ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΠΗΡΑΝ τὸ δίπλωμα ὁδήγησης, κι ὅταν
πήγαινα μὲ τοὺς ἄλλους στὸ χωριό, μοῦ ’λεγε νὰ γράφω σ' ἕνα χαρτάκι
τί χρειαζόταν νὰ τοῦ φέρουμε. Μιὰ φορά, τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, μὲς
στὰ πολλά, ἦταν κι ἕνα ἀποσμητικό, καὶ τοῦ τὸ πῆρα σὲ σπρέι καὶ πολὺ
μοντέρνο, νὰ γελάσει. Μέρες μετά, στόμωσε χωρὶς λόγο – τὸν βρῆκα μὲ
μιὰ βελόνα νὰ παλεύει νὰ ξεβουλώσει τὴν τρυπίτσα. Δὲν τὰ κατάφερνε
καὶ μοῦ ’πε: «Βρέ, παιδί, ὅταν ξανακατέβετε, πάρε μου ἕνα ἄλλο.» Μετὰ
τὸ ξέχασα, ἔφυγαν κι οἱ ἄλλοι μὲ τὸ αὐτοκίνητο γιὰ τὴν Ἀθήνα —ἐγὼ εἶχα
πεῖ ὅτι θὰ κάτσω μέχρι τὸν Σεπτέμβρη– καὶ μείναμε στὸ σπίτι οἱ δυό
μας. Πήγαινα στὴ θάλασσα, ξενυχτοῦσα καμιὰ φορὰ μὲ τὰ παιδιά, ξυπνοῦσα
ἀργὰ καὶ καθόμασταν μαζὶ νὰ φᾶμε.
Τὸν εἶχε πιάσει ἔγνοια γιὰ τὴ σχολὴ
—δεν είχα πεῖ ὅτι σκεφτόμουν ν' ἀλλάξω τμῆμα— μοῦ ’χε δώσει καὶ κεῖνο
τὸ βιβλίο λαογραφίας πιὸ παλιὰ —φωτοτυπίες τό ’χε, μὲ μιὰ κόκκινη
κορδέλα στὸ δέσιμο— κι ἐκεῖ ποὺ καθόμασταν μὲ ρωτοῦσε ποῦ καὶ ποῦ κάτι
σχετικό, νὰ δεῖ ἂν τὸ διάβαζα. Δὲν τὸ διάβαζα. Ὅπως καὶ τίποτε ἄλλο
ὅλο τὸ καλοκαίρι. Τὸ μυαλό μου τό ’νιωθα πρησμένο ἀπὸ ἀγχωμένες
σκέψεις, δὲν μποροῦσε κάτι νὰ μπεῖ – οὔτε νὰ βγεῖ. Μιλοῦσα μόνο ὅσο
χρειαζόταν, ἀνοιγόκλεινα ντουλάπια, ἔπλενα τὰ πιάτα, ξάπλωνα κολλητὰ
στὸν δροσερὸ τοῖχο – αὐτὴ ἡ ησυχία κι ἡ ἐπαναληπτικότητα μὲ ἀνακούφιζε.
Γι' αὐτὸ εἶχα μείνει. Κάτι μέρες πρὶν φύγω, μιλοῦσε μὲ τὴ μαμὰ στὸ τηλέφωνο,
μᾶλλον τὸν ρώτησε πῶς τὰ πᾶμε καὶ τὸν ἄκουσα νὰ λέει «Σὰν ξένοι εἴμαστε
στὸ σπίτι». Τραντάχτηκα. Μετά, σκέφτηκα ὁριστικὰ «Εἶμαι ψυχρή».
Τὸν χειμώνα, στὸ νοσοκομεῖο, πάλι μούγγα. Καθόμουν στὸ διπλανὸ κρεβάτι
καὶ χαμογελοῦσα παράταιρα. Κουνοῦσα τὰ πόδια πάνω κάτω —πῶς καὶ δὲν
ἔβρισκαν στὸ πάτωμα;— καὶ σκεφτόμουν πὼς αὐτὸς μπροστά μου δὲν τοῦ
μοιάζει.
Μετὰ πέθανε, καὶ πέρασε καιρός· καὶ δὲν ἔχω γίνει ἀκόμα αὐτὸ ποὺ εἶναι
νὰ γίνω. Κι ὅποτε τὸ σκέφτομαι, θυμᾶμαι τὸ χαλασμένο ἀποσμητικὸ
ποὺ δὲν ἀντικατέστησα καὶ δὲν χρειάζεται πιά, καὶ τὸ ἀδιάβαστο βιβλίο,
καὶ καμιὰ φορὰ κι αὐτὸ τὸ τηλεφώνημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου