|
ΚΑΠΟΥ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ἔχω ἕναν ἀμείλικτο ἐχθρὸ κι ἂς
μὴν ξέρω τ’ ὄνομά του. Δὲν ξέρω οὔτε πῶς μοιάζει. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς ἂν
τύχαινε κι ἔμπαινε στὸ δωμάτιο αὐτὴ τὴ στιγμή, τὴν ὥρα ποὺ γράφω, δὲν
θὰ γινόμουν καθόλου σοφότερη. Γιὰ πολὺ καιρὸ πίστευα πὼς σὲ περίπτωση
ποὺ ἐρχόμασταν ποτὲ πρόσωπο μὲ πρόσωπο, κάποιο ἔνστικτο θὰ μὲ προειδοποιοῦσε·
ὅμως τώρα πιὰ δὲν πιστεύω πὼς εἶναι ἔτσι. Δὲν ἀποκλείεται νὰ πρόκειται
γιὰ κάποιον ποὺ μοῦ εἶναι ξένος· ὅμως εἶναι πολὺ πιὸ πιθανὸ νὰ εἶναι
κάποιος τὸν ὁποῖο γνωρίζω πολὺ καλὰ – ἴσως εἶναι κάποιος ποὺ τὸν
βλέπω κάθε μέρα. Διότι ἂν δὲν εἶναι κάποιο πρόσωπο ἀπ’ τὸ ἄμεσό
μου περιβάλλον, πῶς καταφέρνει κι ἔχει στὴ διάθεσή του τόσο λεπτομερῆ
πληροφόρηση γιὰ τὴν κάθε μου κίνηση; Φαντάζει ἀδύνατο τὸ νὰ πάρω ὁποιαδήποτε
ἀπόφαση —ἀκόμη κι ἂν ἔχει νὰ κάνει μὲ ἕνα τόσο ἀσήμαντο ζήτημα, ὅπως
τὸ νὰ ἐπισκεφτῶ κάποιον φίλο τὸ ἀπόγευμα— κι ὁ ἐχθρός μου νὰ μὴν τὸ
ξέρει καὶ νὰ μὴν κάνει ὅ,τι πρέπει προκειμένου νὰ μὲ φέρει σὲ δύσκολη
θέση. Προφανῶς εἶναι ἐξίσου καλὰ πληροφορημένος καὶ γιὰ τὰ πιὸ σοβαρὰ
ζητήματα.
Τὸ ὅτι δὲν γνωρίζω τίποτα γι’ αὐτὸν κάνει τὴ ζωὴ ἀνυπόφορη,
διότι εἶμαι ὑποχρεωμένη νὰ παρατηρῶ τοὺς πάντες μὲ τὴν ἴδια καχυποψία.
Δὲν ὑπάρχει —χωρὶς ὑπερβολὴ— οὔτε μία ψυχὴ ποὺ νὰ μπορῶ νὰ ἐμπιστευτῶ.
Καθὼς οἱ μέρες περνοῦν, βρίσκω πὼς ἀνησυχῶ ὅλο καὶ περισσότερο
γι’ αὐτὸ τὸ οἰκτρὸ πρόβλημα· στὴν πραγματικότητα μοῦ ἔχει γίνει ἔμμονη
ἰδέα. Κάθε φορὰ ποὺ μιλῶ μὲ κάποιον, πιάνω τὸν ἑαυτό μου νὰ τὸν περιεργάζεται
στὰ κρυφά, ψάχνοντας κάποιο σημάδι ποὺ θ’ ἀποκάλυπτε τὸν προδότη
πού ’ναι ἀποφασισμένος νὰ μὲ καταστρέψει. Δὲν μπορῶ νὰ συγκεντρωθῶ
στὴ δουλειά μου, διότι διαρκῶς ἀπασχολῶ τὸ μυαλό μου μὲ τὸ ν’ ἀναρωτιέμαι
γύρω ἀπὸ τὴν ταυτότητα τοῦ ἐχθροῦ μου καὶ τὴν αἰτία τοῦ μίσους του.
Ποιά πράξη μου εἶναι δυνατὸν νά ’χει προκαλέσει τέτοια ἀνηλεῆ καταδίωξη;
Σκαλίζω ξανὰ καὶ ξανὰ τὴν περασμένη μου ζωὴ καὶ δὲν βρίσκω τὸ νῆμα. Δὲν
ἀποκλείεται, πάντως, ἡ κατάσταση νὰ μὴν ἔχει προκύψει ἀπὸ κάποιο
δικό μου λάθος ἀλλὰ νὰ ἔχει νὰ κάνει μὲ τυχαῖα καὶ μόνο συμβάντα γιὰ
τὰ ὁποῖα δὲν γνωρίζω τίποτα. Ἴσως εἶμαι τὸ θύμα κάποιας μυστικῆς
πολιτικῆς, θρησκευτικῆς ἢ οἰκονομικῆς μηχανορραφίας – κάποιας
πελώριας καὶ σκιώδους συνωμοσίας, τῆς ὁποίας τὰ ἐπακόλουθα εἶναι
τόσο σκοτεινὰ ποὺ μοιάζουν, στὸν ἀμύητο, ἐντελῶς ἐκτὸς λογικῆς· ἔχουν
βάλει σκοπό, λόγου χάρη, κάτι τόσο καταφανῶς ἀνόητο ὅπως εἶναι ὁ ἀφανισμὸς
ὅλων τὸν κοκκινοτρίχηδων ἢ ὅλων ὅσοι ἔχουν κρεατοελιὰ στὸ ἀριστερό
τους πόδι.
Λόγῳ τῆς καταδίωξης αὐτῆς ἡ προσωπική μου ζωὴ ἔχει ἤδη οὐσιαστικὰ
καταστραφεῖ. Οἱ φίλοι μου καὶ ἡ οἰκογένειά μου κρατοῦν ἀποστάσεις, ἡ
δημιουργική μου ἐργασία ἔχει παγώσει, ἔχω γίνει φοβισμένη, κατηφὴς
κι εὐέξαπτη, δὲν πιστεύω σὲ μένα, ἀκόμα κι ἡ φωνή μου βγαίνει μὲ δυσκολία
καὶ ἴσα ποὺ ἀκούγεται.
Θὰ σκεφτήκατε πὼς ὁ ἐχθρός μου θὰ μποροῦσε νὰ μὲ συμπονέσει αὐτὴ
τὴ στιγμή· πώς, βλέποντας τὸ ἀξιοθρήνητο χάλι στὸ ὁποῖο μὲ ἔχει σύρει,
θὰ τοῦ ἀρκοῦσε ἡ ἐκδίκηση καὶ θὰ μὲ ἄφηνε στὴν ἡσυχία μου. Ὄχι ὅμως,
τὸ γνωρίζω πολὺ καλὰ πὼς δὲν θὰ κάνει ποτὲ πίσω. Δὲν θὰ φτάσει ποτὲ νὰ
εἶναι ἱκανοποιημένος παρὰ μόνον ὅταν θὰ μὲ ἔχει καταστρέψει ὁλοκληρωτικά.
Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ τέλους· διότι τὶς τελευταῖες ἑβδομάδες ἔχουν
ὑποπέσει στὴν ἀντίληψή μου ἀρκετὰ σαφεῖς ἐνδείξεις πὼς ἔχει ἀρχίσει
καὶ ἀπαγγέλλει ψευδεῖς κατηγορίες ἐναντίον μου μὲ κάθε ἐπισημότητα.
Δὲν θ’ ἀργήσει ἐκείνη ἡ ὥρα ποὺ θὰ μὲ πάρουν μακριά. Νύχτα θά ’ναι, πιθανότατα,
ὅταν θὰ μὲ γυρέψουν. Δὲν θὰ ὑπάρχουν περίστροφα, οὔτε καὶ χειροπέδες·
τὰ πάντα θά ’ναι ἥσυχα καὶ στὴ θέση τους, θά ’ναι δύο ἢ τρεῖς ἄντρες καὶ
θὰ φοροῦν στολὲς ἢ λευκὲς ποδιές, κι ἕνας ἀπ’ ὅλους θὰ κρατᾶ μιὰ ἔνεση
ὑποδόρια. Ἔτσι ἀκριβῶς θὰ γίνει μὲ μένα. Τὸ ξέρω πὼς εἶμαι καταδικασμένη
καὶ δὲν σκοπεύω νὰ παλέψω ἐνάντια στὴ μοίρα μου. Τὰ γράφω αὐτὰ μονάχα
γιὰ νὰ ξέρετε, ὅταν πιὰ δὲν θὰ μὲ βλέπετε, πὼς ὁ ἐχθρός μου ἐντέλει θριάμβευσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου