του Γρηγόρη Αζαριάδη
Αν υπάρχουν κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα που μπορούν να θεωρηθούν κλασικά, είναι σίγουρα τα δέκα police procedural που περιγράφουν τις υποθέσεις του Μάρτιν Μπεκ και των συναδέλφων του. Με την ολοκλήρωση του έργου τους, η Maj Sjöwall (Μαχ Σγιέβαλ) και ο Per Wahlöö (Περ Βαλέε) ουσιαστικά δημιούργησαν την αρχή του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, επαναπροσδιορίζοντας συνολικά το είδος. Τα δέκα μυθιστορήματά τους, τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και διακριτικής αντιγραφής από πολλούς, μεγάλους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, αποτελούν ταυτόχρονα ένα οδυνηρό χρονικό της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, λόγω της ισχυρά στρατευμένης κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας του ζεύγους των Σουηδών πρωτοπόρων.
Ο Jo Nesbo τους αποκαλεί «Γονείς του σουηδικού αστυνομικού μυθιστορήματος, που μαζί με τους Chandler, Hammett και Simenon δημιούργησαν το αστυνομικό μυθιστόρημα». Ο Henning Mankell υποστηρίζει ότι «Πραγματικά, επαναπροσδιόρισαν το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Οποισδήποτε γράφει έχει επηρεαστεί σημαντικά από το έργο τους». Ο Arne Dahl, ο οποίος συνομιλεί ακόμη με την περίπου 95χρονη Maj Sjöwall, μου ομολόγησε ότι το έργο τους «έχει τη μέγιστη επιρροή στους σύγχρονους Σκανδιναβούς συγγραφείς και όχι μόνο».
Το ζεύγος έγραφε κάθε βράδυ μαζί. Ο ένας συμπλήρωνε τις φράσεις και τα κεφάλαια του άλλου. Αν δεν είχαν συναντηθεί, δεν θα είχαν γράψει αυτά τα μυθιστορήματα. Αν δεν είχαν ερωτευτεί, δεν θα τα είχαν γράψει τόσο καλά... Δέκα χρόνια, δέκα βιβλία. Συνολικά, 300 περίπου κεφάλαια, που περιγράφουν τις περιπέτειες και τις διαπροσωπικές σχέσεις των μεσηλίκων, έμπειρων κι αδιάφθορων στελεχών του σουηδικού Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Καθημερινή δουλειά, λεπτομερείς διαδικασίες της έρευνας, ανακάλυψη περιορισμένων στοιχείων που ακολουθούν με μεγάλη επιμονή μέχρι να ξεδιπλώσουν το κουβάρι και να μπουν στο μονοπάτι της εξιχνίασης της υπόθεσης. Πίσω όμως από τις γραμμές, διακρίνεται καθαρά η πρόθεση των συγγραφέων να καθρεφτίσουν τα προβλήματα της σουηδικής κοινωνίας του ’60 και του ’70, ιδωμένα από τη δική τους μαρξιστική οπτική.
Ο Μάρτιν Μπεκ, κεντρικός χαρακτήρας των μυθιστορημάτων, σίγουρα αντλεί χαρακτηριστικά από ήρωες του κλασικού νουάρ, για παράδειγμα τον Φίλιπ Μάρλοου του Chandler. Η προσθήκη όμως των ιδιαίτερων στοιχείων από τους Sjöwall και Wahlöö δίνει νέα ώθηση στην εξελικτική πορεία του, σε σημείο που να αποτελέσει αρχετυπική φιγούρα για όλη την επόμενη γενιά Ευρωπαίων αστυνομικών συγγραφέων. Απ’ τον Ρέμπους του Ian Rankin, τον Γελμ της ομάδας Άλφα του Arne Dahl, τον Κουρτ Βαλάντερ του Henning Mankell (ιδιαίτερα αυτόν) μέχρι και τον Χάρι Χόλε του Jo Nesbo, υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν χωρίς καμιά αμφιβολία στον Μπεκ. Απλός, ειλικρινής, ανθρώπινος, χωρίς ιδιότητες σούπερ αστυνομικού, αναλυτικός, υπέρμαχος της ομαδικής προσπάθειας, αλλά ταυτόχρονα με περιορισμένη χρήση χιούμορ και δύσκολος στο να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ένας ιδιαίτερα περίεργος, μοναχικός τύπος, που κάποιες στιγμές δίνει την αίσθηση ενός παγοθραυστικού που πλέει ήρεμα, αργά αλλά σταθερά, χωρίς να παρεκκλίνει, συντρίβοντας σαν παγόβουνο οποιοδήποτε εμπόδιο συναντήσει στη διαδικασία της έρευνας.
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου οδηγεί εξαρχής στο συμπέρασμα ότι τα πάντα είναι τοποθετημένα στη σωστή θέση, σαν κομμάτια που παίρνουν σταδιακά τη γωνιά τους για να σχηματιστεί τελικά ένα τεράστιο παζλ. Κάθε σκηνή, κάθε παράγραφος, κάθε μικρή φράση έχει το δικό της raison d’etre, είναι απόλυτα αναγκαία και απαραίτητη στην εξέλιξη του μύθου. Τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτε δεν περισσεύει. Δωρική σχεδόν λιτότητα, που –κατά παράδοξο τρόπο– σε αρκετά σημεία θυμίζει τον πατριάρχη του neo-polar Jean-Patrick Manchette, αν και δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει μια τόσο εμφανώς «στρατευμένη» γραφή.
Αυτή άλλωστε είναι η μεγάλη διαφορά των Sjöwall και Wahlöö. Γράφουν μόνο αυτά που πρέπει, αυτά που έχουν κάποιον συγκεκριμένο ρόλο κι εξυπηρετούν τις ανάγκες της ανέλιξης του μύθου. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους, μεγάλους αστυνομικούς συγγραφείς (και ιδιαίτερα τους συμπατριώτες τους Σκανδιναβούς), οι οποίοι υπακούοντας πιθανώς στα κελεύσματα του εκδοτικού μάρκετινγκ της εποχής, «φουσκώνουν» τα έργα τους με μια σειρά από ενδιαφέρουσες, όντως, αλλά τελικά μη αναγκαίες λεπτομέρειες, που σε μεγάλο βαθμό δεν συντελούν στην προώθηση της πλοκής του μυθιστορήματος. Σαν αποτέλεσμα, στις 220 κατά μέσο όρο σελίδες των Sjöwall και Wahlöö, έχουμε τις μίνιμουμ 500 και κάτι ψιλά ακόμη των σύγχρονων, ποιοτικών και εμπορικών, ομοτέχνων τους.
Ο Wahlöö ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερος της Sjöwall και είχε μια κόρη από προηγούμενο γάμο του. Ήταν μέλος του ΚΚ Σουηδίας. Εργάστηκε ως ανταποκριτής στην Ισπανία μέχρι να απελαθεί από το καθεστώς του Φράνκο. Όταν επέστρεψε στη χώρα του γνώρισε τη Maj Sjöwall, επίσης δημοσιογράφο και καλλιτεχνική διευθύντρια, η οποία προερχόταν από μια μεσοαστική οικογένεια, και σχεδόν αμέσως συμφώνησαν ότι «ο γάμος δεν ήταν το κατάλληλο πλαίσιο για τη σχέση τους». Πολύ σύντομα, ερωτεύτηκαν και ξεκίνησαν μια παράλληλη σχέση, δεδομένου ότι ο Wahlöö ήταν ακόμη παντρεμένος. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν τους άρεσε. Έναν χρόνο αργότερα, ο Wahlöö εγκατέλειψε τη γυναίκα του και άρχισε να συζεί με τη Sjöwall και τη μικρή της κόρη. Και εννιά μήνες αργότερα, γεννήθηκε ο πρώτος από τους δυο γιους τους, ο Τετζ.
Ο Wahlöö κλεινόταν σ’ ένα ξενοδοχείο, κοντά στο μπαρ όπου σύχναζαν, έγραφε μια σκηνή και την άφηνε στη σύντροφό του, προκαλώντας τη να «συμπληρώσει τα κενά». Ο στόχος τους ήταν να γράψουν αστυνομικά μυθιστορήματα που τους άρεσε να διαβάζουν ως αναγνώστες, όπως αυτά του Χάμετ και του Τσάντλερ, που έβγαλαν το έγκλημα εκεί όπου ανήκε... Στους δρόμους. Ήθελαν όμως να πάνε ακόμη πιο μακριά. Να γίνουν πιο ανατρεπτικοί από τους κλασικούς του παρελθόντος. «Θέλαμε να περιγράψουμε την κοινωνία από την αριστερή οπτική μας», υποστηρίζει η Sjöwall. «Ο Per είχε γράψει πολιτικά βιβλία, που πούλησαν 300 αντίτυπα. Συνειδητοποιώντας όμως ότι οι αναγνώστες προτιμούν να διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, σκεφτήκαμε να δώσουμε μερικά τέτοια, όπου κάτω από την εικόνα ενός επιφανειακά ευημερούντος κράτους κρύβονται πολλά στρώματα φτώχειας, βαναυσότητας και τελικά εγκληματικότητας. Η πρόθεσή μας ήταν να δείξουμε πού κατευθύνεται η Σουηδία... Σε μια καπιταλιστική, ψυχρή, απάνθρωπη κοινωνία, όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί συνεχώς φτωχότεροι».
Η ιδέα για τη Ροζάννα, το πρώτο χρονολογικά μυθιστόρημά τους, γεννήθηκε στη διάρκεια ενός ταξιδιού με το φέρι μποτ από τη Στοκχόλμη στο Γκέτεμποργκ, καθώς παρακολουθούσαν μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια να περιφέρεται μόνη. «Δεν ξεκινάμε την πλοκή σκοτώνοντας την κοπέλα;» πρότεινε η Sjöwall στον σύντροφό της. Ο τίτλος που τους ήρθε στο μυαλό ήταν «Η ιστορία ενός εγκλήματος», όπου ως έγκλημα αναφερόντουσαν συμβολικά στην εγκατάλειψη της εργατικής τάξης από την κοινωνία.
Χρειάστηκαν εφτά μήνες προεργασίας, έρευνας και σκληρής δουλειάς, στη διάρκεια των οποίων το ζεύγος των συγγραφέων χτένισε κάθε σημείο της περιοχής, προσπαθώντας να περιγράψει τις κινήσεις του επιθεωρητή Μπεκ και της ομάδας του. Όταν ο Wahlöö πήγε το κείμενο σ’ έναν εκδότη, είπε ότι έχει γραφτεί από έναν φίλο του. Ο εκδότης θεώρησε ότι το βιβλίο έπρεπε να κυκλοφορήσει. Κατάλαβε ότι είχε γραφτεί από τον Wahlöö, ο οποίος ομολόγησε ότι το είχε γράψει μαζί με τη σύντροφό του. Υπέγραψαν ένα συμβόλαιο για δέκα βιβλία. Παρά τις μέτριες πωλήσεις και τις λιγοστές κριτικές της εποχής, αυτή ήταν η αρχή μιας εντυπωσιακής σταδιοδρομίας.
Την εποχή που έγραφαν τους Τρομοκράτες, ο Wahlöö ήξερε πλέον ότι θα πεθάνει σύντομα. Νοίκιασαν ένα μπάνγκαλοου στη Μάλαγα, όπου ρίχτηκε με τα μούτρα στο γράψιμο. Έγραφε μόνο αυτός με πυρετώδη ρυθμό, αν και αντιμετώπιζε ήδη μεγάλα προβλήματα. Η Sjöwall κράτησε τον ρόλο του επιμελητή. Βίωσε με δραματικό τρόπο όλη την κατάσταση, έχοντας αποδυθεί σε μία τρομακτική μάχη και παλεύοντας ταυτόχρονα με την αποδοχή της ιδέας του επελαύνοντος θανάτου του συντρόφου της, την επιβίωση των τριών παιδιών τους και την ολοκλήρωση του έργου τους με την έκδοση του δέκατου βιβλίου τους, των Τρομοκρατών.
Επέστρεψαν στη Σουηδία τον Μάρτη του 1975 και παρέδωσαν το βιβλίο στον εκδότη. Ο Wahlöö βρισκόταν στο τελικό στάδιο. Έπαιρνε ισχυρές δόσεις μορφίνης για να αντέξει τους πόνους. Η Sjöwall εξομολογείται ότι παρακαλούσε να «φύγει για να λυτρωθεί». Τελικά, έπεσε σε κώμα και πέθανε τρεις μήνες αργότερα, τον Ιούνη του 1975.
Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει μεταφρασμένα τα έργα: Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι, Ο άνθρωπος που έγινε καπνός, Το τέρας, Ροζάννα και Πρόσχαροι οι πολιτσμάνοι (Εκδόσεις Γράμματα). Υπάρχει επίσης μια σπάνια έκδοση από τη Δέλτα Οι τρομοκράτες, με σαφέστατο πολιτικό προσανατολισμό.
ΠΗΓΗ DIASTIXO
Αν υπάρχουν κάποια αστυνομικά μυθιστορήματα που μπορούν να θεωρηθούν κλασικά, είναι σίγουρα τα δέκα police procedural που περιγράφουν τις υποθέσεις του Μάρτιν Μπεκ και των συναδέλφων του. Με την ολοκλήρωση του έργου τους, η Maj Sjöwall (Μαχ Σγιέβαλ) και ο Per Wahlöö (Περ Βαλέε) ουσιαστικά δημιούργησαν την αρχή του σύγχρονου αστυνομικού μυθιστορήματος, επαναπροσδιορίζοντας συνολικά το είδος. Τα δέκα μυθιστορήματά τους, τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και διακριτικής αντιγραφής από πολλούς, μεγάλους σύγχρονους συγγραφείς αστυνομικής λογοτεχνίας, αποτελούν ταυτόχρονα ένα οδυνηρό χρονικό της διαμόρφωσης της σύγχρονης κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά, λόγω της ισχυρά στρατευμένης κοινωνικοπολιτικής ιδεολογίας του ζεύγους των Σουηδών πρωτοπόρων.
Ο Jo Nesbo τους αποκαλεί «Γονείς του σουηδικού αστυνομικού μυθιστορήματος, που μαζί με τους Chandler, Hammett και Simenon δημιούργησαν το αστυνομικό μυθιστόρημα». Ο Henning Mankell υποστηρίζει ότι «Πραγματικά, επαναπροσδιόρισαν το είδος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Οποισδήποτε γράφει έχει επηρεαστεί σημαντικά από το έργο τους». Ο Arne Dahl, ο οποίος συνομιλεί ακόμη με την περίπου 95χρονη Maj Sjöwall, μου ομολόγησε ότι το έργο τους «έχει τη μέγιστη επιρροή στους σύγχρονους Σκανδιναβούς συγγραφείς και όχι μόνο».
Το ζεύγος έγραφε κάθε βράδυ μαζί. Ο ένας συμπλήρωνε τις φράσεις και τα κεφάλαια του άλλου. Αν δεν είχαν συναντηθεί, δεν θα είχαν γράψει αυτά τα μυθιστορήματα. Αν δεν είχαν ερωτευτεί, δεν θα τα είχαν γράψει τόσο καλά... Δέκα χρόνια, δέκα βιβλία. Συνολικά, 300 περίπου κεφάλαια, που περιγράφουν τις περιπέτειες και τις διαπροσωπικές σχέσεις των μεσηλίκων, έμπειρων κι αδιάφθορων στελεχών του σουηδικού Τμήματος Ανθρωποκτονιών. Καθημερινή δουλειά, λεπτομερείς διαδικασίες της έρευνας, ανακάλυψη περιορισμένων στοιχείων που ακολουθούν με μεγάλη επιμονή μέχρι να ξεδιπλώσουν το κουβάρι και να μπουν στο μονοπάτι της εξιχνίασης της υπόθεσης. Πίσω όμως από τις γραμμές, διακρίνεται καθαρά η πρόθεση των συγγραφέων να καθρεφτίσουν τα προβλήματα της σουηδικής κοινωνίας του ’60 και του ’70, ιδωμένα από τη δική τους μαρξιστική οπτική.
Ο Μάρτιν Μπεκ, κεντρικός χαρακτήρας των μυθιστορημάτων, σίγουρα αντλεί χαρακτηριστικά από ήρωες του κλασικού νουάρ, για παράδειγμα τον Φίλιπ Μάρλοου του Chandler. Η προσθήκη όμως των ιδιαίτερων στοιχείων από τους Sjöwall και Wahlöö δίνει νέα ώθηση στην εξελικτική πορεία του, σε σημείο που να αποτελέσει αρχετυπική φιγούρα για όλη την επόμενη γενιά Ευρωπαίων αστυνομικών συγγραφέων. Απ’ τον Ρέμπους του Ian Rankin, τον Γελμ της ομάδας Άλφα του Arne Dahl, τον Κουρτ Βαλάντερ του Henning Mankell (ιδιαίτερα αυτόν) μέχρι και τον Χάρι Χόλε του Jo Nesbo, υπάρχουν στοιχεία που παραπέμπουν χωρίς καμιά αμφιβολία στον Μπεκ. Απλός, ειλικρινής, ανθρώπινος, χωρίς ιδιότητες σούπερ αστυνομικού, αναλυτικός, υπέρμαχος της ομαδικής προσπάθειας, αλλά ταυτόχρονα με περιορισμένη χρήση χιούμορ και δύσκολος στο να εκφράσει τα συναισθήματά του. Ένας ιδιαίτερα περίεργος, μοναχικός τύπος, που κάποιες στιγμές δίνει την αίσθηση ενός παγοθραυστικού που πλέει ήρεμα, αργά αλλά σταθερά, χωρίς να παρεκκλίνει, συντρίβοντας σαν παγόβουνο οποιοδήποτε εμπόδιο συναντήσει στη διαδικασία της έρευνας.
Η προσεκτική ανάγνωση του κειμένου οδηγεί εξαρχής στο συμπέρασμα ότι τα πάντα είναι τοποθετημένα στη σωστή θέση, σαν κομμάτια που παίρνουν σταδιακά τη γωνιά τους για να σχηματιστεί τελικά ένα τεράστιο παζλ. Κάθε σκηνή, κάθε παράγραφος, κάθε μικρή φράση έχει το δικό της raison d’etre, είναι απόλυτα αναγκαία και απαραίτητη στην εξέλιξη του μύθου. Τίποτε δεν είναι περιττό, τίποτε δεν περισσεύει. Δωρική σχεδόν λιτότητα, που –κατά παράδοξο τρόπο– σε αρκετά σημεία θυμίζει τον πατριάρχη του neo-polar Jean-Patrick Manchette, αν και δύσκολα μπορεί κάποιος να διακρίνει μια τόσο εμφανώς «στρατευμένη» γραφή.
Αυτή άλλωστε είναι η μεγάλη διαφορά των Sjöwall και Wahlöö. Γράφουν μόνο αυτά που πρέπει, αυτά που έχουν κάποιον συγκεκριμένο ρόλο κι εξυπηρετούν τις ανάγκες της ανέλιξης του μύθου. Σε αντίθεση με τους σύγχρονους, μεγάλους αστυνομικούς συγγραφείς (και ιδιαίτερα τους συμπατριώτες τους Σκανδιναβούς), οι οποίοι υπακούοντας πιθανώς στα κελεύσματα του εκδοτικού μάρκετινγκ της εποχής, «φουσκώνουν» τα έργα τους με μια σειρά από ενδιαφέρουσες, όντως, αλλά τελικά μη αναγκαίες λεπτομέρειες, που σε μεγάλο βαθμό δεν συντελούν στην προώθηση της πλοκής του μυθιστορήματος. Σαν αποτέλεσμα, στις 220 κατά μέσο όρο σελίδες των Sjöwall και Wahlöö, έχουμε τις μίνιμουμ 500 και κάτι ψιλά ακόμη των σύγχρονων, ποιοτικών και εμπορικών, ομοτέχνων τους.
Αν δεν είχαν συναντηθεί, δεν θα είχαν γράψει αυτά τα μυθιστορήματα. Αν δεν είχαν ερωτευτεί, δεν θα τα είχαν γράψει τόσο καλά...
Ο Wahlöö ήταν εννιά χρόνια μεγαλύτερος της Sjöwall και είχε μια κόρη από προηγούμενο γάμο του. Ήταν μέλος του ΚΚ Σουηδίας. Εργάστηκε ως ανταποκριτής στην Ισπανία μέχρι να απελαθεί από το καθεστώς του Φράνκο. Όταν επέστρεψε στη χώρα του γνώρισε τη Maj Sjöwall, επίσης δημοσιογράφο και καλλιτεχνική διευθύντρια, η οποία προερχόταν από μια μεσοαστική οικογένεια, και σχεδόν αμέσως συμφώνησαν ότι «ο γάμος δεν ήταν το κατάλληλο πλαίσιο για τη σχέση τους». Πολύ σύντομα, ερωτεύτηκαν και ξεκίνησαν μια παράλληλη σχέση, δεδομένου ότι ο Wahlöö ήταν ακόμη παντρεμένος. Κι αυτό ήταν κάτι που δεν τους άρεσε. Έναν χρόνο αργότερα, ο Wahlöö εγκατέλειψε τη γυναίκα του και άρχισε να συζεί με τη Sjöwall και τη μικρή της κόρη. Και εννιά μήνες αργότερα, γεννήθηκε ο πρώτος από τους δυο γιους τους, ο Τετζ.
Ο Wahlöö κλεινόταν σ’ ένα ξενοδοχείο, κοντά στο μπαρ όπου σύχναζαν, έγραφε μια σκηνή και την άφηνε στη σύντροφό του, προκαλώντας τη να «συμπληρώσει τα κενά». Ο στόχος τους ήταν να γράψουν αστυνομικά μυθιστορήματα που τους άρεσε να διαβάζουν ως αναγνώστες, όπως αυτά του Χάμετ και του Τσάντλερ, που έβγαλαν το έγκλημα εκεί όπου ανήκε... Στους δρόμους. Ήθελαν όμως να πάνε ακόμη πιο μακριά. Να γίνουν πιο ανατρεπτικοί από τους κλασικούς του παρελθόντος. «Θέλαμε να περιγράψουμε την κοινωνία από την αριστερή οπτική μας», υποστηρίζει η Sjöwall. «Ο Per είχε γράψει πολιτικά βιβλία, που πούλησαν 300 αντίτυπα. Συνειδητοποιώντας όμως ότι οι αναγνώστες προτιμούν να διαβάζουν αστυνομικά μυθιστορήματα, σκεφτήκαμε να δώσουμε μερικά τέτοια, όπου κάτω από την εικόνα ενός επιφανειακά ευημερούντος κράτους κρύβονται πολλά στρώματα φτώχειας, βαναυσότητας και τελικά εγκληματικότητας. Η πρόθεσή μας ήταν να δείξουμε πού κατευθύνεται η Σουηδία... Σε μια καπιταλιστική, ψυχρή, απάνθρωπη κοινωνία, όπου οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί συνεχώς φτωχότεροι».
Η ιδέα για τη Ροζάννα, το πρώτο χρονολογικά μυθιστόρημά τους, γεννήθηκε στη διάρκεια ενός ταξιδιού με το φέρι μποτ από τη Στοκχόλμη στο Γκέτεμποργκ, καθώς παρακολουθούσαν μια νεαρή Αμερικανίδα τουρίστρια να περιφέρεται μόνη. «Δεν ξεκινάμε την πλοκή σκοτώνοντας την κοπέλα;» πρότεινε η Sjöwall στον σύντροφό της. Ο τίτλος που τους ήρθε στο μυαλό ήταν «Η ιστορία ενός εγκλήματος», όπου ως έγκλημα αναφερόντουσαν συμβολικά στην εγκατάλειψη της εργατικής τάξης από την κοινωνία.
Χρειάστηκαν εφτά μήνες προεργασίας, έρευνας και σκληρής δουλειάς, στη διάρκεια των οποίων το ζεύγος των συγγραφέων χτένισε κάθε σημείο της περιοχής, προσπαθώντας να περιγράψει τις κινήσεις του επιθεωρητή Μπεκ και της ομάδας του. Όταν ο Wahlöö πήγε το κείμενο σ’ έναν εκδότη, είπε ότι έχει γραφτεί από έναν φίλο του. Ο εκδότης θεώρησε ότι το βιβλίο έπρεπε να κυκλοφορήσει. Κατάλαβε ότι είχε γραφτεί από τον Wahlöö, ο οποίος ομολόγησε ότι το είχε γράψει μαζί με τη σύντροφό του. Υπέγραψαν ένα συμβόλαιο για δέκα βιβλία. Παρά τις μέτριες πωλήσεις και τις λιγοστές κριτικές της εποχής, αυτή ήταν η αρχή μιας εντυπωσιακής σταδιοδρομίας.
Την εποχή που έγραφαν τους Τρομοκράτες, ο Wahlöö ήξερε πλέον ότι θα πεθάνει σύντομα. Νοίκιασαν ένα μπάνγκαλοου στη Μάλαγα, όπου ρίχτηκε με τα μούτρα στο γράψιμο. Έγραφε μόνο αυτός με πυρετώδη ρυθμό, αν και αντιμετώπιζε ήδη μεγάλα προβλήματα. Η Sjöwall κράτησε τον ρόλο του επιμελητή. Βίωσε με δραματικό τρόπο όλη την κατάσταση, έχοντας αποδυθεί σε μία τρομακτική μάχη και παλεύοντας ταυτόχρονα με την αποδοχή της ιδέας του επελαύνοντος θανάτου του συντρόφου της, την επιβίωση των τριών παιδιών τους και την ολοκλήρωση του έργου τους με την έκδοση του δέκατου βιβλίου τους, των Τρομοκρατών.
Επέστρεψαν στη Σουηδία τον Μάρτη του 1975 και παρέδωσαν το βιβλίο στον εκδότη. Ο Wahlöö βρισκόταν στο τελικό στάδιο. Έπαιρνε ισχυρές δόσεις μορφίνης για να αντέξει τους πόνους. Η Sjöwall εξομολογείται ότι παρακαλούσε να «φύγει για να λυτρωθεί». Τελικά, έπεσε σε κώμα και πέθανε τρεις μήνες αργότερα, τον Ιούνη του 1975.
Στη χώρα μας έχουν κυκλοφορήσει μεταφρασμένα τα έργα: Ο άνθρωπος που καθόταν στο μπαλκόνι, Ο άνθρωπος που έγινε καπνός, Το τέρας, Ροζάννα και Πρόσχαροι οι πολιτσμάνοι (Εκδόσεις Γράμματα). Υπάρχει επίσης μια σπάνια έκδοση από τη Δέλτα Οι τρομοκράτες, με σαφέστατο πολιτικό προσανατολισμό.
ΠΗΓΗ DIASTIXO
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου