταση δὲν
μποροῦσε πιὰ νὰ γίνει. Κολλήσαμε ἕνα «ΜΑΤΑΙΩΘΗΚΕ» σὲ ὅσες ἀφίσες φτάναμε
χωρὶς σκάλα. Τὰ χρήματα ἀπὸ τὰ εἰσιτήρια θὰ τὰ ἐπιστρέφαμε τὶς ἑπόμενες
μέρες.
Ὁ Λευτέρης τὸ πῆρε βαριά, σὰ νὰ γκρεμίστηκε μαζὶ μὲ τὸ θέατρο. Μοῦ εἶπε,
«αὐτὸ ἦταν. Ἐγὼ ἄλλο δὲν μπορῶ». Πῆρε τὸ πρῶτο πλοῖο γιὰ Καβάλα. Ἀπὸ
τότε ἔχω νὰ τὸν δῶ.
Τὰ ναυτάκια μας σκόρπισαν στὰ γύρω νησιά. Ὁ Νεοπτόλεμος μὲ τὴν ἐνδυματολόγο
πῆγαν νὰ κάνουν τὶς διακοπές τους στὴ Σκύρο. Οἱ ἄλλοι γύρισαν Ἀθήνα.
Ἔμεινα ἐγὼ μὲ τὸν προηχογραφημένο Ἡρακλῆ νὰ μαζέψουμε τὰ σπασμένα.
Πῆγα στὸ θέατρο νὰ πάρω τὰ ἐναπομείναντα ἠλεκτρολογικά, νὰ πῶ κι ἕνα
τελευταῖο γειὰ στὰ κυπαρίσσια. Ὁ γέρος πάντα ἐκεῖ, στὴν ἴδια θέση. Εἶχε
ἀκούσει, βέβαια, γιὰ τὴν παράσταση.
«Ἀλήθεια κάνετε πανιὰ τώρα, παιδί μου;» μὲ ρώτησε ὅταν ἔφευγα. Μιὰ
γραμμὴ ἀπ' τὸν Φιλοκτήτη.
Ἔτσι μοῦ 'ρθε ν' ἀπαντήσω «καιρὸς γὰρ καλεῖ», σὰν ἄλλος Νεοπτόλεμος
κι ἐγώ – ἡ σκέψη μοῦ 'φερε γέλιο, ἀλλὰ κρατήθηκα. Ἔνευσα. «Κι ἐσύ,
παππού, τί θὰ κάνεις;»
«Ἐγώ, ἐδῶ» εἶπε καὶ χτύπησε ἁπαλὰ τὸ πλαϊνὸ τοῦ ποδιοῦ του. «Ποῦ νὰ
πάω, σάμπως, μ' αὐτὸ τὸ ποδάρι;»
Εἶδε ποὺ τὸν κοίταζα χωρὶς νὰ καταλαβαίνω. Ἔκανε ἔτσι, ἀνασήκωσε
λίγο το μπατζάκι του νὰ μοῦ δείξει τὴν πληγὴ ἀπὸ κάτω. Μ' ἅρπαξε τὸ πύο
κι ἡ δυσοσμία ἀπ' τὰ μοῦτρα.
«Χρόνια…» εἶπε.
Ζαλίστηκα, μοῦ 'πεσαν τὰ καλώδια ἀπ' τὰ χέρια. Τὰ μάζεψα ὅπως-ὅπως
καὶ γύρισα νὰ φύγω χωρὶς νὰ πῶ τίποτα. Ἄφησα πίσω τὸν Φιλοκτήτη, τὴν
αἰώνια πληγή του νὰ κατατρώει τὴ Λῆμνο ὁλόκληρη. Καὶ τὰ δυὸ κυπαρίσσια
νὰ τρυπᾶνε τὸν οὐρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου