Ημέρες ορειβασίας

Ημέρες ορειβασίας

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019

Θευδέριχος


Το παλάτι του Θευδἐριχου. Ψηφιδωτό από τη βασιλική του Αγίου Απολλινάριου του Νέου, Ραβέννα, 6ος αι.
Το παλάτι του Θευδἐριχου. Ψηφιδωτό από τη βασιλική του Αγίου Απολλινάριου του Νέου, Ραβέννα, 6ος αι.
Theoderich Ii Konig Der Westgoten 0A5225 1024
Μα­θη­τής ακό­μα στο γυ­μνά­σιο, εί­χα δει σε μια εγκυ­κλο­παί­δεια το πα­ρά­ξε­νο πέ­τρι­νο πο­λυ­γω­νι­κό κτή­ριο και μου εί­χαν κά­νει εντύ­πω­ση δύο λε­πτές, σχε­δόν αέ­ρι­νες το­ξω­τές σκά­λες που περ­νώ­ντας πά­νω από ένα πλημ­μυ­ρι­σμέ­νο προ­αύ­λιο οδη­γού­σαν στην θύ­ρα του δεύ­τε­ρου πα­τώ­μα­τος. Εί­χα επί­σης προ­σέ­ξει ότι τα τό­ξα τους εί­χαν οδο­ντω­τούς αρ­μούς, όπως εκεί­να επά­νω από τις εξω­τε­ρι­κές κόγ­χες του κτη­ρί­ου για να μη ολι­σθαί­νουν οι λί­θοι. Ο σχε­δια­στής εί­χε προ­σθέ­σει και κά­ποιες αν­θρώ­πι­νες μορ­φές, τε­λεί­ως ται­ρια­στές στη με­λαγ­χο­λι­κή ατμό­σφαι­ρα της ει­κό­νας με τις φω­το­σκιά­σεις και το πε­ρι­με­τρι­κό ξε­θώ­ρια­σμα. Ο θό­λος δεν μου εί­χε φα­νεί άξιος λό­γου, μιας και δεν κα­τα­λά­βαι­να ότι εί­ναι μο­νο­λι­θι­κός εκα­το­ντά­δων τό­νων –αλη­θι­νό αί­νιγ­μα η ανύ­ψω­σή του–, εί­χα όμως προ­σέ­ξει τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά εξάρ­μα­τα κα­τά μή­κος της πε­ρι­μέ­τρου του.
Προς το τέ­λος των σπου­δών μου ήξε­ρα για το κτί­σμα τό­σα, ώστε να θέ­λω να το επι­σκε­φθώ. Τού­το όντως έγι­νε, αλ­λά μό­λις το 1989, την 16η Ιου­νί­ου. Με ανά­μει­κτα συ­ναι­σθή­μα­τα εί­δα ότι οι λί­θι­νες κλί­μα­κες, αυ­θαί­ρε­τα αλ­λά κα­λο­σχε­δια­σμέ­να έρ­γα του 18ου αιώ­να, εί­χαν ήδη αφαι­ρε­θεί και την άνο­δο υπη­ρε­τού­σε μια απλή τσι­με­ντέ­νια σκά­λα στο πί­σω μέ­ρος. Ο και­ρός ήταν έξο­χος, οι επι­σκέ­πτες ελά­χι­στοι και η διά­θε­σή μου για πα­ρα­τή­ρη­ση με­γά­λη. Με­τά από δύο ώρες γνώ­ρι­ζα ήδη κά­ποιες ση­μα­ντι­κές αλ­λά άγνω­στες πτυ­χές της κα­τα­σκευ­ής. Ό,τι ακό­μη έμε­νε ήταν πολ­λές ημέ­ρες στη με­γα­λύ­τε­ρη αρ­χαιο­λο­γι­κή βι­βλιο­θή­κη της Ρώ­μης, η σύ­ντα­ξη πλή­θους σχε­δί­ων, η κα­τα­σκευή τρισ­διά­στα­των ομοιω­μά­των, κά­ποιες δια­λέ­ξεις και η επι­στη­μο­νι­κή δη­μο­σί­ευ­ση των απο­τε­λε­σμά­των της νέ­ας έρευ­νας.
Φέ­τος, τον Ιού­νιο, εκα­τό χρό­νια με­τά την αφαί­ρε­ση των λί­θι­νων κλι­μά­κων και τριά­ντα από την επί­σκε­ψή μου, σχέ­δια που εί­χα ετοι­μά­σει τό­τε, αλ­λά που δεν εί­χαν πε­ρι­λη­φθεί στη δη­μο­σί­ευ­ση, βρέ­θη­καν χά­ρις στην πα­ρό­τρυν­ση του Νί­κου Ζή­βα δί­πλα στα εκ­θέ­μα­τα μιας έκ­θε­σης αντι­κει­μέ­νων της Συλ­λο­γής Μι­χε­λά, στη Ζή­βας-Άρτ.
Ο τί­τλος της έκ­θε­σης, όπως δια­μορ­φώ­θη­κε από τον Ζή­βα, εί­ναι λί­αν ανα­λυ­τι­κός: «Αρ­χι­μή­δης, τρο­χα­λί­ες, κο­χλί­ες και το αί­νιγ­μα της Ρα­βέν­νας». Όπως το ένα φέρ­νει το άλ­λο, έπρε­πε να ετοι­μά­σω κεί­με­να για τον σχε­τι­κό κα­τά­λο­γο. Ένα από αυ­τά εί­ναι και η ιστο­ρι­κή ει­σα­γω­γή του τρί­του μέ­ρους, η οποία όμως, για κά­ποιους λό­γους, δεν τυ­πώ­θη­κε ολό­κλη­ρη. Εξ αυ­τού ορ­μώ­με­νος ο Δη­μή­τρης Κα­λο­κύ­ρης, έχο­ντας δει κα­λά την έκ­θε­ση και τον κα­τά­λο­γο, με πα­ρό­τρυ­νε να δώ­σω το πλή­ρες κεί­με­νο αυ­τής της ει­σα­γω­γής στον Χάρ­τη, μα­ζί με κά­ποιες ει­κό­νες. Έτσι, αυ­τά βρί­σκο­νται τώ­ρα εδώ για κά­θε εν­δια­φε­ρό­με­νο, με την εξής όμως προει­δο­ποί­η­ση: οι σχε­τι­κές με το θέ­μα εξι­στο­ρή­σεις, αν και βα­σί­ζο­νται στις ίδιες πη­γές, πα­ρου­σιά­ζουν απο­κλί­σεις, ασή­μα­ντες ίσως για το γε­νι­κό πλαί­σιο, κρί­σι­μες όμως για μια δί­καια απο­τί­μη­ση της δια­γω­γής των πρω­τα­γω­νι­στών.
Ομοί­ως οι λε­πτο­μέ­ρειες των σχε­δί­ων δεν εί­ναι βέ­βαιες. Διό­λου τυ­χαία, αυ­τά αν και ρε­α­λι­στι­κά, δεν εί­χαν θέ­ση δί­πλα σε εκεί­να που τε­λι­κά ετοί­μα­σα για τη δη­μο­σί­ευ­ση.
Θευδέριχος
4275176
Ο Θευ­δέ­ρι­χος και η επο­χή του
Τον Ε΄ αιώ­να συμ­βαί­νουν στην Ευ­ρώ­πη πε­ρί­που ταυ­τό­χρο­να τα εξής: συ­νέ­χι­ση της πα­ρακ­μής και δι­χο­τό­μη­ση της Ρω­μαϊ­κής Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, πο­λι­τι­κή διά­λυ­ση του δυ­τι­κού τμή­μα­τος αυ­τής, άνευ προη­γου­μέ­νου οι­κο­νο­μι­κή κα­τάρ­ρευ­ση, γορ­γή ελάτ­τω­ση πλη­θυ­σμού, δρα­μα­τι­κή συρ­ρί­κνω­ση ή εγκα­τά­λει­ψη αστι­κών κέ­ντρων, «με­τα­κι­νή­σεις λα­ών», βαρ­βα­ρι­κές ει­σβο­λές, ει­σχώ­ρη­ση ασια­τι­κών φύ­λων στα βό­ρεια του Δού­να­βη πε­δι­νά, ει­σχώ­ρη­ση και μό­νι­μη εγκα­τά­στα­ση γερ­μα­νι­κών φύ­λων σε Βαλ­κα­νι­κή, Ιτα­λία, Γαλ­λία, Βρε­τα­νία, Ιβη­ρι­κή και Βό­ρεια Αφρι­κή, συ­νε­χής εξά­πλω­ση του Χρι­στια­νι­σμού.
Τα φαι­νό­με­να αυ­τά εί­ναι αλ­λη­λέν­δε­τα, χω­ρίς όμως να εί­ναι προ­φα­νές ή πά­ντο­τε σα­φές ποια προη­γού­νται ως αί­τια και ποια έπο­νται. Πά­ντως, ένα από αυ­τά, η βαθ­μιαία προ­έ­λα­ση Ούν­νων από την Ασία, η βρα­χύ­βια ύπαρ­ξη δι­κού τους κρά­τους ευ­ρύ­τε­ρου της ση­με­ρι­νής Ουγ­γα­ρί­ας και οι άγριες επι­δρο­μές τους, φαί­νε­ται ότι ήταν ο κυ­ριό­τε­ρος λό­γος της προς όλες τις κα­τευ­θύν­σεις με­τα­κί­νη­σης των γερ­μα­νι­κών φύ­λων. Ένα από αυ­τά, οι Γότ­θοι, που εί­χε και σκαν­δι­να­βι­κές κα­τα­βο­λές, κι­νή­θη­κε από το μέ­ρος της Βαλ­τι­κής προς το νό­το της νυν Ου­κρα­νί­ας και τη Μαύ­ρη Θά­λασ­σα. Εκεί ακρι­βώς, λό­γω πα­λαιό­τε­ρων εσω­τε­ρι­κών δια­φο­ρών, δι­χά­σθη­κε σε δύο κλά­δους, έναν δυ­τι­κό και έναν ανα­το­λι­κό, που έγι­ναν γνω­στοί ως Βη­σι­γότ­θοι και Οστρο­γότ­θοι.
Ό,τι ακο­λού­θη­σε ήταν πρώ­τα η με­τα­κί­νη­ση των Βη­σι­γότ­θων κα­τά μή­κος των ακτών της Μαύ­ρης Θά­λασ­σας, ο προ­ση­λυ­τι­σμός τους στη χρι­στια­νι­κή πί­στη σύμ­φω­να με τη δι­δα­σκα­λία του Αρεί­ου, κά­ποιες εγκα­τα­στά­σεις τους στα νό­τια του Δού­να­βη (376), δια­δο­χι­κές επι­θέ­σεις προς νό­τον, μια κα­τα­στρο­φι­κή για την Ελ­λά­δα εκ­στρα­τεία (395) υπό τον πε­ρί­φη­μο ηγέ­της τους Αλά­ρι­χο, η τα­πεί­νω­σή τους στην Πε­λο­πόν­νη­σο από μια ικα­νή αυ­το­κρα­το­ρι­κή δύ­να­μη οδη­γη­μέ­νη από τον χα­ρι­σμα­τι­κό στρα­τη­γό Στη­λί­χω­να (και αυ­τός με γερ­μα­νι­κό αί­μα), η με­τα­κί­νη­σή τους μέ­σω Ιλ­λυ­ρί­ας και Δαλ­μα­τί­ας (397) στην Ιτα­λία με απο­τέ­λε­σμα την κα­τά­λη­ψη ενός με­γά­λου μέ­ρους της, έως το 410, η προ­έ­λα­σή τους στη νό­τια Γα­λα­τία (418), η ίδρυ­ση ενός βα­σι­λεί­ου στην Toulouse και εν τέ­λει η εγκα­τά­στα­σή τους στην Ιβη­ρι­κή (500 κ.ε.), όπου ίδρυ­σαν ένα βη­σι­γοτ­θι­κό ισπα­νι­κό βα­σί­λειο, που αφού ανά­γκα­σε τους Βαν­δά­λους να εγκα­τα­λεί­ψουν την Ιβη­ρι­κή και να πε­ριο­ρι­σθούν στην Βό­ρεια Αφρι­κή (428), δια­τη­ρή­θη­κε έως την αρα­βι­κή κα­τά­λη­ψη (711-718). Βη­σι­γότ­θοι επί­σης ήταν οι πρώ­τοι που άρ­χι­σαν την χρι­στια­νι­κή ανα­κα­τά­λη­ψη (reconquista, 722 κ.ε., ίδρυ­ση του κρά­τους της Aστού­ριας, στη βο­ρειο­δυ­τι­κή γω­νία της Ιβη­ρι­κής).
Από την άλ­λη πλευ­ρά, οι Οστρο­γότ­θοι, πα­ρέ­με­ναν στα βό­ρεια του Δού­να­βη και όταν οι Βη­σι­γότ­θοι κα­τέ­βαι­ναν στην Ελ­λά­δα, εκεί­νοι προ­χω­ρού­σαν προς την Παν­νο­νία (νυν βο­ρειο­δυ­τι­κή Σερ­βία, δυ­τι­κή Ουγ­γα­ρία κλπ), όπου όμως επι­βί­ω­ναν με όρους υπο­τέ­λειας στους Ούν­νους και δε­σμευ­τι­κές συμ­φω­νί­ες με τον αυ­το­κρά­το­ρα του Aνα­το­λι­κού Ρω­μαϊ­κού Κρά­τους (Βυ­ζά­ντιο).
Τον ίδιο και­ρό στην Ιτα­λία συ­νέ­βαι­ναν πολ­λά. Ο στρα­τη­γός Στη­λί­χων, ο πλέ­ον άξιος φρου­ρός του Ρω­μαϊ­κού κρά­τους ένα­ντι των Βη­σι­γότ­θων, εί­χε θα­να­τω­θεί στη Ρα­βέν­να (408) από τον αγνώ­μο­να προ­στα­τευό­με­νό του νε­α­ρό αυ­το­κρά­το­ρα Ονώ­ριο, που εύ­κο­λα πί­στευε κό­λα­κες και συ­νω­μό­τες. Με­τά από αυ­τό, ο Αλά­ρι­χος, ανε­μπό­δι­στος πλέ­ον, εί­χε ει­σβά­λει στη Ρώ­μη και ακο­λού­θως εί­χε λε­η­λα­τή­σει τον ιτα­λι­κό Νό­το. Πα­ντού επι­κρα­τού­σε δια­φθο­ρά και πα­ρακ­μή. Με­τά τον θά­να­το του Ονώ­ριου (423) η κα­τά­στα­ση δεν γνώ­ρι­σε κα­μιά βελ­τί­ω­ση. Ο νέ­ος αυ­το­κρά­το­ρας Βα­λε­ντι­νια­νός III, γιός της Γκά­λα Πλα­σί­ντια και ανε­ψιός του Ονώ­ριου, δεν μπό­ρε­σε να εμπο­δί­σει την κα­τά­λη­ψη των επαρ­χιών της Βό­ρειας Αφρι­κής από τους Βαν­δά­λους.
Το 451, οι Ούν­νοι, έχο­ντας φθά­σει στο μέ­γι­στο της στρα­τιω­τι­κής τους δύ­να­μης και λαμ­βά­νο­ντας αφορ­μή από τις πε­ρί­πλο­κες δι­πλω­μα­τι­κές σχέ­σεις τους με τη Ρώ­μη (που πε­ριεί­χαν ακό­μη ένα υπο­νο­μευό­με­νο βα­σι­λι­κό συ­νοι­κέ­σιο και μια προ­δο­τι­κή προ­σφο­ρά από την αδελ­φή του Βα­λε­ντι­νια­νού III), προ­έ­λα­σαν στην Γερ­μα­νία, πέ­ρα­σαν το Ρή­νο και ει­σέ­βα­λαν στην Γα­λα­τία με απώ­τε­ρο σκο­πό την κα­τά­λη­ψη του βη­σι­γοτ­θι­κού Κρά­τους της Toulouse. Το σχέ­διο βα­σι­ζό­ταν του­λά­χι­στον στην ανο­χή του Δυ­τι­κού Ρω­μαϊ­κού Κρά­τους και σε μια πι­θα­νή υπο­στή­ρι­ξη του Γκι­ζέ­ρι­χου, βα­σι­λιά των Βαν­δά­λων της Αφρι­κής (428-477). Σε εκεί­νη την φά­ση οι Οστρο­γότ­θοι, εξ ανά­γκης σύμ­μα­χοι του Ατ­τί­λα, πή­ραν το μέ­ρος των Βη­σι­γότ­θων, όπως άλ­λω­στε οι (επί­σης Γερ­μα­νοί) Βουρ­γούν­διοι και οι Φράν­κοι, ακό­μη και οι ντό­πιοι Κέλ­τες. Έτσι, όλοι μα­ζί, ενω­μέ­νοι υπό τον Ρω­μαίο στρα­τη­γό Αέ­τιο, κα­τε­νί­κη­σαν τους Ούν­νους και τους συμ­μά­χους τους, οι οποί­οι υπο­χώ­ρη­σαν προς την Παν­νο­νία (νυν Ουγ­γα­ρία). Το επό­με­νο έτος οι Ούν­νοι προ­κά­λε­σαν ανεί­πω­τες κα­τα­στρο­φές, αλ­λά με τις δυ­νά­μεις τους πο­λύ μειω­μέ­νες εγκα­τέ­λει­ψαν τα φι­λό­δο­ξα σχέ­δια μιας τολ­μη­ρής επί­θε­σης κα­τά της Ρώ­μης και υπο­χώ­ρη­σαν ορι­στι­κά προς ανα­το­λάς, όπου ήδη ένα στρά­τευ­μα της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης συ­μπλή­ρω­νε έτι πε­ραι­τέ­ρω το έρ­γο των Βη­σι­γότ­θων. Το 453 ο Ατ­τί­λας απε­βί­ω­σε και αμέ­σως με­τά το κρά­τος του δια­λύ­θη­κε. Τό­τε ακρι­βώς άρ­χι­σε η με­γά­λη ακ­μή των (ήδη εκ­χρι­στια­νι­σμέ­νων) Οστρο­γότ­θων και η ορ­γά­νω­ση δι­κού τους κρά­τους στην Παν­νο­νία, υπό τον ηγε­μό­να τους Theodemir. Τό­τε επί­σης, μό­λις ένα έτος με­τά τον θά­να­το του Ατ­τί­λα ήρ­θε στον κό­σμο ο Θευ­δέ­ρι­χος (γερμ. Theoderich = αρ­χη­γός λα­ού), υιός του Theodemir και της Ereleuva, η οποία ως χρι­στια­νή Κα­θο­λι­κή έφε­ρε το όνο­μα Ευ­σε­βία. Ο μι­κρός Θευ­δέ­ρι­χος πο­λύ σύ­ντο­μα βρέ­θη­κε στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη ως όμη­ρος και εγ­γύ­η­ση για την τή­ρη­ση των συμ­φω­νη­μέ­νων οστρο­γοτ­θι­κών δε­σμεύ­σε­ων. Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο, όμως, απέ­κτη­σε βα­σι­λι­κή αγω­γή και υψη­λή μόρ­φω­ση.
Το 454 στη Ρα­βέν­να, ο στρα­τη­γός Αέ­τιος, νι­κη­τής των Ούν­νων και απο­τε­λε­σμα­τι­κός υπε­ρα­σπι­στής του θρό­νου, όπως πα­λαιό­τε­ρα ο Στη­λί­χων, θα­να­τώ­θη­κε ως δή­θεν προ­δό­της από τον ανά­ξιο και προ­λη­πτι­κό Βα­λε­ντι­νια­νό, ο οποί­ος όμως και αυ­τός θα­να­τώ­θη­κε το επό­με­νο έτος στη Ρώ­μη από δύο εκ­δι­κη­τές. Ο διά­δο­χός του, επί­σης ανά­ξιος, λι­θο­βο­λή­θη­κε από τον λαό και ό,τι ακο­λού­θη­σε ήταν μια νέα δή­ω­ση της Ρώ­μης, από τον Γκι­ζέ­ρι­χο και τους Βαν­δά­λους του (455). Ως μό­νη φω­τει­νή εξαί­ρε­ση, ο αυ­το­κρά­το­ρας Μα­γιο­ρια­νός (457 -461) αφιέ­ρω­σε πά­σα δύ­να­μη στην αντι­με­τώ­πι­ση των σω­ρευ­μέ­νων προ­βλη­μά­των, όπως πριν από έναν αιώ­να εί­χε πρά­ξει ο Ιου­λια­νός. Δυ­στυ­χώς ο άξιος Μα­γιο­ρια­νός εξο­ντώ­θη­κε με δό­λο από τον Φλά­βιο Ρι­κι­μέ­ριο, Γερ­μα­νό στρα­τη­γό του με πο­λι­τι­κή επιρ­ροή και κρυ­φά σχέ­δια, ο οποί­ος στη συ­νέ­χεια κυ­βέρ­νη­σε πα­ρα­σκη­νια­κά επί δε­κα­ε­τία και πλέ­ον, ανε­βά­ζο­ντας και κα­τε­βά­ζο­ντας εφή­με­ρους αυ­το­κρά­το­ρες-μα­ριο­νέ­τες, πα­ρά τις αντι­δρά­σεις των αυ­το­κρα­τό­ρων της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Με­τά τον θά­να­τό του (472), το προ­δο­τι­κό έρ­γο του συ­νε­χί­σθη­κε από τον επί­σης γερ­μα­νι­κής κα­τα­γω­γής αυ­το­κρα­το­ρι­κό στρα­τη­γό Οδό­α­κρο, ο οποί­ος κα­τέ­λυ­σε ορι­στι­κά την αυ­το­κρα­το­ρι­κή εξου­σία της Ρώ­μης (476) και ανα­κη­ρύ­χθη­κε Βα­σι­λεύς της Ιτα­λί­ας. Τού­το προ­κά­λε­σε τη μή­νη του Αυ­το­κρά­το­ρα στην Κων­στα­ντι­νού­πο­λη (Ζή­νων, 474-475, 476-491), αλ­λά ο Οδό­α­κρος συ­νέ­χι­σε την δρά­ση του, αφαι­ρώ­ντας από την ανα­το­λι­κή αυ­το­κρα­το­ρία ση­μα­ντι­κό μέ­ρος της Βαλ­κα­νι­κής.
Εν τω με­τα­ξύ, όμως, το 471, σε ηλι­κία 17 ετών, ο Θευ­δέ­ρι­χος εί­χε κα­τα­φέ­ρει να φύ­γει από την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη και να βρε­θεί πά­λι στην Παν­νο­νία, κο­ντά στους δι­κούς του. Δύο χρό­νια αρ­γό­τε­ρα ο Theodemir απε­βί­ω­σε και ο νε­α­ρός πρί­γκη­πας τον δια­δέ­χθη­κε ως ηγε­μών των Οστρο­γότ­θων της Παν­νο­νί­ας. Το 484, τρια­κο­ντα­ε­τής πλέ­ον, εί­χε επι­βά­λει την εξου­σία του σε όλους τους Οστρο­γότ­θους έως τη Θρά­κη και εί­χε κερ­δί­σει τον σε­βα­σμό της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης. Τό­τε ακρι­βώς ο Ζή­νων του απέ­δω­σε υψη­λούς τί­τλους με ση­μα­ντι­κό­τε­ρο εκεί­νον του αρ­χι­στρά­τη­γου της Αυ­το­κρα­το­ρί­ας, τί­τλο που του επέ­τρε­πε, αλ­λά και του επέ­βα­λε κα­τό­πιν δια­τα­γής να ει­σβά­λει στην Ιτα­λία και να συ­γκρου­σθεί με τον πα­νί­σχυ­ρο Οδό­α­κρο. Το 488 ο Θευ­δέ­ρι­χος, βα­σι­λέ­ας των Οστρο­γότ­θων πλέ­ον, ει­σέ­βα­λε στην Ιτα­λία ως αυ­το­κρα­το­ρι­κός αρ­χι­στρά­τη­γος και προ­ο­δευ­τι­κά, κερ­δί­ζο­ντας πολ­λές δύ­σκο­λες μά­χες, κα­τέ­λα­βε τις σπου­δαιό­τε­ρες πό­λεις του Βορ­ρά. Τε­λευ­ταία πο­λιόρ­κη­σε σκλη­ρά την απόρ­θη­τη Ρα­βέν­να, έσχα­το αμυ­ντή­ριο του Οδό­α­κρου. Η πό­λη έπε­σε τον Ια­νουά­ριο του 493 και ο Οδό­α­κρος κλή­θη­κε σε συ­νά­ντη­ση συν­θη­κο­λό­γη­σης με­τά την οποία ο Θευ­δέ­ρι­χος τον θα­νά­τω­σε – ίσως κα­τ’ απαί­τη­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης.
Ό,τι ακο­λού­θη­σε ήταν μια συ­νε­χής διοι­κη­τι­κή φρο­ντί­δα, με­ρι­κή τή­ρη­ση κά­ποιων συμ­φω­νιών με την Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, απο­τρο­πή των επι­θέ­σε­ων των Βαν­δά­λων, προ­σέγ­γι­ση με τους Βη­σι­γότ­θους, έλεγ­χος των Φρά­γκων, επέ­κτα­ση της πο­λι­τι­κής επιρ­ρο­ής της Ρα­βέν­νας και εν τέ­λει μια γοτ­θι­κή αυ­το­κρα­το­ρία εκτει­νό­με­νη από τον Ατλα­ντι­κό έως την νυν Ουγ­γα­ρία, με πο­λι­τι­κό έλεγ­χο εκτει­νό­με­νο από τη Βό­ρεια Αφρι­κή έως το Πα­ρί­σι. Αντί­θε­τα προς τους κα­τά και­ρούς βρα­χεί­ας θη­τεί­ας αρ­χη­γούς και ηγέ­τες, ο Θευ­δέ­ρι­χος ήταν αδια­φι­λο­νί­κη­τος ηγε­μό­νας επί μι­σό σχε­δόν αιώ­να. Ει­δι­κό­τε­ρα κα­τά τις δε­κα­ε­τί­ες από την κα­τά­λη­ψη της Ρα­βέν­νας (493) έως τον θά­να­τό του (526), ανέ­πτυ­ξε μια μο­να­δι­κή για την επο­χή της πο­λι­τι­κή με­γά­λων δη­μό­σιων και καλ­λι­τε­χνι­κών έρ­γων. Στις μέ­ρες του η Ρα­βέν­να έγι­νε κέ­ντρο υψη­λής αρ­χι­τε­κτο­νι­κής και καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, ενώ πά­μπολ­λα δη­μό­σια έρ­γα στην Ιτα­λία και αλ­λού συ­ντη­ρή­θη­καν ή συ­μπλη­ρώ­θη­καν.
4600230
Σχέδιο Μ. Κ.
Σχέδιο Μ. Κ.
Θευδέριχος
Πα­ρά ταύ­τα η επο­χή του Θευ­δέ­ρι­χου δεν ευ­νο­ού­σε μα­κρό­βιες συν­θή­κες ησυ­χί­ας και ασφά­λειας. Ως εκ τού­του το με­γά­λο πο­λι­τι­κό έρ­γο του δεν θα μπο­ρού­σε να δια­τη­ρη­θεί ανε­πη­ρέ­α­στο από την πα­ντού επι­κρα­τού­σα δυ­να­μι­κή αστά­θεια, πό­σω μάλ­λον που ο ίδιος δεν ευ­τύ­χη­σε να έχει τους επι­θυ­μη­τούς άρ­ρε­νες απο­γό­νους που θα διέ­πρε­παν σε πε­δία μα­χών και τρα­πέ­ζια σκλη­ρών πο­λι­τι­κών δια­δι­κα­σιών. Με­τά τον θά­να­τό του, μό­νος διά­δο­χος ήταν ο ανή­λι­κος εγ­γο­νός του Αθα­λά­ρι­χος, τον οποίο έως το 534 εκ­προ­σω­πού­σε η μη­τέ­ρα του Αμα­λα­σούν­θα, κό­ρη του Θευ­δέ­ρι­χου. Με­ρι­κά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα (540), επί Ιου­στι­νια­νού, ο στρα­τη­γός Βε­λισ­σά­ριος έθε­σε υπό τον έλεγ­χο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος του κρά­τους του Θευ­δέ­ρι­χου. Ακο­λού­θως ό άξιος Βη­σι­γότ­θος Το­τί­λα, ως εκλεγ­μέ­νος βα­σι­λιάς των Οστρο­γότ­θων ανα­κα­τέ­λα­βε τα ίδια εδά­φη, τα οποία όμως και πά­λι (552) πε­ρι­ήλ­θαν στο Ανα­το­λι­κό Κρά­τος, χά­ρις στην επέμ­βα­ση ενός με­γά­λου βυ­ζα­ντι­νού στρα­τού, απο­τε­λού­με­νου από Γέ­πι­δες, Έρου­λους και Λομ­βαρ­δούς υπό τον στρα­τη­γό Ναρ­σή. Με­τά τον θά­να­το του Ιου­στι­νια­νού (556), οι Λομ­βαρ­δοί, ένα άλ­λο γερ­μα­νι­κό φύ­λο, κα­τέ­λα­βαν τα εδά­φη των Οστρο­γότ­θων στην Παν­νο­νία και πο­λύ σύ­ντο­μα έγι­ναν κύ­ριοι πρώ­τα της βό­ρειας και κα­τό­πιν σχε­δόν όλης της Ιτα­λί­ας (558-774). Κα­τ’ αυ­τόν τον τρό­πο έλη­ξε ανε­πι­στρε­πτί η κυ­ριαρ­χία των Οστρο­γότ­θων στην Ιτα­λία. Ωστό­σο ο Θευ­δέ­ρι­χος δεν ξε­χά­στη­κε τε­λεί­ως. Τα κα­τορ­θώ­μα­τά του πέ­ρα­σαν σε διά­φο­ρους λαϊ­κούς μύ­θους του Βορ­ρά, στους οποί­ους δεν εί­ναι άλ­λος από τον έν­δο­ξο Dietrich von Bern –δη­λα­δή Ντί­τριχ της Βε­ρό­νας–, με την γνω­στή κα­τα­λυ­τι­κή συμ­με­το­χή του στα τε­λευ­ταία επει­σό­δια του μυ­θι­κού κύ­κλου των Νι­μπε­λούν­γκεν, όπου εξο­ντώ­νει τον Έτσελ (=Ατ­τί­λα). Οι μύ­θοι αυ­τοί κά­πο­τε έχα­σαν το πα­λαιό δει­σι­δαί­μον και αφε­λές κοι­νό τους, αλ­λά σύ­ντο­μα απέ­κτη­σαν ένα νέο: εκεί­νο της λα­ο­γρα­φί­ας και της φι­λο­λο­γί­ας ή των με­γά­λων μου­σι­κών έρ­γων του Βά­γκνερ.
Θευδέριχος
Όμως ακό­μη εντο­νό­τε­ρα και πά­ντως πο­λύ αμε­σό­τε­ρα, η ιστο­ρι­κή δρά­ση του Θευ­δέ­ρι­χου δο­ξά­ζε­ται έως σή­με­ρα από τα μο­να­δι­κά χρι­στια­νι­κά μνη­μεία της Ρα­βέν­νας. Ένα από αυ­τά, το πλέ­ον πα­ρά­ξε­νο λό­γω της μορ­φής του, και πλέ­ον θαυ­μα­στό, λό­γω της ύλης και της δο­μής του, εί­ναι το πε­ρί­φη­μο Μαυ­σω­λείο του οστρο­γότ­θου βα­σι­λιά.
Θευδέριχος
Kτι­σμέ­νο τό­τε δί­πλα στο κύ­μα, κα­λά ορα­τό από τα πλοία και τους στό­λους έξω από τη Ρα­βέν­να, δεί­χνει συμ­βο­λι­κά ότι ο ένοι­κός του αγνά­ντευε, όπως ίσως και σή­με­ρα, πέ­ρα από την Αδρια­τι­κή προς τις δαλ­μα­τι­κές ακτές και τις Δι­να­ρι­κές Άλ­πεις, και τον πί­σω από αυ­τές αγα­πη­μέ­νο του Δού­να­βη και τους απέ­ρα­ντους κά­μπους της Παν­νο­νί­ας όπου κά­πο­τε εί­χε δει για πρώ­τη φο­ρά το φως της ημέ­ρας και το αλη­σμό­νη­το πρό­σω­πο της μά­νας του.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου