|
ΦΟΡΑ τὸ μαγιό του, τὰ πλαστικὰ παπούτσια, τὰ γυαλιὰ
τῆς θάλασσας κι ἕνα μεγάλο ψάθινο καπέλο, δὲν τὸ κουνάει ὅμως ρούπι
ἀπὸ τὸ καρεκλάκι του ποὺ εἶναι στέρεα βαλμένο ἀνάμεσα στὰ βότσαλα.
Οἱ κινήσεις του εἶναι λιγοστὲς κι ἔτσι βυθισμένος ὅπως εἶναι στὴ ρέμβη,
τὸ βλέμμα του προδίδει μιὰ κάποια ἀνησυχία, ἴσως καὶ φόβο.
— Εἶπα νὰ σὲ ρωτήσω, ἂν καὶ νομίζω τὴν ξέρω τὴν ἀπάντηση... οὔτε
σήμερα θὰ βουτήξεις;
— Ὄχι, ὄχι… τί εἶναι αὐτὰ ποῦ λές; Δὲν θά ’σαι καλά! Γιατί νὰ μπῶ;
Νὰ μὲ δαγκώσουν αὐτὰ τὰ πραγματάκια στὸ βυθὸ ποὺ τσιμπᾶνε;
— Ἔλα, θὰ μποῦμε μαζὶ καὶ δὲν πρόκειται νὰ σὲ δαγκώσει τίποτα.
— Μὲ κοροϊδεύεις; Πρῶτα ἀπ’ ὅλα… ἂν μπῶ ἐκεῖ μέσα, θὰ βραχῶ. Ξέρεις
πόση ὥρα θέλω μετὰ γιὰ νὰ στεγνώσω; Γι’ αὐτὸ σοῦ λέω, ἄσ’ το καλύτερα…
— Μά… δὲν θυμᾶσαι… στὰ καράβια; Χρόνια ὁλόκληρα στὴ θάλασσα… μιὰ
ζωή… καὶ τώρα τί;
Δὲν καταλαβαίνεις! Ξέρω
καλὰ τί συμβαίνει ἐκεῖ μέσα, γι’ αὐτὸ δὲν μπαίνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου